της Simone de Trier Περπατούσε μόνη στο κέντρο της Μητρόπολης, με αυτοπεποίθηση, αγέρωχη. Δεν ήταν πρώτη φορά, άλλωστε η έτερη επιλογή θα ήταν να παραδώσει την -με δυσκολία κερδισμένη- αυτονομία της ώστε να τη συνοδεύσει κάποιος φίλος, ή κάποια φίλη. «Μα καλά δε φοβάσαι;», τη ρωτούσαν συχνά, δεν απαντούσε ποτέ, απλά χαμογελούσε κρυπτικά. Και τι να πει; «Μάγκες η ψυχούλα μου το ξέρει. Κάθε φορά που διεκδικώ το αυτονόητο δικαίωμα της ελεύθερης διάβασης η καρδιά μου συναντάει τις πατούσες μου» δε είναι δυνατόν, αυτά δε λέγονται. Τακ τακ τακ αντηχούσαν τα τακούνια της πάνω στις βρώμικες πλάκες του πεζοδρομίου, διέσχιζε αυτό που κάποι@ ονόμαζαν «κακόφημες γειτονιές» της πόλης.
Περπατούσε μόνη, ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία. Πάντα κυκλοφορούσε συνοδευόμενη, ως μικρό παιδάκι από τους γονείς της, στην εφηβεία από ένα τσούρμο φίλες και λίγο αργότερα από τον εκάστοτε αγαπημένο της. Πάντα ήταν εκλογικευμένη η συνοδεία, ως παιδί δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους ενδεχόμενους κινδύνους, ως έφηβη, νταξ τα εφηβάκια κυκλοφορούν πάντα σε αγέλη δε χρειαζόταν επεξήγηση, ενώ μεγαλύτερη έμαθε ότι ο κόσμος δεν είναι ποτέ ασφαλής για μια γυναίκα, πόσο μάλλον για μια νεαρή γυναίκα. Η φροντίδα έγινε φυλακή, μάλλον και αυτή η φροντίδα έγινε άλλη μια φυλακή. Περιόρισαν το σώμα της με πρόσχημα την ασφάλεια της και εκείνη το αποδέχτηκε, όχι χωρίς μάχη, αλλά το αποδέχτηκε. Στρίβει στην Πατησίων και σταματάει σε μια φωτισμένη γωνία της λεωφόρου, στρίβει ένα τσιγάρο, το ανάβει και συνεχίζει στο δρόμο της. Η ζωή της μεταμορφώθηκε διαλεκτικά «άλλωστε πως αλλιώς αλλάζει η ζωή;» μικρές μικρές αλλαγές σωρεύτηκαν μέχρι που αναγεννήθηκε ως μια Κυβόργια Θεά. Κι ενώ χειραφετήθηκε σε κάθε πιθανή έκφανση του βίου της η βάδιση στα σκοτεινά ήταν μια πρόκληση για εκείνη, όπως και για όλες τις θηλυκότητες. Το σώμα μας είναι περιορισμένο για να μένει ασφαλές, η διαχρονική ιπποσύνη του να περιφρουρώνται τα όρια του γυναικείου σώματος. Ξεκίνησε δειλά να κυκλοφορεί, μικρές αποστάσεις σε γνωστούς χώρους, μέχρι να καταφέρει να κατακτήσει τον τόπο, μέχρι να επαναοικειοποιηθεί την πόλη. Χάιδευε το μέταλλο στην τσέπη του παλτό της και σκεφτόταν την Κατερίνα. Όταν η Κατερίνα γράφει για τη δική μου Μητρόπολη, για τη δική σου αγωνία. Όταν η Κατερίνα γράφει για τη ζωή μας, υμνεί τις αντιφάσεις μας. Όταν η Κατερίνα ανεβαίνει και κατεβαίνει την Πατησίων. Όταν το να περπατώ στην Πατησίων σημαίνει ότι διαβαίνω τη σήψη με ορίζοντα το εμβληματικό τοπόσημο της πόλης, την Ακρόπολη. Όταν περπατώ στην Πατησίων έχω τα πόδια μου στη γη και τα μάτια μου σε κάτι μαγικό. Όταν περπατώ στην Πατησίων γίνομαι δίαυλος ανάμεσα στη γη και στον ουρανό. Όταν περπατώ στη Πατησίων ξέρω γιατί «Η ζωή μας είναι σουγιαδιές [...] Πάνω κάτω. Πάνω κάτω, η Πατησίων. Η ζωή μας είναι η Πατησίων». Ακούει βαριά βήματα πίσω της και μια φωνή να την τη ρωτάει επιθετικά «Τι κάνεις;», γυρίζει αργά, με ένα αινιγματικό χαμόγελο και έναν γυαλιστερό σουγιά στο χέρι «Οικειοποιούμαι την Μητρόπολη, για όλ@ μας» του απαντά.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|