από την Simone de Trier Ήταν μια γαμημένη χρονιά, ήταν μια γαμημένη χρονιά για όλους, αλλά ειδικά για Εκείνη. Μέσα στη γενική «ευθυμία» της καραντίνας, της επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης και της μοναξιάς ήρθαν να προστεθούν τα προσωπικά της δεινά. Σαφώς δευτερευούσης σημασίας, τα οποία όμως δυσχέραιναν έτι περεταίρω τη μίζερη ύπαρξη της. Γιατί έτσι έβλεπε την ύπαρξη της Εκείνη, μίζερη, ήταν σε όλα της υπερβολική, μια drama queen, όμως στην προκειμένη μπορεί να είχε και δίκιο. Σε ένα χρόνο ήρθαν τα πάνω κάτω, άλλαξε η ζωή της και έφυγε από την μικροαστική βολή της. Αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με τους δαίμονες της, ενώ παράλληλα οι εκκρεμότητες σωρεύονται εκθετικά και με ρυθμό ανεξέλεγκτο. Πιο συγκεκριμένα: μέσα στον προηγούμενο χρόνο αναγκάστηκε να θάψει, μια σχέση, μια δουλειά, κάποιες φιλίες και κυρίως το παλιό της «εγώ», το είχε σκοτώσει πολύ νωρίτερα αλλά δεν το ήξερε και χωρίς να έχει προλάβει να επανεφεύρει την εαυτή της. Μετά τη συμβολική, αλλά αιματηρή, σφαγή βγήκε στο δρόμο με ένα αίσθημα ανακούφισης ωστόσο αποπροσανατολισμένη, ψελλίζοντας στίχους του Ρεμπώ “Έτσι λοιπόν θα περιφέρομαι, σαν ανήλικο, παίζοντας στις πύλες του παραδείσου, λησμονώντας κάθε συμφορά;”. Τότε εισέβαλε στη ζωή της Εκείνος, με αγένεια και αλαζονεία, διεκδικώντας με γοητεία τα πάντα. Δίνοντας της διεξόδους για ανάγκες που δε γνώριζε ότι είχε και καλύπτοντας τις αγωνίες της με μυστικισμό και αισθησιασμό. Το alter ego της, ή μάλλον το αντικαθρέφτισμα της. Ήταν παρόμοιοι αλλά όχι ίδιοι, ήταν συμβατοί αλλά όχι συμβατικοί. Λειτουργούσαν σαν «ενισχυτές» ο ένας για την άλλη και αντίστροφα, μεγέθυναν τις αρετές και τις αδυναμίες, τα προτερήματα και ελαττώματα τους. Ήταν απόλυτα ευτυχισμένοι και δραματικά εγκλωβισμένοι. Μέχρι που Εκείνος δεν ήταν πλέον εκεί, μέχρι που Εκείνος έφυγε. Όμως Εκείνη έμεινε, στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, πιο αποπροσανατολισμένη από πριν, γνωρίζοντας όμως πλέον την εαυτή της. Οι μήνες περνούν κι Εκείνη τους κοιτάζει… Είναι ορθολογίστρια μέχρι τα βάθη της ψυχής της, τι υπέροχη αντίφαση εν τοις όροις και κυνική όσο δεν παίρνει, σαφώς άθεη και φυσικά υλίστρια. Ματζούνια, γητείες, προβλέψεις τα θεωρεί αγυρτεία του χειρίστου είδους, το τελευταίο καταφύγιο των απελπισμένων κι Εκείνη δε θα παραδεχτεί ποτέ ότι έχει πέσει τόσο χαμηλά, έχασε Εκείνον, ας μη χάσει και την όποια αξιοπρέπεια της. Όμως Αυτές επιμένουν: ο Ερμής είναι ανάδρομος και θα φέρει επιστροφές, τις οποίες θα μονιμοποιήσει ο Δίας. Παράλληλα στα ταρώ εμμονικά εμφανίζονταν η μια δίπλα στην άλλη, οι κάρτες των «εραστών» και του «θανάτου», συμβολίζοντας το τέλος ενός έρωτα και την αρχή ενός άλλου. Αμφίσημα τα σημάδια και αμφίθυμη Εκείνη. Σε μια προσπάθεια ελέγχου της θλίψης της αποφάσισε να περιορίσει το πόσο συχνά θα ταξίδευε ο νους της σε Εκείνον. Δυο φορές την ημέρα, από πέντε λεπτά, τόσο ήθελε και μπορούσε να του διαθέτει. Και αυτό έκανε. Κάθε μέρα, μεσημέρι και βράδυ έκλεινε τα μάτια και σκεφτόταν Εκείνον, πιστεύοντας πως η ένταξη της ενθύμησης εντός μιας θεσμοποιημένης διαδικασίας θα καταστήσει τη μεταξύ τους σύνδεση τυπική και αδιάφορη. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή πέτυχε, κάθε φορά που της ερχόταν στο μυαλό τον έκανε πέρα με τη σκέψη «αργότερα». Μέχρι Αυτό το βράδυ Παρασκευής που είχε πιεί λίγο παραπάνω, ξάπλωσε όπως πάντα γύρω στα μεσάνυχτα και άρχισε σκέφτεται Εκείνον. Περιέργως δεν της ήρθε στο μυαλό το παρελθόν, εκείνο το βράδυ στοχάστηκε το παρόν. Λίγο το αλκοόλ, λίγο η πανσέληνος, λίγο η καύλα βρέθηκε, νοερά(;), έξω από το σπίτι του. Σαστισμένη αλλά περίεργη πλησίασε την εξώπορτα, η οποία υποχώρησε αθόρυβα στο άγγιγμα της. Ανέβηκε προσεκτικά τις σκάλες, σταμάτησε στο κεφαλόσκαλο του διαμερίσματος του και άγγιξε, χωρίς κανέναν δισταγμό