της Χριστίνας Μανωλακάκη Πήγε στο ψυγείο του και τράβηξε ένα χαρτάκι από το ημερολόγιο του – έβγαλε το Σάββατο, 3 Οκτώβρη - κοίταξε από τη πίσω μεριά του, είχε μια συνταγή για «τούρτα παγωτό χειμωνιάτικη». Αν είχα κονιάκ, θα το έπινα, σκέφτηκε, καθώς το βλέμμα του εξέτασε βιαστικά τις οδηγίες και τα υλικά της συνταγής. Ύστερα τράβηξε και άλλο χαρτάκι – αυτό της Κυριακής, 4 Οκτώβρη – πίσω βρισκόταν αυτή τη φορά, γραμμένη μια συνταγή για ρεβυθοκεφτέδες. Πήρε τα δύο χαρτάκια στο δεξί του χέρι, πράγμα που τον έκανε να προσέξει πόσο είχε μακρύνει το νύχι του αντίχειρα του, όλα τα νύχια του, για την ακρίβεια. Αδυσώπητα που περνάει ο καιρός, συλλογίστηκε, και μετέφερε τα δύο κομμένα χαρτάκια από το ημερολόγιο του στο συρτάρι του κομοδίνου του. Ένα κομοδίνο από ξύλο, Άρ Ντεκό, κάποτε το χαιρόταν να το έχει στο δωμάτιο του, τώρα καλυμμένο με χάπια κάθε λογής και ταλαιπωρημένο από τα χρόνια του φαινόταν σκουπίδι. Άνοιξε το συρτάρι, κάθισε δίπλα στο στρώμα του κρεβατιού του και άρχισε να μετρά όλα τα χαρτάκια που είχε εκεί μέσα, με τα δύο νέα, ήταν πλέον 51. 51 μέρες χωρίς νέα της λοιπόν. Τακτοποίησε τα χαρτάκια πάλι πίσω στο συρτάρι, πήγε προς το μπάνιο, στάθηκε λίγο απέναντι από τον καθρέφτη, έβρεξε λίγο την παλάμη του και τακτοποίησε κάποιες τρίχες από τα μαλλιά του που πετούσαν. Πήρε και το νυχοκόπτη και έκοψε με αργές και προσεχτικές κινήσεις τα νύχια των χεριών του. Πήγε έπειτα στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο, που είχε μόνο μπύρες. Όλα καλά, μπύρα ήθελε έτσι κι αλλιώς, ή μάλλον ένα άδειο μπουκάλι μπύρας, αλλά σίγουρα καθόλου δεν τον χάλαγε η διαδικασία αδειάσματος. Κατευθύνθηκε στο μικρό μπαλκόνι του διαμερίσματος του, έκατσε στην πλαστική καρέκλα και άρχισε να πίνει την μπύρα του. Ήταν ένα ωραίο απόγευμα και είχε όρεξη να γράψει. Ενώ κατέβαζε γενναίες γουλιές, το αριστερό του χέρι αναζήτησε στην τσέπη του πουκαμίσου του, εκείνη στο ύψος της καρδιάς του, το μικρό μολυβάκι που είχε εκεί για να σημειώνει πάνω στο πρόγραμμα της τηλεόρασης, να λύνει σταυρόλεξα, σουντόκου και να της γράφει. Μετά σήκωσε ανόρεχτα το μισό του κώλο, ώστε να βγάλει από την κωλότσεπη ένα φύλλο τετραδίου. Είχε σημειώσει εκεί κάτι ψώνια που χρειαζόταν να κάνει, αλλά είχε μείνει αρκετός χώρος για να γράψει πρόχειρα τις σκέψεις του. Η καλή αλληλογραφία θέλει προετοιμασία, σκέφτηκε. Παρ’ όλο αυτά τα δικά της γράμματα ήταν παραφουσκωμένοι φάκελοι, γεμάτοι με αποκόμματα από περιοδικά και εφημερίδες, όπως κάποια συνταγή, τις προβλέψεις για τα ζώδια τους, ίσως κάποιο σταυρόλεξο, σουντόκου και μερικές φορές ένα μικρό-μικρό γράμμα, μια δύο σειρές να του λέει κάτι, λες και συνεχίζουν ένα διάλογο από χθες: «Η γάτα γέννησε», χωρίς να έχει αναφέρει ποτέ της πως έχει γάτα ή «ήρθανε ευτυχώς και πήρανε το πλυντήριο τις προάλλες», χωρίς να λέει πόσο καιρό είχε χαλάσει και πόσο καιρό