by Πόλλυ Βαρελοπούλου «Καλύτερα να είμαι στάχτη παρά σκόνη! Καλύτερα η σπίθα μου να γίνει φλογερή φωτιά παρά να τηνε πνίξει το σαράκι. Καλύτερα να είμαι ένας θεσπέσιος διάττων, το κάθε άτομό μου να λάμπει θαυμαστά, παρά ένας κοιμισμένος, αιώνιος πλανήτης. Σκοπός του ανθρώπου είναι να ζει, όχι να υπάρχει. Δεν θα χάσω τις μέρες μου πασχίζοντας για να τις παρατείνω. Το χρόνο μου εγώ θα τον αναλώσω.» Jack London (1876-1916) Το σημείωμα αυτό ήταν μάλλον το δεύτερο πράγμα που μου τράβηξε την προσοχή καθώς διάβαζα πρόχειρα τα οπισθόφυλλα στο βιβλιοπωλείο Φαρφουλά στη Μαυρομιχάλη. Ήταν όλα σε προσφορά 5 και 7 ευρώ και είπα να ρίξω μια ματιά αν και χωρίς πολλές ελπίδες. Το πρώτο ήταν ο συγγραφέας και ο τίτλος: Jack London, Όταν ο Θεός γελά. Λίγα χρόνια πριν το μότο «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο θεός γελά» ήταν μακράν το αγαπημένο μου. Ακόμα μου φαίνεται ιδιαίτερο και έξυπνο αν και πιο μετριασμένα. Ίσως γιατί πιστεύω πολύ περισσότερο στη δύναμη που έχει ο καθένας να χαράζει το δρόμο του με τις επιλογές του. Τέλος πάντων.
Θα μεταβώ απευθείας στην παραδοχή πως, διαβάζοντάς το, με εξέπληξε ιδιαίτερα. Τον συγγραφέα τον ξέρουμε ήδη από τα παιδικά μας χρόνια χάρη στο Κάλεσμα της άγριας φύσης και τον Ασπροδόντη, κυρίως, αλλά και τις αντίστοιχες μεταφορές στην μικρή και μεγάλη οθόνη. Αλλά αυτό το μικρό βιβλιαράκι των 5 ευρώ, για το οποίο δεν είχα ακούσει ποτέ, κρύβει μέσα του τόσους χαρακτήρες και κόσμους, πλασμένους με γνήσια πείρα και δεξιοτεχνία, που πραγματικά του αξίζει μια ακόμα αναφορά. Το εν λόγω βιβλίο, λοιπόν, εκδοθέν – στην Ελλάδα – το 2010 από τις εκδόσεις Φαρφουλάς, αποτελείται από 11 διηγήματα με εξίσου ιδιαίτερους τίτλους. Το πρώτο διήγημα φέρει τον ίδιο τίτλο με το βιβλίο και η πρώτη μας επαφή με αυτή τη συλλογή διηγημάτων είναι μάλλον ρομαντική. Ένας καλλιτέχνης, σε συζήτησή του με μια πολύ καλή φίλη απαγγέλλει επί λέξη το περιεχόμενο ενός ημερολογίου. Σας δίνω μια ιδέα: «Γιατί, αλήθεια, αυτή η αφηρημένη φωνή, αυτός ο ψίθυρος του λυκόφωτος, αυτή η τόσο γλυκιά δροσοστάλακτη ανάσα, αυτός ο πυρόφτερος λαουτιέρης που κανείς δε βλέπει παρά μόνο μια στιγμή, σε ένα ιριδισμό χαράς του ουράνιου τόξου, ή σε ένα ξαφνικό απαστράπτον σπινθήρισμα του πάθους, αυτό το εξαίσιο μυστήριο που το λέμε Amor εμφανίζεται, τουλάχιστον σε κάποιους συνεπαρμένους οραματιστές, όχι με ένα τραγούδι στα χείλη που να μπορούν όλοι να ακούν ή με εύθυμα λαϊκά βιολιά, αλλά σαν σκοπός βγαλμένος από την έκσταση, άλαλος μες στην ευγλωττία του απ' τον πόθο.» Οι συγγραφείς επιλέγουν συχνά να εκφράσουν τις δικιές τους ιδέες με τη δική τους ευγλωττία και ευαισθησία μέσα από τον προφορικό ή γραπτό λόγο κάποιου χαρακτήρα τους και εδώ αυτή η προσπάθεια είναι τόσο πηγαία και όμορφη, έως χαριτωμένη. Είναι σαν κάποιον που θέλει