και αυτή την πόρτα, η οποία ανταποκρίθηκε εξίσου αθόρυβα. Ιδιαίτερα αποφασισμένη κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του, άλλωστε ήταν πεπεισμένη ότι ήταν όνειρο, τι κακό μπορούσε να συμβεί; Μπήκε στο υπνοδωμάτιο από τη μισάνοιχτη πόρτα, Εκείνος ήταν στο κρεββάτι, ξαπλωμένος στο δεξί πλευρό και κοιμόταν ήρεμα, με το χέρι διπλωμένο κάτω από το μαξιλάρι του. Έμεινε στην πόρτα κοιτάζοντας τον για λίγο και μετά έφυγε, το ίδιο αθόρυβα όπως είχε μπει. Ξύπνησε με μια αίσθηση πληρότητας, σίγουρη ότι βίωσε ένα εξαιρετικά ζωντανό όνειρο, αποτέλεσμα της εμμονής της με Εκείνον, η σχέση τους είχε εξελιχθεί σε φροϋδικό εφιάλτη. Το επόμενο βράδυ περίμενε με ανυπομονησία τα μεσάνυχτα, ξάπλωσε και μεταφέρθηκε ξανά έξω από το σπίτι του, αυτή τη φορά δε δίστασε άνοιξε την εξώπορτα, ανέβηκε τις σκάλες, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και προσέγγισε το υπνοδωμάτιο του. Ακούμπησε στην κάσα της πόρτας και τον κοιτούσε για ώρα, μέχρι που Εκείνος κουνήθηκε, σαν να είχε νιώσει τη ματιά της επάνω του και Εκείνη έφυγε βιαστικά. Ξυπνώντας αποφάσισε πως το υποσυνείδητο της παίζει παιχνίδια, αλλά αφού αισθάνεται πιο ανάλαφρη κάθε πρωί δεν υπάρχει λόγος να το καταστείλει. Εκείνη τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ, κάποιες φορές γινόταν και πιο τολμηρή όπως τότε που τον πλησίασε και ξάπλωσε δίπλα του, όπως παλιά, χωρίς όμως να τον αγγίζει, μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Άλλοτε Εκείνος ήταν ανήσυχος, σε κάποιες περιπτώσεις άνοιξε τα μάτια του και τα κάρφωσε μέσα στα δικά της, ενώ την τρόμαξε εκείνη τη νύχτα που τη ρώτησε «τι θέλεις από εμένα;». Ανακάλυψε πως τα συναισθήματα και κυρίως τα ορμέμφυτα, μπορούσαν να καθοδηγήσουν την έκβαση και την ένταση των ονείρων της. Παρ όλα αυτά ποτέ δεν του είχε μιλήσει και κυρίως ποτέ δεν τον είχε αγγίξει, σεβόμενη τα όρια του σώματος του ακόμη και σε «ονειρικό» πλαίσιο. Ναι, ναι Εκείνη ακόμη νόμιζε ότι είναι όνειρα, δεν είχε καταλάβει την έκταση των μαγικών της ικανοτήτων, ούτε καν πως πρόκειται για μαγεία. Εκείνος το ήξερε, από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, της το είχε πει ότι είναι μάγισσα, Εκείνη όμως, ως υπέρμαχος του ορθού λόγου, θεώρησε ότι είναι μια ερωτική υπερβολή, η επιστήμη είχε απομαγεύσει τη ζωή της από νωρίς. Την αποφράδα νύχτα Εκείνη ήταν πολύ αναστατωμένη, της έλειπε αφόρητα, είχε πάλι πανσέληνο και την είχε καταλάβει ένα ιδιαίτερα δυσοίωνο προαίσθημα. Ξάπλωσε την καθορισμένη ώρα, λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Χαλάρωσε το σώμα της, άδειασε το μυαλό της και μεταφέρθηκε σχεδόν αυτόματα στο σπίτι του. Γρήγορα κατευθύνθηκε στο διαμέρισμα και στη συνέχεια στην κρεβατοκάμαρα του. Άνοιξε με άνεση την πόρτα περιμένοντας να τον βρει κοιμισμένο, όμως Εκείνος δεν ήταν εκεί. Πρώτη φορά συνέβαινε αυτό κι Εκείνη δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Πλησίασε το κρεβάτι με περιέργεια, ενώ ένιωσε την πόρτα να κλείνει πίσω της. Γύρισε απότομα και είδε Εκείνον. Είχε κρυφτεί πίσω από την πόρτα και την περίμενε, την πλησίασε με αργές κινήσεις, την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε άγρια, πριν προλάβει Εκείνη να αρθρώσει έστω μια λέξη. Κάνανε έρωτα για ώρες και κάθε φορά που Εκείνη προσπαθούσε να τον ρωτήσει πως το ήξερε, πως το είχε καταλάβει Εκείνος της έδινε ένα φιλί. Όταν κάποια στιγμή ξάπλωσαν αγκαλιασμένοι Εκείνη τον ρώτησε πως είναι δυνατόν να μην τον ενοχλεί να ζει με μια μάγισσα και να υποκύπτει στα μαγικά της. Εκείνος της αποκρίθηκε «ω, τι με νοιάζει, αφού μ’ αυτήν τη νεραϊδοματιά, κάνεις- ω φως, ρυθμέ, ευωδιά, μόνη βασίλισσά μου!- τη γη πιο ωραία και τη στιγμή λιγότερο βαριά;» κι Εκείνη αποδέχτηκε την εκμάγευση του κόσμου της. Οι ιπτάμενοι εραστές του Vitebsk", του Chagall
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|