από τη Δήμητρα Τζανάκη Η συγκεκριμένη ομιλία γράφτηκε στα πλαίσια της βιβλιοπαρουσίασης του Σ. Άλμπαντρος «ελαττωματικό αγόρι», εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2022, που έγινε στις 13 Μαΐου στο βιβλιοπωλείο ΑΜΟΝΙ. Το ανά χείρας βιβλίο μάς δίνει την ιστορία ενός «ελαττωματικού» αγοριού, έτσι όπως μεγαλώνει κάθε μέρα με ερωτήματα όπως γιατί η γνώση και η ανακάλυψη φτιάχτηκε μόνο από Δυτικούς άντρες; «Όλοι οι εξερευνητές ήταν αγόρια. Γιατί; Δεν είχαν φίλες εξερευνήτριες να εξερευνήσουνε μαζί όπως εγώ; Σηκώνω το χέρι να ρωτήσω την κυρία». Και έτσι απλά, με ερωτήσεις μιας καθημερινότητας, προχωρά ψηλαφητά να μας ξετυλίγει μέσα από την προβολή μιας εσωτερικής σύγκρουσης απαντήσεις στο γιατί ακόμη ο κόσμος μας χωρά τόσο πόνο, αφού η δασκάλα με ευκολία απαντά για την ταξινόμηση της ζωής σε αρρενωπή και σε θηλυκή: «όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί σε κάτι. Τα αγόρια είναι πιο δυνατά και καλύτερα με τους αριθμούς, και τα κορίτσια είναι πιο ευαίσθητα και καλύτερα στη ζωγραφική». Και έτσι μένουμε να διαβάζουμε για αυτά τα υλικά ενώπιον ενός συστήματος με δύο όρους, εντός του οποίου χωράνε οι πιο «αρρενωποί», και με αυτή την αλήθεια που χτίστηκε με αυθαίρετο τρόπο· το ελαττωματικό αγόρι προσπαθεί να βρει δρόμους διεξόδου: «Όμως η Σοφία είναι καλύτερη και στους αριθμούς και στη ζωγραφική. Και είναι και η καλύτερη εξερευνήτρια γιατί ξέρει όλους τους πλανήτες! Γιατί δεν είναι και αυτή στην τηλεόραση να τη βλέπουμε;» λέω. Η δασκάλα σκέφτεται. Πρώτη φορά τη βλέπω να σκέφτεται τόσο πολύ. Νόμιζα ότι η δασκάλα τα ήξερε όλα. Λάθος έκανα». Έτσι, μπροστά μας, αρχίζει να ξετυλίγεται η εικόνα ανάμεσα στους διάφορους κοινωνικούς δρώντες, την μητέρα, τον πατέρα, τις φίλες αλλά και αυτό τον Οιδίποδα που καραδοκεί στα παιδικά δωμάτια «Τι κάνεις εκεί, με τις κούκλες παίζεις;!» ουρλιάζει. -Όχι, όχι μαμά, φαίνεται Μπάρμπι, αλλά στην πραγματικότητα είναι ο Γκοτζίλα! Ρώτα και τις φίλες μου!» της λέω αλλά δεν με πιστεύει. Με δέρνει και με παίρνει να φύγουμε». Και ο πόλεμος ξεκινά: «Σοβαρός να είσαι! Ολόκληρος άντρας θα γίνεις!» λέει η μαμά. Της μαμάς δεν της αρέσει όταν είμαι χαρούμενος, θέλει να είμαι σοβαρός σαν παρουσιαστής ειδήσεων. Εμένα όμως δεν μ’ αρέσουν οι ειδήσεις». Και σε αυτή την ανυπόφορη σοβαρότητα, το ελαττωματικό αγόρι ανακαλύπτει τον κόσμο της ρευστότητας του καρναβαλιού. Εκεί όπου η ετεροτοπία δεν αναγνωρίζει ταξινόμηση και ιεράρχηση της ζωής, σε άξια και σε ανάξια, αρρενωπή και θηλυπρεπή, αλλά παραμένει βαθειά συμπεριληπτική και ανθρώπινη και έτσι το ελαττωματικό αγόρι, διαφεύγει και μετατρέπεται σε ό,τι θέλει, αποζητώντας το αρχέγονο δικαίωμα της ίδιας της ζωής: «Μπαίνουμε σε μαγαζί με αποκριάτικες στολές και θέλω να μείνω εδώ για πάντα! Θέλω να γίνω όλες οι στολές, να τις μυρίζω και να τις προσκυνάω και τις κοιτάω και τις λέω μωράκι μου. Έτσι θα πρέπει να είναι ο παράδεισος: ένα μαγαζί με αποκριάτικες στολές που περπατάς και περπατάς και δεν τελειώνει