της Simone de Trier Nighthawks του Edward Hopper Γιατί επέλεξε αυτή ακριβώς η στιγμή για να αναμετρηθεί με την εαυτή της; Γιατί χρειαζόταν κοινό στην αναμέτρηση; Ήταν η ανάγκη της εξωτερίκευσης ή μια έκφραση μικροαστικής εντιμότητας η αποκάλυψη των δεδομένων; Τι σημαίνει η φράση «μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα»; Και τελικά πως στον π%^τσο είναι τα πράγματα; Την πρώτη φορά που τον είδε Εκείνος έμπαινε φουριόζος στο αμφιθέατρο, απολογήθηκε στ@ φοιτητ@ για την καθυστέρηση και ξεκίνησε τη διάλεξη πριν ακόμη βγάλει το παλτό του. Εκείνη ήταν ακροάτρια, είχε εκτιμήσει ότι θα βοηθούσε το σεμινάριο του σε ένα κεφάλαιο της εργασίας της και αποφάσισε να το παρακολουθήσει, τελικά κατέληξε να παρακολουθεί Εκείνον απόλυτα γοητευμένη. Ψηλός, μελαχρινός, με γκρίζους κροτάφους, αξύριστος, νευρώδης, με έναν αέρα μυστηρίου να τον καλύπτει. Μιλούσε για την αριστοτελική μεσότητα με μια απίστευτη αμεσότητα, κάνοντας συνεχείς παρεκβάσεις, αναφέροντας δυσνόητες μαρξικές ρήσεις και ακατάληπτες προσωπικές επισημάνσεις. Στο, επιβεβλημένο, διάλειμμα για το, απαραίτητο, τσιγάρο την πλησίασε να της μιλήσει, «Είστε καινούργια φοιτήτρια; Σκοπεύετε να παρακολουθήσετε το σεμινάριο;», ενώ παράλληλα έστριβε με απίστευτη δεξιοτεχνία. Εκείνη τα έχασε, τινάχτηκε και τον κοίταξε με ορθάνοιχτα τα μάτια, έχοντας γεμίσει από πάνω έως κάτω με καπνό, εκείνο το διάστημα μάθαινε την τέχνη του στρίβειν και η συγκίνηση που της προκάλεσε η έλευση του ήταν παραπάνω απ’ όσο μπορούσε να αντέξει. Εκείνη του εξήγησε πως ήταν η φοιτήτρια που του είχε συστήσει ο κοινός τους φίλος. Το βλέμμα του μαλάκωσε, έγινε λίγο πονηρό και ο πληθυντικός έσβησε ανάμεσα τους. Στο τέλος της διάλεξης Εκείνη καθυστέρησε επιμελώς να μαζέψει τα πράγματα της και Εκείνος την πλησίασε διακριτικά και αδιάφορα, κατ’ αυτό τον τρόπο βρέθηκαν να διασχίζουν μαζί το σκοτεινό και έρημο campus, δεδομένων των συνθηκών ήταν αυτονόητο ότι θα τη συνόδευε -τουλάχιστον- έως την έξοδο. Βγαίνοντας από το campus Εκείνος την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της εξομολογήθηκε «Πεινάω σαν λύκος, πάμε να φάμε; Να μου πεις και τα δικά σου, τα ακαδημαϊκά;». Επέλεξαν ένα κοντινό μπαρ που σέρβιρε πρόχειρο φαγητό. Μετά από τρεις γύρους ουίσκι και δυο μπέργκερ -για Εκείνον- τρείς γύρους τεκίλα και ένα μπέργκερ -για Εκείνη- και πέντε γύρους βελάκια με νικήτρια Εκείνη κάθονται να απολαύσουν το τελευταίο(!) ποτό της βραδιάς, θυμίζουν ήρωες του Μποκόφσκι. Εκείνος σκύβει πάνω από τα βρώμικα πιάτα, τα άδεια ποτήρια και το ξέχειλο τασάκι, την κοιτάζει στα μάτια και τη φιλάει. Της κόπηκε η ανάσα, πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη της δίνει δεύτερο φιλί και μετά τρίτο. Σταματάει να τη φιλάει, την κοιτάζει και της λέει «Σε ερωτεύτηκα μόλις σε είδα, σε θέλω δική μου, μόνο δική μου». Τον κοιτάζει αλλά δεν τον βλέπει, πρέπει να πει κάτι, το ξέρει ότι πρέπει να μιλήσει, αλλά οι λέξεις μπλέκονται στα δόντια της, παίρνει μια βαθιά ανάσα και με αυτή την ανάσα εξομολογείται τα πάντα. «Είμαι σε μια μακροχρόνια σχέση, ήρεμη αλλά όχι ευτυχισμένη και μάλλον πρέπει να χωρίσω, για την ακρίβεια τώρα συνειδητοποιώ πως πρέπει να χωρίσω. Βασικά είναι η πρώτη φορά που λέω δυνατά πως ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΩΡΙΣΩ. Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα». Εκείνος την κοίταξε σοκαρισμένος, έμεινε για λίγο αμίλητος, όσο χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό Εκείνης. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι να στρίψει ένα τσιγάρο, όταν το σήκωσε τα μάτια του ήταν βουρκωμένα, την κοίταξε και της είπε με ήρεμη και σταθερή φωνή «Σε περίμενα μια ζωή, νομίζω μπορώ να κάνω λίγη υπομονή ακόμη όσο θα μαζεύεις τα πράγματα σου. Σ αγαπώ».
*** Μια ιστορία ειπωμένη αλλιώς, μια ιστορία που έτσι θα έπρεπε να έχει εξελιχθεί.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|