by Κώστας Θεοχάρης Το 5ο Athens Open Air Festival άνοιξε με τον «Κινηματογραφιστή» του Μπάστερ Κίτον στον Ναό του Ολυμπίου Διός. Για να επισφραγιστεί η νοσταλγική αύρα, το κλασικό φιλμ συνόδευσαν λάιβ μουσικοί, σε αναβίωση της παράδοσης του βωβού κινηματογράφου. Διευθυντής της ορχήστρας και συνθέτης του πρωτότυπου μουσικού χαλιού ήταν ο ανερχόμενος Έλληνας Theodore. Μετά από κάποιο στρίμωγμα στην είσοδο, λίγα αυτοσυγχαρητήρια από τους ιθύνοντες και την προβολή ενός απελπισμένου τουριστικού σποτ, η ταινία ξεκίνησε. Η λιτή πρωτοτυπία του εγχειρήματος φάνηκε μέσα στα πρώτα δευτερόλεπτα: η μουσική του Theodore είναι ένα μελαγχολικό αστρικό τοπίο, με βαρείς ρυθμούς και γλυκές μελωδίες στις πρίμες νότες του πιάνο σαν απόηχους κάποιας ελαφρώς διαταραγμένης παιδικής ηλικίας. Και φυσικά ο «Κινηματογραφιστής» είναι κωμωδία, με το ένα γκαγκ να διαδέχεται το άλλο, καθώς ο πρωταγωνιστής σκουντουφλάει, πέφτει, κακοποιεί την κάμερά του και φαίνεται να επιλέγει κάθε φορά τη λάθος στροφή. Το χτυπητό αυτό οξύμωρο φάνηκε σχεδιασμένο να θίξει το παλιό προαίσθημα ότι η τραγωδία ενέχεται στην κωμωδία, ότι το γέλιο δεν είναι παρά η αδύναμη κρούστα όπου κλωθογυρίζει και κλωτσά, σαν το μωρό της Ρόζμαρι, η αγωνία και η κατάθλιψη.
Η σύνδεση αυτή δεν είναι νέα, όπως η πρόσφατη ποπ κουλτούρα καταφάσκει. Στο “Free Four” των Pink Floyd ο Γουότερς τραγουδά στίχους όπως “You shuffle in the gloom of the sickroom and talk to yourself as you die” ενώ η μπάντα τον συνοδεύει πρόσχαρα με μία από τις πιο ανέμελες, παιδικές της μελωδίες, στους “Watchmen” του Άλαν Μουρ ο ψυχίατρος συμβουλεύει τον ασθενή του που παραπονιέται ότι η ζωή είναι σκληρή και άδεια μία επίσκεψη στον διάσημο διασκεδαστή Pagaliacci, μόνο για να αποδειχθεί ότι ο ασθενής είναι ο ίδιος ο Pagaliacci, ενώ κλόουν και μουσικά κουτιά, προορισμένα για το γέλιο, ξεπηδούν στο ένα θρίλερ μετά το άλλο και έχουν πια συνδεθεί στο υποσυνείδητό μας με τη φρίκη. Κωμωδία και δράμα συναντιούνται και κάνουν ανακωχή στην ζώνη της ειρωνείας. Λίγοι καλλιτέχνες ενσαρκώνουν την ειρωνεία αυτή πιο αφοπλιστικά από τον Μπάστερ Κίτον, τον Κωμικό που Δεν Γελάει. Στα κλασικά του βωβά έργα της δεκαετίας του είκοσι ο Κίτον τοποθετεί τους χαρακτήρες του εν μέσω των πιο απίστευτων αντιξοοτήτων, και όμως κάθε ένας από αυτούς μοιάζει να αντιμετωπίζει το χάος με σχεδόν αποξενωτική αυτοπειθαρχία και στωικότητα. Ενώ ο σύγχρονός του Τσάπλιν ήταν ένα σφουγγάρι συναισθημάτων, που παλλόταν από αγωνία και κατάπληξη, αναλυόταν σε λυγμούς μέσα στην αυτολύπησή του και τέλος σε αφόπλιζε χαμογελώντας, ο Κίτον παρέμενε ανέκφραστος μπροστά στη σουρεαλιστική του κακοτυχία, υποδεχόμενος κάθε πρόβλημα με την ίδια ατσούμπαλη επινοητικότητα. Και μας προκαλούσε να γελάσουμε μαζί του. Ο Κίτον ήταν επαγγελματίας γκαφατζής από την πολύ αρχή. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι γονείς του ήταν υποκριτές του βαριετέ (vaudeville) και από ηλικία τριών ετών τον ενσωμάτωσαν στα νούμερά τους. Έγιναν γνωστοί ως The Three Keatons με μία απλή, βίαιη ρουτίνα –ο Μπάστερ θα προσπαθούσε να μπλέκεται στα πόδια του πατέρα του όσο περισσότερο γινόταν κι εκείνος θα τον εκτόξευε σε διάφορα σημεία της σκηνής σε απάντηση, ενώ το ακροατήριο ούρλιαζε από ευχαρίστηση. Η θητεία του στο θέατρο ποικιλιών εκπαίδευσε τον Κίτον στις απατηλές καλωδιώσεις της βόμβας του κωμικού timing. Του έμαθε επίσης ότι μία κλωτσιά δεν φέρνει από μόνη της την άνοιξη. Στον πρώτο του βιογράφο Ρούντι Μπελά διηγείται: «Κάτι παράξενο άρχισε να αναπτύσσεται. Αν φώναζα άουτς κανείς δε γελούσε. Αν δεν φώναζα καθόλου κανείς δε γελούσε. […] Οπότε ο πατέρας μου μου έμαθε ένα κόλπο: αν μετρούσα από μέσα μου αργά ως το δέκα, μετά έπιανα το σημείο που με είχε κλοτσήσει και τότε άρχισα να φωνάζω, το κοινό σπάραζε. Σαν η κλωτσιά να έκανε πέντε δευτερόλεπτα να ταξιδέψει απ’ τον πισινό στο κεφάλι μου. Ήμουν o Αργός (Slow Thinker), φαντάζομαι. Το κοινό λατρεύει τον Αργό». Στο επίκεντρο του «Κινηματογραφιστή» βρίσκεται ένας τυπικός «Μπάστερ», ένας ατζαμής, ένας πραγματικός «αργός στοχαστής», που πασχίζει να κερδίσει το κορίτσι μέσα σε ένα αναδευόμενο, κακιασμένο σύμπαν που μοιάζει να τα έχει βάλει μαζί του. Δεν είναι ηλίθιος, ούτε ξεφτέρι, η νοημοσύνη του είναι μόνο ελαφρώς κατώτερη του μέσου όρου –ένας καθημερινός άνθρωπος αντιμέτωπος με έναν κόσμο γεμάτο αντικείμενα έτοιμα να πέσουν στο κεφάλι του, ένα μόνιμο worst-case-scenario. Είναι εύκολος στο να τον συμπαθήσεις –αδέξιος, επίμονος και ερωτοχτυπημένος, καθώς τα πάντα καταρρέουν. Πόσοι από μας δεν έχουμε φαντασιωθεί την απολύτως χειρότερη πιθανή έκβαση των πραγμάτων, δεν μας έχουμε τοποθετήσει νοερά στον πάτο του βούρκου, για να επακολουθήσει η ανακουφιστική σύγκριση αυτής της ακραίας δυστυχίας με την πραγματικότητα; Ο οραματισμός της αποτυχίας γίνεται ηδονικός –τα πράγματα σίγουρα αποκλείεται να πάνε τόσο άσχημα. Ο Μπάστερ στον «Κινηματογραφιστή» βρίσκεται ακριβώς στο μάτι αυτής της υπερφυσικής καταιγίδας, υποκείμενος τις πιο γκαντέμικες συνέπειες. Είναι το αγαπημένο κλοτσοσκούφι μίας χαιρέκακης νομοτέλειας. Έτσι, με κάθε σκουντούφλημά του τον αγαπάμε ακόμα περισσότερο –μας θυμίζει εμάς (άλλωστε αρέσει και σ’ αυτόν μία κοπέλα ομορφότερή του!) αλλά είναι κάπως πιο χαζούλης και αρκετά πιο άτυχος. Κάθε σκηνή υπόσχεται πως «υπάρχουν και χειρότερα» και μετά απλώνει τα χειρότερα πάνω στο τραπεζομάντηλό μας. Το πρότυπο αυτό χαρακτήρα δεν περιορίστηκε στις βωβές μέρες. Ο ατζαμής, συνήθως όχι ιδιαίτερα χαρισματικός ή όμορφος “geek” επανέρχεται στις χολυγουντιανές κωμωδίες ζητώντας χαμόγελα συμπάθειας όταν μόνο τέτοια δεν παίρνει από την τύχη του. Ο Άνταμ Σάντλερ, ο Τζιμ Κάρεϊ, ο Σεθ Ρόγκεν, ο Μάικλ Σέρα συχνά παίζουν «καθημερινούς ανθρώπους» με