να εκφράσει τις βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματά του, ένας ποιητής που έχει δουλέψει την ίδια και την ίδια φράση ξανά και ξανά μέχρι να γίνει τέτοια που να συμπυκνώνει στην πιο άρτια μορφή όλα όσα θέλει να πει αλλά τελικά ντρέπεται και επιλέγει ένα μόνον χαρακτήρα σε ένα μόνο ποίημα να μιλήσει έτσι. Μια φορά. Εδώ, πρόκειται για την περιγραφή ενός ζευγαριού που συλλαμβάνει μια ιδέα – καταραμένες ιδέες, λέει – για να ξεγελάσει το θεό του έρωτα. Αν και στα χείλη του «η φιλοσοφία του έρωτά τους κατακρεουργείται», μας περιγράφει τη διαφορετική αντίληψη και ενσάρκωση των εννοιών κορεσμός και ιδιοκτησία. Το ζευγάρι, τρελό από έρωτα, αποφασίζει να διασώσει αυτό το συναίσθημα με το να μη φιληθεί ποτέ. Ζώντας έτσι τη φρεσκάδα του πόθου καθημερινά και κοροϊδεύοντας τους θεούς απέφευγαν τον κορεσμό και τον θάνατο που θα τον ακολουθούσε. Μια μέρα όμως, και ενώ το ζευγάρι νόμιζε ότι καλά είχε στήσει τους κανόνες του παιχνιδιού, οι θεοί βαρέθηκαν και κοίταξαν αλλού. Ο πυρόφτερος έφυγε χωρίς προειδοποίηση και το ζευγάρι κοιτάχτηκε με ένα εκκωφαντικό κενό και με χείλη ανέγγιχτα του ενός από του άλλου. Έτσι ποιητικά, λοιπόν, έχει χτιστεί ένα σκηνικό και μια φλογερή σχέση, που όσο να 'ναι καίει και εμάς, και που καταληκτικά και χωρίς περιθώρια φτάνει να μετατραπεί στην εξής παραδοχή: «Ποτέ δε νικάμε. Καμιά φορά νομίζουμε ότι νικάμε. Δεν είναι παρά ένα μικρό αστειάκι των θεών.» Στη δεύτερη ιστορία υπό τον τίτλο «Ο αποστάτης» πρωταγωνιστούν 2 χαρακτήρες: μια μητέρα βασανισμένη, με τύψεις αλλά και φιλοδοξίες για τα παιδιά της, με άγχος και αγωνία να κάνει το καλύτερο που μπορεί, να τους δώσει το καλύτερο που μπορεί για να ακολουθήσει το καθένα το δρόμο του. Ναι, sounds familiar, αλλά εδώ προστίθεται και η εξίσου, αν όχι περισσότερο, βασανισμένη φιγούρα του μεγάλου αδερφού. Μια φιγούρα αξιοθαύμαστα εργατική και υπομονετική. Το πλάνο της μάνας είναι να συνεχίσει να δουλεύει εκείνος – και εκείνη βέβαια – ώστε ο αμέσως μικρότερος αδερφός, ήδη πιο γεροδεμένος, να συνεχίσει το σχολείο και τις σπουδές του και βέβαια να συνεχίσει η φτωχική αυτή οικογένεια να ενισχύεται οικονομικά και από τα λίγα έσοδα του πρώτου. Ο ίδιος όμως κάνει την επανάστασή του και αυτή είναι η αφορμή για να ξεδιπλωθεί η ψυχολογία και η πραγματικότητα αυτού του ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που μετά από ατελείωτες ώρες δουλειάς και… 25 εκ. κινήσεις το χρόνο φτάνει στα όριά του. Τόσο που το μόνο που ζητάει πλέον είναι να πάψει να κινείται. Τόσο που δεν τον νοιάζει το μέλλον της οικογένειάς του. Εγωισμός; Αν καταφέρετε να γνωρίσετε αυτόν τον χαρακτήρα και να τον κρίνετε έτσι αρνητικά σας βγάζω το καπέλο. Όχι γιατί πιστεύω ότι δεν έχει πταίσμα να του προσάψεις αλλά γιατί έτσι όπως τον έχει πλάσει ο συγγραφέας θα