της Simone de Trier «Την είδα την ταινία που μου έλεγες και νομίζω κατάλαβα γιατί σου αρέσει», ήταν οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα του όταν απάντησα στο τηλεφώνημα του. «Είσαι το ίδιο τρολ με εκείνο το κορίτσι, αυτό που έτρωγε το αλάτι στο τοστ, περίπου όπως κάνεις κι εσύ». Στο τηλέφωνο ήταν ο Δ παλιός φίλος, συμφοιτητής, εραστής, όλα μαζί και τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως με έβαλε σε σκέψεις. Αναφερόταν στην ταινία του ’85 The breakfast club στην οποία είχα αναφερθεί σε ανύποπτο χρόνο, την περιέγραψα ως «ταινία ενηλικίωσης» και τον προέτρεψα να τη δει.
0 Comments
της Simone de Trier Βασισμένο σε ένα αληθινό όνειρο του Μ.
«Ρε αλήθεια σας λέω, τον γνώρισα, γνώρισα τον Μ» τον κοιτάξαμε και οι δυο με αμφιβολία. Ο Νίκος έστριβε τσιγάρο και εμείς τον παρατηρούσαμε, φορούσε μαύρο πουλόβερ col roulé (έτσι λένε στη Γαλλία το ζιβάγκο) και χακί κοτλέ παντελόνι, μια ατίθαση φράντζα του έκρυβε το ένα μάτι. Μόλις είχε γυρίσει από το Παρίσι όπου έκανε μια έρευνα πάνω σε ένα μουχλιασμένο θέμα και εξαιτίας αυτού έζησε τρείς μήνες ψάχνοντας σε ένα αραχνιασμένο παρισινό αρχείο. Συναντηθήκαμε για καφέ ο Νίκος, Εγώ και η Κολλητή, μήπως μας μεταφέρει λίγη παρισινή αύρα, αλλά ως τώρα μόνο η υγρασία του Σηκουάνα διαπερνούσε το λόγο του. Μας μίλησε για ένα δυστοπικό Παρίσι, που κάθε κίνηση καταγραφόταν από κάμερες ασφαλείας και καχύποπτους πάνοπλους μπάτσους. Για ένα Παρίσι φτωχοδιαβόλων, φόβου και κακομοιριάς. Για μια γκρίζα πόλη. Όσο μας μιλούσε για τη φρικτή τρίμηνη διαμονή στην πρωτεύουσα της Φραγκίας χαμογελούσε κι εμείς περιμέναμε, όχι και τόσο υπομονετικά, την ανατροπή, η οποία δεν άργησε πολύ. Άρχισε να περιγράφει ένα βράδυ που βρέθηκε καθισμένος στην μπάρα ενός καφέπίνοντας παστίς και βρίζοντας την τύχη του. της Simone de Trier *G.W.F. Hegel, Phänomenologie des Geistes (‘1807’) Κάθε φορά που τσακώνονταν Εκείνος επικαλείται επιχειρήματα από τη «Φαινομενολογία του κώλου», αξιοποιεί έναν Χέγκελ διαστρεβλωμένο, με τα πόδια πάνω, το κεφάλι κάτω και τα μάτια έξω, Εκείνη το αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια, βρίζοντας σα λιμενεργάτης σε άδεια στο λιμάνι της Μασσαλίας. Μετά Εκείνος της θυμίζει ότι είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας, ενώ Εκείνη μια απλή Ιστορικός Τέχνης (λες και η Τέχνη είναι απλή υπόθεση). Μετά Εκείνη του θυμίζει πως ένα κομμάτι χαρτί και μια κλεμμένη τήβεννος δεν αποτελούν στιβαρή απόδειξη για την ορθότητα της σκέψη του. Μετά το ένα φέρνει το άλλο και καταλήγουν γυμνοί, μαλλιά κουβάρια, στο πάτωμα. Κάθε φορά…
της Simone de Trier Nighthawks του Edward Hopper Γιατί επέλεξε αυτή ακριβώς η στιγμή για να αναμετρηθεί με την εαυτή της; Γιατί χρειαζόταν κοινό στην αναμέτρηση; Ήταν η ανάγκη της εξωτερίκευσης ή μια έκφραση μικροαστικής εντιμότητας η αποκάλυψη των δεδομένων; Τι σημαίνει η φράση «μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα»; Και τελικά πως στον π%^τσο είναι τα πράγματα;
της Simone de Trier Περπατούσε μόνη στο κέντρο της Μητρόπολης, με αυτοπεποίθηση, αγέρωχη. Δεν ήταν πρώτη φορά, άλλωστε η έτερη επιλογή θα ήταν να παραδώσει την -με δυσκολία κερδισμένη- αυτονομία της ώστε να τη συνοδεύσει κάποιος φίλος, ή κάποια φίλη. «Μα καλά δε φοβάσαι;», τη ρωτούσαν συχνά, δεν απαντούσε ποτέ, απλά χαμογελούσε κρυπτικά. Και τι να πει; «Μάγκες η ψυχούλα μου το ξέρει. Κάθε φορά που διεκδικώ το αυτονόητο δικαίωμα της ελεύθερης διάβασης η καρδιά μου συναντάει τις πατούσες μου» δε είναι δυνατόν, αυτά δε λέγονται.
