από το κορίτσι για ράφι Παρουσίαση του βιβλίου «Παρά μονάχα στην περιπλάνηση» του Χρήστου Μαστέλλου, των εκδόσεων Red n’ noir. Συλλογή πεζών κειμένων και ποιημάτων του Χρήστου Μαστέλλου. Το «Παρά μονάχα στην περιπλάνηση» είναι το δεύτερο βιβλίο του μετά το «Κερνάω μελανή χολή, όποιος θέλει πίνει».
Να τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το σχέδιο στο εξώφυλλο του βιβλίου «Παρά μονάχα στην περιπλάνηση», αποκαλύπτει μία γυναικεία μορφή που μοιάζουν να πνίγουν φύλλα και φυτά. Η γυναίκα βρίσκεται κάτω, με το κεφάλι στα γόνατα της, ενώ το βλέμμα της, τα μάτια της παραμένουν κρυμμένα από τον αναγνώστη. Στις σελίδες που ακολουθούν, ο συγγραφέας επιστρέφει τακτικά στο βλέμμα και τα μάτια, σε μία προσπάθεια να μας αποκαλύψει το αρχικά αθέατο. Ήδη από το εξώφυλλο και ύστερα με τον αντί-πρόλογο του, ο Χρήστος Μαστέλλου μας δίνει το στίγμα για όσα θα ακολουθήσουν. «Αν υπάρχει Θεός -πράγμα που αγνοώ όπως και να έχει – είναι μπεκρής και τζογαδόρος, που παραμελεί τα παιδιά του για να ξοδεύεται στις λέσχες από άρρωστους εθισμούς. Γι’ αυτό είμαστε ελεύθεροι», γράφει στην τρίτη σελίδα. Ακολουθούν κάποια ποιήματα, στα οποία συνομιλούν το εγκόσμιο με το θεϊκό και η ελπίδα με τη ματαιότητα. Τα ουράνια σώματα και τα πουλιά λειτουργούν σα γέφυρα μεταξύ αυτών, ενώ το υπόγειο, ταυτίζεται με την αποδοχή της ήττας. «Τα αστέρια είχαν πεθάνει αιώνες τώρα, κι έτσι οι εραστές ξεγελάστηκαν και χάθηκαν για πάντα» ( -από το Η εποχή άλλαξε) «Γέφυρες να ρίξουμε για τα πιο μακρινά αστέρια, κι όσο αυτά θα απομακρύνονται, να βουτάμε στις αβύσσους μέσα μας…» ( -από το Σε κοσμοπολίτικους τόπους) «Και βάλθηκα ξενιτεμένος να σέρνω το τομάρι μου σε υπόγειες πολιτείες» ( -από το Η δύση του ήλιου) Ίσως όμως ο πιο χαρακτηριστικός στίχος να είναι ο ακόλουθος: «Φτωχός βάλθηκα να διαβώ το μονοπάτι της ύπαρξης, στους άγριους δρόμους της πιο παγερής μοναξιάς λάτρεψα τους εξόριστους, τους τρελούς, τους επικηρυγμένους». ( -από το Η εποχή άλλαξε) Σε αυτούς τους ανθρώπους εστιάζει το βιβλίο και επιχειρεί να τους δώσει φωνή. Τέτοιος είναι και ο Μήτσος. Τρία σύντομα κεφάλαια, το καθένα σα μονόπλανο από κάποια νουάρ ταινία, που διαδέχονται με μία σχετική ασάφεια το ένα το άλλο (ως προς το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα τους κυρίως) μας λένε αποσπασματικά την ιστορία του. Τον Μήτσο τον ακολουθούμε λοιπόν σε τρείς σκηνές παρακολουθώντας τα βήματα, τις παρατηρήσεις για όσα τον περιβάλλουν, τις στιχομυθίες που έχει με άλλους, τις σκέψεις και τις θεολογικές του αναζητήσεις. Στην αρχή τον βλέπουμε να ετοιμάζεται να παραβρεθεί σε μία κηδεία ενός νεαρού κοριτσιού, «με ένα αίσθημα ενοχής να βαραίνει το ξεκίνημα της ημέρας». Από ένα τέτοιο σκηνικό από το οποίο μοιάζει αδύνατο να παρεισφρήσει η όποια αισιόδοξη σκέψη, εκκινεί η σχέση μας με τον Μήτσο. Στο δεύτερο κεφάλαιο που τον θέλει πρωταγωνιστή, θα κατευθυνθεί προς τη θάλασσα, σε μία προσπάθεια να καταπραΰνει την απελπισία του. Εφαλτήριο των προβληματισμών του αυτή τη φορά είναι μία πρώην αγαπημένη. Από εκεί και έπειτα όμως χάνεται και πάλι στις σκέψεις του. «Να έδιωχνα όλα