από την Simone de Trier Πρέπει να ήταν περασμένες δώδεκα, της φάνηκε ότι άκουσε κάπου μακριά την καμπάνα μιας εκκλησίας. Εκείνη είχε μείνει μόνη της στα γραφεία, η τελευταία συνεργασία τράβηξε ως αργά και το πανό δε θα γραφόταν μόνο του. Κατά τις έντεκα που έφυγε η συντρόφισσα, αφού είχαν λύσει τα πρακτικά της αυριανής συγκέντρωσης και ξανασυζήτησαν το ζήτημα της συνείδησης στο Κεφάλαιο, άρχισε να ετοιμάζει το χώρο. Μεθοδικά τράβηξε τις καρέκλες στις άκρες του δωματίου, άπλωσε παλιές αφίσες στο πάτωμα και από πάνω, διαγώνια, μια μεγάλη λευκή λινάτσα. Άνοιξε τα παράθυρα διάπλατα, μαζί με τους ήχους της πόλης έμπαινε και λίγη ψύχρα, «Δεν πειράζει», σκέφτηκε, «Άνοιξη είναι, τουλάχιστον να μη μαστουρώσω με την μπογιά πάλι». Ξημέρωνε 9 Μάη και με αφορμή κάποια εστία πολέμου σε κάποια ξεχασμένη γωνιά της γης είχαν φιλειρηνική συγκέντρωση, ή αντιπολεμική; Α ναι, πλέον το λέγανε αντιιμπεριαλιστική τέλος πάντων ενάντια στον πόλεμο διαδήλωναν «το ρόδο όπως και να το πεις ρόδο παραμένει». Κατευθύνθηκε στο βάθος στο κουζινάκι που λειτουργούσε ως πρόχειρη αποθήκη, ψάχνοντας τα κουτιά με τις μπογιές. Διάλεξε ένα καινούργιο κουτί κόκκινο χρώμα και ένα κουτί μπλε μισοτελειωμένο, το κοίταξε εξεταστικά «Χμμμ με λίγο νεράκι γίνεται δουλίτσα». Εκείνος δεν είχε φανεί ακόμη. Είχαν κανονίσει να πάνε σινεμά, για πολλοστή φορά και Εκείνη το είχε ακυρώσει, για την ακρίβεια το είχε μεταθέσει, για πολλοστή φορά. Πήρε ένα πινέλο και το ρολό, ευτυχώς τα είχαν αφήσει πλυμένα οι προηγούμενοι που τα χρησιμοποίησαν. Κοίταξε ξανά το μικρό χαρτάκι στο οποίο είχε κάνει ένα σκαρίφημα του πανό, γονάτισε και άρχισε να ψάχνει μετά μανίας τις τσέπες της. Αστείο θέαμα, γονατιστή πάνω σε μια λευκή λινάτσα να χτυπάει τους μηρούς της με τα χέρια της, σαν ιδιότυπη προσευχή «Προς τα που να είναι άραγε η Μέκκα;» αναρωτήθηκε, «Μήπως να καλύψω και τα μαλλιά μου;». Οι ασύνδετοι συνειρμοί έδωσαν τελικά την απάντηση, τράβηξε το μολύβι από τον κότσο της και ξεκίνησε να σχεδιάζει τα γράμματα. Όταν έμεινε σχετικά ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα άπλωσε το χέρι να πιάσει τα τσιγάρα, γι’ άλλη μια φορά είχε ξεμείνει. Αποφάσισε να πεταχτεί στο περίπτερο για ανεφοδιασμό, με την ευκαιρία να πάρει και καμιά μπύρα μιας και αυτή προβλεπόταν να είναι η μοναδική έξοδος για απόψε. Κατεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά και αναρωτιέται που να είναι Εκείνος. Ήταν φανερά εκνευρισμένος όταν του έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο, έπρεπε