ήταν μια κριτική τουλάχιστον μονόπλευρη. Όπως και αν το κρίνετε εσείς εγώ θα καταλήξω στο ότι πρόκειται για την περιγραφή ενός ανθρώπου που, με τον τρόπο του, βρίσκει την ευτυχία και επιτέλους χαμογελά· έστω και μέσα στο σκοτάδι. Συνεχίζοντας, «Το παλιοθήλυκο» αποπνέει ιδιοσυγκρασίες και καθωσπρεπισμούς μιας παλιότερης εποχής με τα στερεότυπα που πάνω κάτω γνωρίζουμε, γιατί αλίμονο αν είχαμε κάνει τόση πρόοδο και τα είχαμε εξαλείψει. Ναι, irony intended. Ούτε λίγο ούτε πολύ, πρόκειται για μια γυναίκα που της παίρνει όλο το κεφάλαιο για να παραδεχτεί κάτι που σε μας θα φάνταζε γελοίο. Έχει και αυτό το ενδιαφέρον του όμως και βέβαια ας μην ξεχνάμε περιγραφές χαρακτήρων και συναισθημάτων, που γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα στη θέα του έρωτα, σε βιβλία της Μπροντέ για παράδειγμα. Να αναφέρω σελίδες; Καλύτερα όχι. Στα επόμενα 3 κεφάλαια παρελαύνουν κλέφτες, αδέρφια και ναυτικοί σε σκοτεινά σοκάκια, κέντρα απεξάρτησης αλκοολικών και καράβια με τη μπαστέκα τους να λύνεται μυστηριωδώς. Όλα αυτά υπό τους τίτλους: Ένα κομμάτι κρέας, Εποίησεν αυτούς και Πλους προς δυσμάς. Ένας ιδιότροπος χειρούργος χωρίς συναισθήματα και τιμή για την ανθρώπινη ζωή, με μόνο πάθος τις πιο ιδιαίτερες και δύσκολες ιατρικές περιπτώσεις κάνει την εμφάνισή του στη Semper Idem (=πάντα ο ίδιος), την έβδομη κατά σειρά ιστορία τιτλοφορημένη τη φράση του ρωμαίου ρήτορα και πολιτικού Κικέρωνα. Στην όλη ιδιαιτερότητα αυτού του κεφαλαίου προστίθενται οι συμβουλές για μια πιο επιτυχημένη... αυτοκτονία ενώ ο Δρ Μπίκνελ κάνει τα πάντα για να ισοφαρίσει με έναν συνάδελφό του. Η 8η ιστορία μοιάζει με παραμύθι βγαλμένο από τις παραδόσεις της Κορέας ή, με το αρχαίο της όνομα, της Τσο-σεν. Περιγράφει τη δολοπλοκία ενός ματαιόδοξου και πανούργου πολιτικού εν ονόματι Γι Τσιν Χο για να εξασφαλίσει στον εαυτό του μια θέση στην Ιερά Πόλη και πολλά χρόνια ευημερίας. Με διάθεση σατυρική, το «Μια μύτη για το βασιλιά» συνδυάζει στοιχεία παραδοσιακών αφηγήσεων με ανθρώπινες αδυναμίες αλλά και δυνατότητες. Στο «Φράνσις Σπέϊτ (μια αληθινή ιστορία ξαναειπωμένη)» ο J. London παίζει πάλι με τα όρια και τις αδυναμίες του ανθρώπου, τη μανία και το φανατισμό που μπορούν να τον κυριεύσουν. Είναι, νομίζω, η πιο μαύρη ιστορία που θα βρείτε σε αυτό το βιβλιαράκι και το τέλος της είναι απλά το κερασάκι στην μακάβρια τούρτα που έπλασε ο London. Στο «Ένα παράξενο απόσπασμα», την προτελευταία ιστορία του When God Laughs, βίωσα ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη. Αμέσως μετά την μακαβριότητα που τελέσθη επί του πλοίου Φράνσις Σπέϊτ έρχεται μια ωδή στον γραπτό λόγο, στην αξία της εκπαίδευσης πάνω στην ανάγνωση και γραφή και στην ιδέα της ελευθερίας που «ουδέποτε ενεκρώθη εντελώς». Όλα αυτά υφασμένα σε ένα φανταστικό (;) κόσμο