της Simone de Trier «Την είδα την ταινία που μου έλεγες και νομίζω κατάλαβα γιατί σου αρέσει», ήταν οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα του όταν απάντησα στο τηλεφώνημα του. «Είσαι το ίδιο τρολ με εκείνο το κορίτσι, αυτό που έτρωγε το αλάτι στο τοστ, περίπου όπως κάνεις κι εσύ». Στο τηλέφωνο ήταν ο Δ παλιός φίλος, συμφοιτητής, εραστής, όλα μαζί και τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως με έβαλε σε σκέψεις. Αναφερόταν στην ταινία του ’85 The breakfast club στην οποία είχα αναφερθεί σε ανύποπτο χρόνο, την περιέγραψα ως «ταινία ενηλικίωσης» και τον προέτρεψα να τη δει. Πρόκειται για ένα κλασσικό αμερικάνικο teen movie όπου 5 μαθητ@ βρίσκονται εγκλωβισμέν@/τιμωρημέν@ σε μια σχολική αίθουσα. Ενώ διαφορετικοί λόγοι τους έφεραν εκεί όλ@ κλήθηκαν να γράψουν μια έκθεση-απολογία των πράξεων τους. Διαφορετικές αφορμές, διαφορετικό υπόβαθρο, διαφορετικές ταξικές καταβολές και τελικά διαφορετικά status στον σχολικό μικρόκοσμο κι όμως βρίσκονται σε υποχρεωτική συμβίωση, περίπου όπως συμβαίνει και στον έξω κόσμο. Τρία αγόρια και δυο κορίτσια «a brain, an athlete, a basket case, a princess and a criminal». Όμως, σε αντίθεση με τον πραγματικό κόσμο αυτά τα πέντε παιδιά αντιλαμβάνονται ότι παρά τις αντιθέσεις τους έχουν έναν κοινό εχθρό, τον κυρίαρχο, τον διευθυντή του σχολείου και συνασπίζονται απέναντι του, εκεί καταλαβαίνεις ότι είναι μυθοπλασία. Παρ όλα αυτά, στη διαδικασία της αποκάλυψης των εαυτών τους και της φύσης του δεσμού μεταξύ των απελευθερώνονται. Απελευθερώνονται όχι μόνο από τις κοινωνικές νόρμες και τα στερεότυπα αλλά και από το σώμα τους, τη δική τους υλική πραγματικότητα. Η ομάδα γνωρίζεται, τσακώνεται μιας και αυτόματα βγαίνουν στην επιφάνεια οι διαφορές τους, κάνουν εκεχειρία και αντιμετωπίζουν τους εαυτό τους. Μοιράζονται ένα τσιγάρο, όλ@ εκτός από Allison και χορεύουν σαν να μην υπάρχει αύριο. Όταν πλέον τελειώνει η τιμωρία επιστρέφουν στην καθημερινότητα τους αλλαγμέν@, αν και ο αφηγητής αμφισβητεί τη μονιμότητα της αλλαγής.
Πάμε πίσω στο κορίτσι μας, την Allison, «the basket case» που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «χαμένο κορμί», στην περσόνα που ο Δ θεωρεί ότι ομοιάζουμε. Η Allison φοράει μαύρα και αυτό είναι περίεργο στα mid80s ενώ στο πρώτο μισάωρο της ταινίας δεν ακούγεται η φωνή της. Κάθεται μόνη, είναι αδιάφορη και ταυτόχρονα αγριεμένη, φοβάται και είναι έτοιμη να υπερασπιστεί την εαυτή της. Είναι τόσο υπέροχα blasé… Η Allison βρίσκεται τιμωρημένη αυτοβούλως, παρουσιάστηκε μόνη της χωρίς να της έχει επιβληθεί κάποια ποινή. Επέλεξε την σιγουριά της φυλακής από την σκληρότητα της ζωής της, η φυγή της προς τα εμπρός ξεκινούσε με μια παύση από την καθημερινότητα, μια παύση για να σκεφτεί. Στο ένα τρίτο της ταινίας δε μιλάει, παρακολουθεί και βλέπει καλύτερα, ξέρει περισσότερα. Είναι αποτραβηγμένη από τους ανθρώπους, προσπαθεί να περάσει απαρατήρητη τυλιγμένη σε μαύρα ρούχα και μένοντας σιωπηλή, θυμίζει συσπειρωμένο ελατήριο έτοιμο να ξετυλιχτεί, προς το άπειρο. Χορεύει σαν να μην υπάρχει αύριο, χορεύει διονυσιασμένη κι ας μην έχει μοιραστεί το χόρτο με τους άλλους, η έκσταση πηγάζει από μέσα της. Πάντα νόμιζα ότι μοιάζω με την Claire, ότι ήμουν the princess ότι είμαι καθώς πρέπει, όμως οι άνθρωποι που μας αγαπάνε βλέπουν καλύτερα μέσα μας και τελικά καθρεφτιζόμαστε στα μάτια τους στην ολότητα μας. Και το καθρέφτισμα μας μπορεί να είναι μια εύθραυστη, δυναμική, μοναχική ύπαρξη, a basket case.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|