να μπει στη συνεδρίαση που τραβούσε επί μακρόν, άλλωστε βγήκε μόνο για δυο λεπτά για να ακυρώσει το ραντεβού τους «Να το μεταθέσει» διόρθωσε την εαυτή της. Μόλις την είδε ο περιπτεράς της έδωσε χωρίς κουβέντα ένα πακέτο τσιγάρα, την ήξερε, άλλωστε ήταν ο άνθρωπος που την έβλεπε συχνότερα απ’ όλους. Πήρε μια εξάδα μπύρες και γύρισε στα γραφεία «Δεν πάνε χαμένες, άλλωστε κι αύριο εδώ θα είμαστε». Ξεκίνησε να σχηματίζει τα γράμματα με το ρολό και το μυαλό της ταξίδεψε στην ημέρα που τον γνώρισε ή μάλλον στην ημέρα που ερωτεύτηκαν. Γνωρίζονταν κινηματικά, αν και σε διαφορετικούς χώρους, συνεπώς στις πορείες Εκείνη τον κοίταζε στραβά κι Εκείνος κάρφωνε το βλέμμα του πάνω της μέσα από το «μυρμήγκι» που φορούσε. Κάποιες φορές όταν συναντιόντουσαν σε κοινά στέκια ένευαν, ελάχιστα πιο ευγενικά, αλλά ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα, μέχρι την περσινή πορεία του Πολυτεχνείου. Ήταν μια περίεργη μέρα, οι μπάτσοι εξαιρετικά ήσυχοι, καθόλου προκλητικοί και η πορεία εντυπωσιακά μαζική. Εκείνη στο πανό με την οργάνωση της, κρατούσε μια κόκκινη σημαία. Φτάνουνε χωρίς απρόοπτα στην Καραγιώργη Σερβίας, ανεβαίνουν προς τα Λουλουδάδικα και ξαφνικά στο ύψος της Γαλλικής πρεσβείας μια ομάδα με μαύρα ρούχα, μπαλακλάβες και μυρμήγκια εμφανίζεται από το στενό, από πίσω τους μια διμοιρία ΜΑΤ να τους κυνηγάει χωρίς προφανή λόγο. Τότε Εκείνη βλέπει έναν διαδηλωτή πεσμένο κάτω, να την κοιτάζει στα μάτια μαγεμένος κι έναν μπάτσο να ετοιμάζεται να του ανοίξει το κεφάλι με το κλομπ. Δεν το σκέφτηκε στιγμή, πετάχτηκε έξω από το μπλοκ της, χτύπησε τον ΜΑΤατζή με τη σημαία στην πλάτη και μπήκε ανάμεσα τους. Με αυτή την κίνηση έδωσε χρόνο στον πεσμένο άνθρωπο να σηκωθεί, μόλις σηκώθηκε την άρπαξε από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν. Χώθηκαν στα στενά του Κολωνακίου και τότε Εκείνος αφαίρεσε τη μάσκα του, ψέλλισε ένα «ευχαριστώ» και τη φίλησε. Κοιτάζει το πανό, ελέγχει από τις σημειώσεις της αν λείπει κάτι, ανάβει ακόμη ένα τσιγάρο και βγάζει δεύτερη μπύρα από το ψυγείο. Παίρνει το πινέλο και κάνει μικρές διορθώσεις στα γράμματα. Μετά από αυτή την ημέρα, όπου ακατανόητα αψήφησε κάθε κοινή και κινηματική λογική για να τον σώσει, έγιναν αχώριστοι. Ήταν συνέχεια μαζί και μιλούσαν, μιλούσαν, μιλούσαν. Κυρίως για Πολιτική, για Τέχνη, για Φιλοσοφία. Εκείνος αγαπούσε την ποίηση και τη μουσική, Εκείνη τη ζωγραφική και το θέατρο. Όταν ήταν μακριά Εκείνος της έστελνε στίχους ποιητών κι Εκείνη απαντούσε με