κεφαλαιοκρατίας, ολιγαρχίας και επακόλουθων απαγορεύσεων όπου οι λίγοι θαρραλέοι μεταδίδουν προφορικά στον επί τούτου αμόρφωτο λαό ιστορίες ελπίδας και ενθάρρυνσης για αλλαγή. Το διήγημα παρουσιάζεται ως απόσπασμα από κάποιο ιστορικό αρχείο και περιγράφει όλο το σχέδιο αλλαγής του καθεστώτος από τους καταπιεσμένους. Το διηγείται ένας από αυτούς τους λίγους θαρραλέους που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο να αφηγείται αυτή την ιστορία, να εμπνέει τους συνανθρώπους του και να μαθαίνει να διαβάζουν και να γράφουν. Και φτάνω, επιτέλους, και στην τελευταία ιστορία. Ελπίζω να μη σας κούρασα. Τίτλος: Για μια μπριζόλα. Και ενώ ο τίτλος ίσως να απωθεί ή απλά να είναι αδιάφορος για ορισμένους από τους αναγνώστες, το περιεχόμενο εκπλήσσει ευχάριστα. Η έκπληξη αυτή έγκειται στο πλέξιμο των 2 ρινγκ: του μποξ και της ζωής. Πρωταγωνιστής ένας εξουθενωμένος μποξέρ που ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στα 2 και που καλείται να δώσει έναν ακόμα αγώνα. Ο πραγματικός αγώνας, όμως, τοποθετείται ανάμεσα στην Ηλικία – που όλο μεγαλώνει – και στη Νιότη – που μένει πάντα νέα. Παραθέτω ένα απόσπασμα γιατί τα δικά μου λόγια είναι περιττά: «Στο κατατσακισμένο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο πικρής συγκίνησης, ενώ συνέχιζε να κρατάει δυνάμεις με τον ζήλο που διαθέτουν μόνο τα Γηρατειά. Ο Σάντελ συμβόλιζε τη Νιότη κι ανάλωνε τη δύναμή του με την αφειδή εγκατάλειψη της Νιότης. Ο Κινγκ συμβόλιζε τη στρατηγική μέσα στο ρινγκ, τη σοφία που γεννιέται έπειτα από μακρούς, οδυνηρούς αγώνες. » Το βιβλιαράκι τελείωσε, η συλλογή δεν έχει άλλα διηγήματα αλλά να που γεννήθηκε ένα αρθράκι ίσα ίσα για να γίνει πιο στέρεα και η δική μου άποψη για αυτό, να εκτονωθούν τα συναισθήματα και να παρακινηθεί ως προς την ανάγνωσή του ο κάθε αναγνώστης που έφτασε μέχρι εδώ. Σας παροτρύνω, λοιπόν, να περάσετε και σεις από όλους αυτούς τους κόσμους, να γνωρίσετε όλους αυτούς τους χαρακτήρες και κυρίως να εκτιμήσετε όχι μόνο την αστείρευτη φαντασία του London, την προσωπικότητά του που έμμεσα αναδεικνύεται – με τις ιδεολογίες, τα ιδανικά και τα βιώματά του – αλλά και την ικανότητά του να χτίζει κόσμους και ψυχοσυνθέσεις χαρακτήρων μέσα σε ένα βιβλίο 17x12 cm και 192 σελίδων. (Σ.σ. μπαστέκα: μηχανικὴ κατασκευὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται, σἐ συνδυασμὸ μὲ σκοινιὰ, γιὰ τὴν ανύψωση βαρῶν.) Πληροφορίες -για όσους ενδιαφέρονται- Εκδόσεις Φαρφουλάς: Μαυρομιχάλη 18, Αθήνα Link άλλων βιβλιοπωλείων (μπορείτε να δείτε και τις τιμές): IANOS https://www.ianos.gr/otan-o-theos-gela-0254242.html Public http://www.public.gr/product/books/greek-books/literature/translated-literature/otan-o-theos-gela/prod6640114pp/
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
September 2022
Categories
All
|