περίμενε να της το βγάλουν από το σπίτι. Του άρεσε αυτό όμως. Είχε μια ειλικρίνεια, αλλά κυρίως ένιωθε και μια αγάπη έτσι, δεν έχουμε μυστικά, σκεφτόταν, μόνο, κάποια πράγματα τυχαίνει να μην τα έχουμε πει ακόμα. Σημείωσε στη λίστα με τα ψώνια του «Πώς πάνε τα γατάκια;», άφησε κάτω το μολύβι και έξυσε τον σβέρκο του. Σημείωσε και τον τίτλο της ταινίας που είδε πρόσφατα και ήθελε να της προτείνει (τη «Γη και Ελευθερία» του Κεν Λόουτς, γιατί είχε πει πώς της άρεσε η ιστορία), το αστείο του με το λικέρ και τη συνταγή για τη «Τούρτα παγωτό χειμωνιάτικη», κάτι για το άρθρο εκείνο στον Ριζοσπάστη (παρέμενε συνδρομητής, αν και είχε φύγει χρόνια από το Κόμμα) για την ανακύκλωση και το ρόλο της Κίνας. Γιατί κάνει τόσο καιρό να μου απαντήσει; Αναρωτήθηκε, συνήθως δεν αφήνει να περάσουν έτσι οι μέρες… ήπιε κι άλλη μπύρα. Η τελευταία γουλιά δρόσισε το λάρυγγα του και σηματοδότησε την έναρξη γραφής της κανονικής επιστολής. Ήθελε να ξεκινήσει με στόμφο. Θα τη ζήταγε να τη δει από κοντά. Ή όλα ή τίποτα. «Έκοψα τα νύχια μου – για να μην κόψω τίποτα άλλο», σιχαμένο σκέφτηκε, άχαρος συναισθηματικός εκβιασμός, χαζή, ανυπόστατη υπερβολή… το έσβησε. «Τα γεράνια μου είναι υπέροχα και πετυχαίνω τον ελληνικό, έλα μου για επίσκεψη». Αυτό πάλι το βρήκε βαρετό… ξαναέσβησε. «Μου έστειλες Σουντόκου, την προηγούμενη φορά. Το Σουντόκου στα Ιαπωνικά σημαίνει “ενιαίος αριθμός”, όπως εμείς». Το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε και το έβρισκε πετυχημένη αρχή. Το υπόλοιπο γράμμα το έγραψε με προσοχή, αλλά σε απίστευτη ταχύτητα. Τέλος, σηκώθηκε, πήγε μέσα στον μαρμάρινο νιπτήρα της κουζίνα και έπλυνε καλά το μπουκάλι μπύρας, που στη συνέχεια άφησε ανάποδα να στεγνώσει και σκέφτηκε την επόμενη μέρα. Δεν θα έστελνε το γράμμα, ποτέ του δεν της έστελνε με το ταχυδρομείο. Έκανε ο ίδιος την παράδοση. Άφηνε άδειο ένα μπουκάλι της αγαπημένης του μπύρας, με μέσα το γράμμα του, πίσω από κάτι γλάστρες της, στο χαμηλό της μπαλκονάκι. Το παν είναι το στυλ σε κάτι τέτοια. Θα πρόσεχε όμως. Θα πήγαινε ξημερώματα, να μην τον πάρει κανένα μάτι, γιατί ήξερε πως διέπραττε μια πράξη που αν δεν ήταν αμοιβαία, ήταν χυδαία και καθόλου δεν ήθελε να φαίνεται έτσι, έστω σε μάτια τρίτων. Η Μαίρη του είχε πει πόσο χαιρόταν αυτή του την κίνηση, αν και μερικές φορές χανόταν μερικές γραμμές, καθώς το χαρτί άγγιζε το βρεγμένο μπουκάλι. «Φαντάστηκα πώς έλεγες Σ’αγαπώ», του είχε πει κάποτε για ένα κενό σε γράμμα του. Έτσι το είχε πει, χωρίς σχόλιο και χωρίς, σαφώς, να του πει πώς και εκείνη τον αγαπά (κι ας είχαν χαθεί στην ουσία γραμμές που της πρότεινε γατοτροφές). Γύρισε στην πλαστική του καρέκλα και πρόσθεσε κάτι, ένα υστερόγραφο, όπου έλεγε : «Η διεύθυνση δεν είναι μόνο για γράμματα, αλλά και για επισκέψεις.» πίνακας του Frank Riccio, "Still Life Guinness"
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|