ποτέ! Όπου θα μπορείς να ντύνεσαι και να γίνεσαι ότι θέλεις: και αγόρια και κορίτσια και τα πάντα! Όχι σαν τον δικό μας παράδεισο που θα είμαστε ντυμένοι παπάδες όλη την ώρα και θα ψέλνουμε κυρ-ελέησον». Μα το καρναβάλι είναι μια ετεροτοπία όπου έξω από αυτήν καραδοκούν επιστημονικές ερμηνείες που περιβάλλονται με το κύρος της αυθεντίας «Για να δούμε την τεστοστερόνη σου [λέει ο πατέρας]. -Τι είναι η τεστοστερόνη; - Είναι η ορμόνη που σε κάνει άντρα, μπρατσαρά και δυνατό!». Μα τούτο το ελαττωματικό αγόρι δεν είναι ούτε αγόρι, ούτε κορίτσι: «Δεν είσαι κορίτσι, είσαι αδελφή!» λέει [ο συμμαθητής του ο Κώστας, όταν το ελαττωματικό αγόρι του θυμίζει ότι δεν μπορείς να χτυπήσεις κορίτσια και τελικά τον δέρνει] επειδή από αγόρι έγινε κορίτσι και έτσι ξέφυγε της φύσης και έτσι εκμηδενίστηκε και μετατράπηκε σε κάτι το ελαττωματικό για τον Κώστα, μια αδελφή-τέρας που δεν μπορεί ούτε καν ν’ αναπαράγει παιδιά. Να μια ακόμη μαγική λέξη που του μαθαίνουν ως κομμάτι της ίδιας του της ύπαρξης: «Γιατί χωρίς παιδιά, ποιος θα σε κοιτάξει στα γεράματα [του θυμίζει η μητέρα];» Και εδώ αρχίζει η δική του πάλη, να ξεφύγει λοιπόν από την ετεροτοπία της αδελφής, να μείνει αγόρι και να μεγαλώσει και να γίνει άντρας και τούτη η ενηλικίωση είναι συγκεκριμένη «Χούφτωσες καμία σήμερα; - Ναι, μπαμπά τη Σοφία. Έτσι Μπράβο». Έτσι μας έρχονται ξανά και ξανά λέξεις αδελφή, πούστης, λέξεις παρούσες στην καθημερινότητα και στο φαντασιακό μας, κάποτε μεταμφιεσμένες και άλλοτε περισσότερο ανοιχτά. Ωστόσο τούτες οι λέξεις έχουν τύχει ελάχιστης κριτικής προσοχής, με την έννοια ότι αντί μια λέξη όπως, η λέξη «αδελφή», να μας φέρνει στο μυαλό την έννοια της αλληλεγγύης, της συνοχής, εν ολίγοις αυτής της ανθρώπινης αλυσίδας που μας ενώνει, κάτι που συνιστά μια ιδέα της παγκόσμιας αδελφοσύνης μεταξύ των ανθρώπων, δαιμονοποιείται σε ανθρώπινη τερατωδία. Έτσι, ενώ η αδελφή χαρακτηρίζεται από έμφαση στους δεσμούς με την ίδια τη ζωή αλλά και από την αποδοχή των πάντων, βρίσκουμε την «έννοια της αδελφής ως μια έννοια διαστροφής και ανωμαλίας. Η αδελφή, είναι η κατάσταση των ενορμήσεων, της παθολογίας, της διάλυσης της αρρενωπότητας του Δυτικού πολιτισμού. Είναι η ύπαρξη που μετατρέπεται σε ράκος, στην κατάσταση ενός χωρίς όργανα σώματος που νεκρώθηκε από εκθηλυσμό και επομένως η κάθε αρρενωπότητα μπορεί να κάνει πάνω της ό,τι επιθυμεί. Και όλο αυτό επιδρά ακόμη και πάνω στο ελαττωματκό αγόρι. Πώς να παλέψεις με τόσους δαίμονες; «Μην κάθεσαι πάλι μόνος σου, έλα να παίξεις μαζί μας» [μου] λέει η Σοφία. Σιγά μην έρθω να παίξω μαζί σας βρωμερά κορίτσια. Εγώ είμαι άντρας δεν κάνω παρέα με γυναικούλες». Και έτσι, με τα μάτια αυτού του αγοριού βλέπουμε το πώς η παραγωγή μιας πατριαρχικής, αστικής ηθικής επιβάλλεται, θυμίζοντας μας τις παγίδες της (ύστερης) νεωτερικότητας, που φτάνουν στο πετσί μας. Από το τι τρώμε μέχρι το πώς προσεγγίζουμε τον έρωτα, το πάθος, το συναίσθημα, μη και γίνουμε γυναικούλες, αδελφές. Σε μια πόλη λοιπόν που