της Simone de Trier «Πρώτα στο δεύτερο δεξιά και μετά στο τρίτο αριστερά; Μήπως έπρεπε να στρίψω στην προηγούμενη πλατεία; Πόσα ποτάμια έχει η Φλωρεντία;» αυτές οι σκέψεις, ανάμικτες με ευφάνταστα μπινελίκια, έρχονταν στη σκέψη Εκείνης. Βρίσκεται μόλις μια εβδομάδα στην πόλη και μονίμως χάνεται, πάει για ψώνια στην αγορά και επιστρέφει στο στούντιο κάθιδρη, τρείς ώρες μετά και σπανίως με τρόφιμα. Τουλάχιστον έχει αγοράσει δυο ζευγάρια γάντια και ένα υπέροχο φουλάρι, στην αγορά των τροφίμων έφτασε μόνο μια φορά. Το θετικό είναι πως ανακαλύπτει κομμάτια της πόλης που δε θα έβλεπε ποτέ, μακάρι να θυμόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επιστρέψει. Ευτυχώς τo πανεπιστήμιο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και όλ@, πλην Εκείνης, γνωρίζουν τη διαδρομή και την κατατοπίζουν καταλλήλως, συνεπώς είναι συνεπής στις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις.
της Simone de Trier Ακολουθεί εσωτερικός, παραληρηματικός, μονόλογος. «Δε λέω, ωραίο πράγμα η επανάσταση, εξαιρετική ιδέα η εξαγωγή της, αλλά έλεος κάπου. Τον τελευταίο χρόνο και έχω αλλάξει τρεις πόλεις και έχω οργανώσει δεκάδες πυρήνες σε κάθε πόλη και έχω στρατολογήσει εκατοντάδες στην υπόθεση της επανάστασης. Ο απολογισμός είναι: μια γενικευμένη σύρραξη που κατέληξε σε αιματηρό φιάσκο, με το ζόρι διέφυγα από τη συγκεκριμένη Μητρόπολη προς τον επόμενο προορισμό και τη μεταβίβαση της εξουσίας, επαναστατικώ τω τρόπω, στις άλλες δυο Μητροπόλεις. Αν οι αλλαγές παγιωθούν ως έχουν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής στο προηγούμενο status quo, αν ριζοσπαστικοποιηθεί περεταίρω το πλήθος ίσως αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο η αλλαγή».
της Simone de Trier Εκείνη δεν ήταν σίγουρη ποια ήταν η αφορμή, όμως ήταν βεβαία για τη στιγμή. Ποια στιγμή; Τη στιγμή που διέβη τον Ρουβίκωνα, τη στιγμή που αποφάσισε να προσχωρήσει στην Αντίσταση ολοκληρωτικά. Αλλά, ας τα πάρουμε από την αρχή:
της Simone de Trier φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson «Νιώθω κουρασμένη πόλη», ήταν το μήνυμα που της έστειλε η Μικρή. Εκείνη το κοίταξε μια, δυο φορές και έβαλε τα γέλια, ο κορέκτορας κατάφερε να γενικεύσει το συναίσθημα. Ήταν και οι δυο πολύ κουρασμένες, τόσο Εκείνη όσο και η Μικρή, είχαν περάσει δύσκολες στιγμές, παράλληλα, μαζί και η καθεμιά χώρια. Χωρισμοί, πολιτικά και επαγγελματικά αδιέξοδα και κόπωση, αφόρητη κόπωση. Λες και οι ώμοι τους είχαν σηκώσει τα βάσανα του κόσμου όλου, λες και τα σήκωναν ακόμη. Υπήρχαν βράδια που το βάρος έφευγε από τους ώμους, πήγαινε στο στήθος, όχι ακριβώς στην καρδιά μάλλον ήταν στην ψυχή. Γιατί, όπως συνήθιζε να λέει Εκείνη «έχω ψυχή, μαύρη μεν, ψυχή δε».
της Simone de Trier Κόμικ Flight of the raven από τον Jean-Pierre Gibrat Αφαίρεσε την μπαλακλάβα για να πάρει λίγο αέρα, τίναξε το κεφάλι πίσω, πάλι πατικώθηκαν οι μπούκλες της… «Όσο βολικές κι αν είναι αυτές οι μάσκες η πνιγηρή αίσθηση δεν αντισταθμίζεται». Κοίταξε πέρα στον ορίζοντα, όπου να’ ναι θα ξημερώσει, το λιμάνι της Ταγγέρης ήταν ακόμη ήσυχο αν και τα νερά των στενών είναι πάντα πολυσύχναστα. Είχε αναλάβει άλλη μια δουλειά, ένα συμβόλαιο με υψηλό αντίτιμο, υψηλότερο απ’ ότι συνήθιζε να αμείβεται, μιας και ο προηγούμενος συνάδελφος δεν τα είχε καταφέρει.
