της Simone de Trier Βασισμένο σε ένα αληθινό όνειρο του Μ. «Ρε αλήθεια σας λέω, τον γνώρισα, γνώρισα τον Μ» τον κοιτάξαμε και οι δυο με αμφιβολία. Ο Νίκος έστριβε τσιγάρο και εμείς τον παρατηρούσαμε, φορούσε μαύρο πουλόβερ col roulé (έτσι λένε στη Γαλλία το ζιβάγκο) και χακί κοτλέ παντελόνι, μια ατίθαση φράντζα του έκρυβε το ένα μάτι. Μόλις είχε γυρίσει από το Παρίσι όπου έκανε μια έρευνα πάνω σε ένα μουχλιασμένο θέμα και εξαιτίας αυτού έζησε τρείς μήνες ψάχνοντας σε ένα αραχνιασμένο παρισινό αρχείο. Συναντηθήκαμε για καφέ ο Νίκος, Εγώ και η Κολλητή, μήπως μας μεταφέρει λίγη παρισινή αύρα, αλλά ως τώρα μόνο η υγρασία του Σηκουάνα διαπερνούσε το λόγο του. Μας μίλησε για ένα δυστοπικό Παρίσι, που κάθε κίνηση καταγραφόταν από κάμερες ασφαλείας και καχύποπτους πάνοπλους μπάτσους. Για ένα Παρίσι φτωχοδιαβόλων, φόβου και κακομοιριάς. Για μια γκρίζα πόλη. Όσο μας μιλούσε για τη φρικτή τρίμηνη διαμονή στην πρωτεύουσα της Φραγκίας χαμογελούσε κι εμείς περιμέναμε, όχι και τόσο υπομονετικά, την ανατροπή, η οποία δεν άργησε πολύ. Άρχισε να περιγράφει ένα βράδυ που βρέθηκε καθισμένος στην μπάρα ενός καφέπίνοντας παστίς και βρίζοντας την τύχη του. «Χάζευα τους θαμώνες, υπήρχε άλλος ένας καθισμένος μόνος στο μπαρ, έπινε αψέντι, κάπνιζε πίπα, είχε στο σκαμπό δίπλα ακουμπισμένο ένα μαύρο μακρύ παλτό και απάνω μια μάλλινη τραγιάσκα, στο λαιμό του κρεμόταν ένα κόκκινο κασκόλ. Πρόσεξε ότι τον κοιτούσα και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Όντως πλησίασα, μου έδειξε σιωπηλά το σκαμπό δίπλα του και έσπρωξε προς το μέρος μου ένα ποτήρι από το ποτό του. Συνεχίσαμε να πίνουμε στη σιωπή, δεν ήξερα τι να υποθέσω. Άρχισα να του μιλάω, του είπα ποιος είμαι, τι κάνω στο Παρίσι και πόσο δε μου αρέσει. Εκείνος υπομειδίασε και δήλωσε σιβυλλικά πως το Παρίσι, όπως όλες οι μητροπόλεις, αποκαλύπτονται μόνο σε όσ@ το απαιτούν. Από εκείνη την ημέρα συναντιόμασταν συχνά και τριγυρνούσαμε μαζί, δε με ξεναγούσε, με σύστηνε στην πόλη. Γευόμασταν την πόλη με βραδύτητα και για κάθε γωνία είχε και μια ιστορία να διηγηθεί ήταν ένας αυθεντικός flâneur. Μόνο μια φορά, στο Λούβρο, αποφασίσαμε να μιμηθούμε τους αντιήρωες του Γκοντάρ τρέχοντας στις αίθουσες. Ένα έχω να σας πω, αφενός γλιστράει το παρκέ αφετέρου δεν το έχουν σε τίποτα να σε συλλάβουν… Ο Μ ζούσε στον τελευταίο όροφο μιας art nouveau πολυκατοικίας, σε ένα γοητευτικό διαμέρισμα, σε μια μεγάλη σοφίτα, υποφωτισμένη, γεμάτη βιβλία και δίσκους. Βιβλιοθήκες, πίνακες και αφίσες κρέμονταν