καθημερινούς πόθους και καθημερινά κόμπλεξ απέναντι σε πραγματικότητες σχεδόν καφκικές στην αναλγησία τους. Και η αποτυχία γίνεται πάρτι, όσο πιο “awkward” είναι η κωμική περίσταση. Κατά κάποιο τρόπο, οι χαρακτήρες αυτοί βρίσκονται στον αντίποδα των πιο κλασικών «μάτσο» καταφερτζήδων του σινεμά, των Τζέιμς Μποντ και των Σούπερμαν, που αναδύονται από το χάος πάντα αγρατζούνιστοι, με μία ατάκα και ένα μανεκέν. Και τα δύο πρότυπα ικανοποιούν φαντασιώσεις: ο Τζέιμς Μποντ είναι αλάνθαστος και καύλα, είναι αυτός που θα ευχόμασταν να είμαστε, ενώ κάποιος σαν τον παρθένο σαράντα ετών (από την ταινία του Τζαντ Άπατοου) είναι κάποιος που μας μοιάζει περισσότερο αλλά που πρέπει να αντιμετωπίσει πολύ χειρότερα σκατά απ’ ό,τι εμείς. Ο πρώτος τονώνει την αδρεναλίνη μας, με τον δεύτερο γελάμε και γελάμε. Οι μινόρε συγχορδίες και οι χαμηλές δυναμικές της μουσικής του Theodore ενοχλούν την εμπειρία της κωμωδίας όπως την έχουμε όλοι στο μυαλό μας. Η ορχήστρα θρηνεί με τις πτώσεις και τα παθήματα του Μπάστερ αντί να τα ενθαρρύνει. Ξαφνικά, η φιγούρα του κινηματογραφιστή που το τελευταίο που ξέρει είναι να χρησιμοποιεί την κάμερά του από αξιαγάπητη γίνεται ελαφρώς θλιβερή. Να ένας άνθρωπος που το μόνο που θέλει είναι να καταφέρει μία νόστιμη κοπέλα, και μία ορδή από κομπλεξικά αφεντικά, καχύποπτους μπάτσους και πολεμοχαρείς Ασιάτες παρατάσσονται στο δρόμο του ενώ αυτός συνεχώς παραπατά. Τώρα το αγέλαστό του πρόσωπο φαντάζει φυσιολογική απάντηση στη ζωή του –δεν υπάρχει τίποτα για να ξεκαρδιστεί κανείς. Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι μανούβρες από δω κι από κει μπας και αποφύγει τις γροθιές και τους μετεωρίτες. Φυσικά, η ταινία είναι κωμωδία, ο χαρακτηρισμός της ως τέτοιας μας επιτρέπει να γελάσουμε, αλλά η ενορχήστρωση θα μας προκαλούσε ενοχές αν το κάναμε. Ο Theodore έχει αρπάξει απ’ τα χέρια του Μπάστερ το πούπουλο που γαργαλούσε τη χαιρεκακία μας και το έχει στρέψει στην ενσυναίσθησή μας. Κι έτσι η ψυχρή μάσκα του Μπάστερ μεταμορφώνεται στο πρόσωπο ενός τραγικού ήρωα. Πιστέψαμε πως η απάθειά του ήταν δείγμα άγνοιας –εμείς, το ασφαλές κοινό, μπορούσαμε να δούμε τα ύπουλα γρανάζια που περιστρέφονταν γύρω του, και η επικείμενη παγίδευσή του μας ερέθιζε, ενώ εκείνος απλά δεν είχε ιδέα. Αλλά όταν το –μουσικό– πλαίσιο παραλλάσσει, βλέπουμε ότι η έλλειψη συναισθήματος ήταν ένας πεισματάρικος, καθημερινός ηρωισμός. Ο Μπάστερ είναι αγέλαστος όχι επειδή του λείπει το χιούμορ ή η βασική κατανόηση, αλλά επειδή είναι υπερβολικά αυτοσυγκεντρωμένος στο να αναχαιτίζει τον όλεθρο μετά τον άλλον. Στο έργο του φωλιάζει μία μασκαρεμένη συμπόνοια για την ανθρώπινη εμπειρία. Ο ήρωάς του ένας επιλυτής προβλημάτων, ένας πολεμιστής χωρίς παράσημα, ανήσυχος και μόνος. Αλλά δαγκώνει πίσω τα γρανάζια.
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
September 2022
Categories
All
|