της Simone de Trier Ήταν μια σχεδόν εξωσωματική εμπειρία, δεν καταλάβαινε και η ίδια πως είχε μπλέξει έτσι. Από τη μια το σώμα της κουνιόταν, σχεδόν αθέλητα, στους ηλεκτρονικούς ήχους κι από την άλλη το μυαλό της τη ρωτούσε, κάπως αγενώς και επίμονα, τι δουλειά έχει εκεί. Το «εκεί» ήταν ένας κενός χώρος, οιωνεί πλατεία, ανάμεσα σε μεγάλα, σκοτεινά, εγκαταλελειμμένα κτήρια, μια ημι-αυτοσχέδια συναυλία που διοργάνωνε μια από τις πολλές συλλογικότητες της μητρόπολης, με πολιτικά και κοινωνικά προτάγματα ή κάτι αντίστοιχο. Εκείνη βρέθηκε για δουλειά εκεί, ή έτσι ήθελε να λέει στην εαυτή της. Είχε δει εδώ και μέρες τη χειρόγραφη πολύχρωμη αφίσα, αναγνώρισε τα συγκροτήματα και έκανε τη σύνδεση, οπότε παράλληλα έκανε τη νοερή σημείωση να μην περάσει από την περιοχή το επόμενο διάστημα. Υποψιάστηκε ότι θα είναι Εκείνος στη συναυλία και την τρομοκρατούσε η προοπτική να τον συναντήσει.
από την Simone de Trier Πρέπει να ήταν περασμένες δώδεκα, της φάνηκε ότι άκουσε κάπου μακριά την καμπάνα μιας εκκλησίας. Εκείνη είχε μείνει μόνη της στα γραφεία, η τελευταία συνεργασία τράβηξε ως αργά και το πανό δε θα γραφόταν μόνο του. Κατά τις έντεκα που έφυγε η συντρόφισσα, αφού είχαν λύσει τα πρακτικά της αυριανής συγκέντρωσης και ξανασυζήτησαν το ζήτημα της συνείδησης στο Κεφάλαιο, άρχισε να ετοιμάζει το χώρο. Μεθοδικά τράβηξε τις καρέκλες στις άκρες του δωματίου, άπλωσε παλιές αφίσες στο πάτωμα και από πάνω, διαγώνια, μια μεγάλη λευκή λινάτσα. Άνοιξε τα παράθυρα διάπλατα, μαζί με τους ήχους της πόλης έμπαινε και λίγη ψύχρα, «Δεν πειράζει», σκέφτηκε, «Άνοιξη είναι, τουλάχιστον να μη μαστουρώσω με την μπογιά πάλι». Ξημέρωνε 9 Μάη και με αφορμή κάποια εστία πολέμου σε κάποια ξεχασμένη γωνιά της γης είχαν φιλειρηνική συγκέντρωση, ή αντιπολεμική; Α ναι, πλέον το λέγανε αντιιμπεριαλιστική τέλος πάντων ενάντια στον πόλεμο διαδήλωναν «το ρόδο όπως και να το πεις ρόδο παραμένει».
από την Simone de Trier Ήταν μια γαμημένη χρονιά, ήταν μια γαμημένη χρονιά για όλους, αλλά ειδικά για Εκείνη. Μέσα στη γενική «ευθυμία» της καραντίνας, της επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης και της μοναξιάς ήρθαν να προστεθούν τα προσωπικά της δεινά. Σαφώς δευτερευούσης σημασίας, τα οποία όμως δυσχέραιναν έτι περεταίρω τη μίζερη ύπαρξη της. Γιατί έτσι έβλεπε την ύπαρξη της Εκείνη, μίζερη, ήταν σε όλα της υπερβολική, μια drama queen, όμως στην προκειμένη μπορεί να είχε και δίκιο. Σε ένα χρόνο ήρθαν τα πάνω κάτω, άλλαξε η ζωή της και έφυγε από την μικροαστική βολή της. Αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με τους δαίμονες της, ενώ παράλληλα οι εκκρεμότητες σωρεύονται εκθετικά και με ρυθμό ανεξέλεγκτο. Πιο συγκεκριμένα: μέσα στον προηγούμενο χρόνο αναγκάστηκε να θάψει, μια σχέση, μια δουλειά, κάποιες φιλίες και κυρίως το παλιό της «εγώ», το είχε σκοτώσει πολύ νωρίτερα αλλά δεν το ήξερε και χωρίς να έχει προλάβει να επανεφεύρει την εαυτή της. Μετά τη συμβολική, αλλά αιματηρή, σφαγή βγήκε στο δρόμο με ένα αίσθημα ανακούφισης ωστόσο αποπροσανατολισμένη, ψελλίζοντας στίχους του Ρεμπώ “Έτσι λοιπόν θα περιφέρομαι, σαν ανήλικο, παίζοντας στις πύλες του παραδείσου, λησμονώντας κάθε συμφορά;”.
|
Categories
All
|