από τους τοίχους, φαναράκια και τεχνουργήματα κρέμονταν από το ταβάνι. Στο πάτωμα έβρισκες χαλιά, μαξιλάρες και μικρά τραπεζάκια φορτωμένα και αυτά, με βιβλία. Ένα βράδυ με κάλεσε στο σπίτι του με αφορμή ένα βιβλίο, πίνοντας ένα ποτήρι ουίσκι άρχισα να του μιλάω για Πολιτική, για Αλλαγή, για Επανάσταση, ως τότε δεν είχα ανοιχτεί καθόλου, κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι δεν έχει βγάλει άχνα, απλώς σχηματίζει δαχτυλίδια με τον καπνό. Σιγά σιγά η φωνή μου έσβησε καισιώπησα, τότε άνοιξε το στόμα του και μου είπε με ανέκφραστο πρόσωπο και χωρίς να με κοιτάζει πως γνωρίζει ποιος είμαι και τι πραγματικά ήρθα να κάνω σε αυτή την πόλη. Δεν σας κρύβω ότι άσπρισα, δεν περίμενα ποτέ αυτή την εξέλιξη, μια χούφτα άνθρωποι ήξεραν πως η έρευνα είναι προκάλυμμα και εγώ βρίσκομαι στο Παρίσι ως σύνδεσμος μεταξύ του δικού μας εργατικού δικτύου και του αντίστοιχου στη Γαλλία. Αποκάλυψε ότι ήξερε εξαρχής ποιος ήμουν και η γνωριμία δεν προέκυψε τυχαία, ήθελε να με γνωρίσει και ο ίδιος πριν αποφασίσει να συνεργαστούμε. Όπως δεν προέκυψε τυχαία η περιπλάνηση στην πόλη, του θύμιζα τον παλιό εαυτό του. Είναι ο Μ, ο γνωστός θεωρητικός της εργατικής αντιπολίτευσης, που κανέν@ δεν ξέρει ποι@ είναι και που βρίσκεται, ένας φαντομάς».
Δεν ξέραμε τι να πούμε. H κολλητή κουνούσε δεξιά αριστερά το ξανθόμαλλο κεφάλι της και έλεγε πως είναι αδύνατον να έχει συμβεί. Κάναμε αντίθεση, εγώ ήμουν πιο ψύχραιμη, και μελαχρινή, αναρωτιόμουν τι εξελίξεις μπορεί να φέρει αυτή η αποκάλυψη και πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να δείξουμε στο σύντροφο και φίλo. Όμως ο Νίκος αποδείχθηκε ανάλγητος, σηκώθηκε να φύγει και όπως ήταν όρθιος και προσπαθούσε να βάλει το παλτό του συμπλήρωσε «Ξέρετε τι μου κάνει εντύπωση; Ενώ ο Μ γνωρίζει όλο το Παρίσι απέξω κι ανακατωτά μόνο σε ένα μέρος δε δέχτηκε να πάμε, στο νεκροταφείο PèreLachaise. Όταν τον πίεσα να με συνοδεύσει μου είπε πως δεν πρόκειται να πάει ποτέ, πριν χρόνια είχε υποσχεθεί σε μια γυναίκα ότι θα της κάνει πρόταση γάμου μπροστά στον Τοίχο των Κομμουνάρων και δεν μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεση του». Μια εβδομάδα μετά καθόμουν στο καφέ που ο Νίκος γνώρισε τον Μ, ήταν η τρίτη ημέρα που περίμενα, λογικά θα εμφανιζόταν κάποια στιγμή και αυτή τη φορά θα πηγαίναμε μαζί στον Τοίχο των Κομμουνάρων κι ας είχαν περάσει «ένας αιώνας και εννιά δευτερόλεπτα» από την τελευταία φορά που ήμασταν μαζί.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|