αυτά τα βάρη τα βάρη από πάνω μου… Είναι μαρτύριο θεέ μου, να θυμάσαι διαρκώς. Είναι μαστίγωμα να μην μπορείς να ξεχάσεις… Είναι σίγουρη καταδίκη όμως όταν όντως ξεχνάς», συλλογίζεται σε κάποιο σημείο ο μοναχικός ήρωας μας. Αρκετά συχνά τον παρακολουθούμε να καταπιάνεται με θεολογικές αναζητήσεις. Λίγο μετά σπρώχνει μία γυναίκα στο θάνατο της. Το επόμενο καρέ - το τρίτο κεφάλαιο μας - είναι με τον Μήτσο σε κάποιο θεραπευτήριο. Σαν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, τόσο αυτός, όσο και εμείς αγνοούμε πόσο καιρό βρίσκεται εκεί. Οι μνήμες του κενές και απροσδιόριστες. Η μοναξιά του μοιάζει πιο αφόρητη από ποτέ. Το τέλος του σύντομου διηγήματος (που νομίζω έχει μία αξία να αφήσουμε κρυφό) ακολουθούν μερικά ακόμα ποιήματα. Στο σύνολο τους τα διατρέχει μία υπαρξιακή αγωνία. «Απλώνω δίχτυα στον έναστρο ουρανό για ένα Νόημα, να Υπάρχω» (-από το Φυγόκεντρος εραστής του Μηδενός) Κάπως έτσι φτάνουμε σε μία πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που μοιράζεται τον ίδιο τίτλο με το βιβλίο. Εκεί θα διαβάσουμε: «Η βασιλεία των ουρανών ανήκει στα βλέφαρα μικρών παιδιών που κοιτάζουν από τα κάγκελα κάποιου ψυχιατρικού θαλάμου ή σωφρονιστικού καταστήματος. Με μάτια που γίνονται φτερά και δραπετεύουν στο βάθος με ελαφρότητα και γίνονται ενδόμυχη λαχτάρα.». Στο κομμάτι αυτό ο αφηγητής μας είναι ένας πλάνης, ένας flâneur, που κινείται στον αστικό ιστό της Αθήνας και μας προσφέρει μία καταγραφή όσων συμβαίνουν στη πόλη μέσα από το δικό του βλέμμα. Καθυστερημένα δρομολόγια λεωφορείων, αστυνομικοί που καίγονται να ασκήσουν τη ψευδοεξουσία τους, πιάτσες, νταβατζίδες… Στο ζοφερό κλίμα που περιβάλλει τον αφηγητή μας, η νύχτα του επιφυλάσσει μερικές ευχάριστες εκπλήξεις. Κυρίως όμως η βραδινή του περιπλάνηση του προσφέρει τη δυνατότητα να γεμίσει, όπως λέει, με περιεχόμενο τη νύχτα του. Το ίδιο πάσχιζε να κάνει και νωρίτερα ο Μήτσος, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας επινοημένος χαρακτήρας του αφηγητή μας. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο αφηγητής μας ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Χρήστος ο ένας, Χρήστος κι ο άλλος. Σε αυτή τη θεωρία συμπράττει και η επιλογή του ομοδιηγητικού αφηγητή... Πιθανολογώ ωστόσο πώς πρόκειται για τρικ που αποσκοπεί στο να ενταθεί η σύγχυση μεταξύ φαντασίας/πραγματικού και μυθοπλασίας/ βιωματικής γραφής. Το «Παρά μονάχα στην περιπλάνηση» είναι ένα σκληρό βιβλίο, με μουντή ατμόσφαιρα, από την οποία δε λείπουν οι αυτοκτονικές σκέψεις. Συγχρόνως όμως αποτελεί και ένα ταρακούνημα για τις ομορφιές της ζωής. Τέλος είναι εξαιρετικά σημαντικό το θέμα που θίγει και η συζήτηση που επιδιώκει να ξεκινήσει σχετικά με την περιθωριοποιήση και την ιδρυματοποιήση. *Γραμμή υποστήριξης σε περίπτωση που αισθάνεσαι μόνο ή ανησυχείς για κάποιο δικό σου άτομο – κάλεσε 1018, ή στείλε e-mail στη διεύθυνση [email protected] ** Επίσης, ίσως σε ενδιαφέρει να δεις και εδώ για μία σειρά ζητημάτων σχετικά με τη ψυχική υγεία protovouliapsy.blogspot.com
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
September 2022
Categories
All
|