απαγορεύεται «να εξελιχθείς από Metapod σε Butterfree στο πόκεμον πεταλούδα, για να πετάξεις μακριά από όλα αυτά», το ελαττωματικό αγόρι είναι το δόλωμα του ρατσισμού, του σεξισμού, της αναπηροφοβίας, μιας και τούτη η ανάξια ζωή θεωρείται το εμπόδιο της κοινωνίας για πρόοδο. Έτσι, ο πόλεμος γίνεται καθημερινός και τα γέλια στο δρόμο, δεν είναι παρά κομμάτι μιας άλλης αφήγησης, όπου ό,τι διαφεύγει της αστικής νόρμας και ορίζεται ως διαφορετικό ταξινομείται στον χώρο του περίγελου. Και μέσα σε αυτή τη βία, σε αυτή την ταξινόμηση της ζωής σε «άξια» και σε «ανάξια», γεννιέται η επιθυμία του ελαττωματικού αγοριού να γίνει ο Πίτερ Παν, να παραμείνει στον κόσμο των παιδιών, μιας και εκεί υπάρχει ακόμη η δυνατότητα της φαντασίας και της ανταλλαγής ρούχων και ρόλων, αφού από την άλλη η ενηλικίωση συνιστά τη σκληρή αρρενωπή πραγματικότητα. Σημαίνει στρατός, όπλα, αλλά και ένας συνεχής ανταγωνισμός αναμέτρησης των πουλιών «Και να βγάζουμε όλοι μαζί τα πουλιά μας και να δείχνουμε ο ένας στον άλλον! Και να πρέπει να βάζω το πουλί μου σε αρκουδάκια και κούκλες όπως μας λέει ο Θωμάς». Ωστόσο, σε όλο αυτό, υπάρχει η διαφυγή και το ελαττωματικό αγόρι καταφέρνει να επινοήσει αυτό το σημαίνον που συνθλίβει τις αλήθειες της πατριαρχίας και αυτό δεν είναι άλλο από το να χρησιμοποιήσει τούτες τις αλήθειες, για να ξαναπετύχει μια νέα πολυσημία «Δεν θέλω να μεγαλώσω κυρία Θεοδώρα της λέω. - Η δασκάλα μου χαμογελάει. – [Θα μεγαλώσεις] και έτσι μέσα στο μάτι του κυκλώνα σου, θα αλλάζεις χέρια, πόδια, μαλλιά, δέρμα, πρόσωπα. Θα γίνεις ό,τι θέλεις. […] Και δεν θα υπάρχει πια αυτό το σφίξιμο στην κοιλίτσα σου κάθε φορά που κάποιος λέει αυτές τις λέξεις που τότε σε πληγώσανε. Γιατί πάνω σε αυτές τις λέξεις θα έχεις γράψει νέα νοήματα και αναμνήσεις». Η ιστορία του ελαττωματικού αγοριού δεν είναι επ’ ουδενί μια ιστορία προσωπική· είναι μια ιστορία της απωκοδικοποίησης, της αποκρυπτογράφησης του απόρρητου, της αντιστροφής της πανουργίας, της επανοικείωσης μιας διαστρεβλωμένης ή καλά κρυμμένης γνώσης, που φτάνει στον πυρήνα της αντίληψης του τι συνιστά η έννοια του ανθρώπου. Πάνω απ’ όλα είναι μια άλλη αντι-αφήγηση στο ζόφο των ημερών μας, να μας θυμίζει κάθε μέρα αυτό το κομμάτι ανθρωπιάς και συμπερίληψης που η εξουσία μας στέρησε βίαια. Το μόνο που μένει λοιπόν είναι να επαναδιεκδικήσουμε την ελαττωματικότητα αυτής της αδελφής, με τρόπο περήφανο όπως η Λ. Μπέτσικα: «"Κόσμε, τι κοιτάς; σου πάτησα/ τα ιερά σου ένα προς ένα/τις εκκλησιές σου εγώ τις έφτυσα/ και μετάγιο σου ποτήρι/ Ήπια και τα πάθη μου άναψα/τα τρανά κ' έκφυλα πάθη/και ρημάχτρα εγώ σου γίνηκα,/εγώ το άθλιο το μυοντήρι./ Κόσμε τι κοιτάς; ψηλότερα/έχτισα εκκλησιές καινούργιες/πουχουν λειτουργούς τρανότερους/τ' Όμορφο και την Αλήθεια./ Έκφυλη, μεγάλη κ' έκφυλη/ το σταυρό σου κάμε, κόσμε,/κι όλα τα ιερά σ' τα πάτησα/κι όλα σου τα παραμύθια [Λ. Μπέτσικα, «Έκφυλη»]-αδελφή…
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
September 2022
Categories
All
|