αγαπημένους πίνακες. Ήταν παράδοξο ζευγάρι, συμφωνούσαν σε πολλά και διαφωνούσαν στις λεπτομέρειες. Αλληλοσυμπληρώνονταν αλλά είχαν «στρατηγικές διαφορές», Εκείνη νοηματοδοτούσε τη ζωή της μέσα από την οργανωμένη ζωή, έτσι αποκαλούσε τη συμμετοχή στο Κόμμα, ενώ Εκείνος νοηματοδοτούσε τη ζωή του (πλέον) μέσα από Εκείνη. Διαφωνούσαν συχνά, μετά από κάθε καυγά έκαναν μυθικό σεξ και ξεκινούσαν τη σχέση τους πάλι από την αρχή, βέβαια τελευταία είχαν αραιώσει οι καυγάδες. Εκείνος αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα τις συνεχείς ακυρώσεις των ραντεβού τους «Δεν είναι ακυρώσεις, απλά το μεταθέτουμε γι’ αργότερα» μονολόγησε. Ωστόσο σήμερα Εκείνος, ύστερα από καιρό, της έστειλε ένα στίχο του Μαγιακόβσκι που την τάραξε «Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα». Ξεκίνησε να καρφώνει τα ξύλα στο πανό και σκέφτηκε πως είναι καιρός να λάβει δραστικά μέτρα. Πήρε το κουτάκι με την κόκκινη μπογιά, το μεγάλο πινέλο και τις υπόλοιπες μπύρες. Φόρεσε το μπουφάν της και έναν σκούφο που είχε μείνει ξεχασμένος από το Χειμώνα στα γραφεία, γέμισαν σκόνες τα μαλλιά της αλλά δεν την ένοιαξε. Την ώρα που έφτασε έξω από την κατάληψη που συμμετείχε Εκείνος η καμπάνα χτύπησε τρείς. Ακριβώς απέναντι υπήρχε ένας απόλυτα βολικός τοίχος στον οποίο η συνέλευση κρεμούσε πανό με επίκαιρα αιτήματα. Το πιο πρόσφατο πανό ήταν, όπως πάντα, πάνω σε μαύρη λινάτσα, ωστόσο σήμερα με κίτρινα γράμματα «Κίτρινα; Τι τους ήρθε;» και άρθρωνε ένα αόριστο αίτημα με δικαιωματικές προεκτάσεις. Δεν ασχολήθηκε παραπάνω, έβγαλε το σουγιά που είχε στην κωλότσεπη, δώρο από Εκείνον και έκοψε τα σκοινιά που το κρατούσαν. Το δίπλωσε προσεκτικά και το άφησε στο πλάι «Ίσως το ξαναχρειαστούν, κρίμα είναι». Έκανε γρήγορα το περίγραμμα και συνέχισε με το πινέλο να γεμίζει τα γράμματα, με το ταυ λίγο πιο ψηλό από τα άλλα, σαν να τα σκεπάζει. Ήταν χαρακτηριστικό στη γραφή της, Εκείνος την πείραζε συνεχώς γι’ αυτή τη συνήθεια που της είχε μείνει από το σχολείο. Σε λιγότερο από ένα τέταρτο είχε τελειώσει, δεν υπέγραψε το έργο, ήταν σίγουρη ότι Εκείνος θα καταλάβαινε «Άλλωστε το ταυ είναι λίγο πιο ψηλό από τ άλλα γράμματα». Το επόμενο πρωί οι περαστικοί χάζευαν λίγο εκνευρισμένοι, ίσως με μια συστολή και κάποιοι με χαμόγελο τον τοίχο που τους καλημέριζε με τη δήλωση: Το μουνί μου είναι πιο καυΤό από Τη μολόΤωφ σου
1 Comment
nteA fe2G
27/11/2023 15:12:39
και μετα τι εγινε; πρεπει να μαθουμεεε , γραφεισ φανταστικα !!
Reply
Leave a Reply. |
Categories
All
|