της Simone de Trier «Πρώτα στο δεύτερο δεξιά και μετά στο τρίτο αριστερά; Μήπως έπρεπε να στρίψω στην προηγούμενη πλατεία; Πόσα ποτάμια έχει η Φλωρεντία;» αυτές οι σκέψεις, ανάμικτες με ευφάνταστα μπινελίκια, έρχονταν στη σκέψη Εκείνης. Βρίσκεται μόλις μια εβδομάδα στην πόλη και μονίμως χάνεται, πάει για ψώνια στην αγορά και επιστρέφει στο στούντιο κάθιδρη, τρείς ώρες μετά και σπανίως με τρόφιμα. Τουλάχιστον έχει αγοράσει δυο ζευγάρια γάντια και ένα υπέροχο φουλάρι, στην αγορά των τροφίμων έφτασε μόνο μια φορά. Το θετικό είναι πως ανακαλύπτει κομμάτια της πόλης που δε θα έβλεπε ποτέ, μακάρι να θυμόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επιστρέψει. Ευτυχώς τo πανεπιστήμιο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και όλ@, πλην Εκείνης, γνωρίζουν τη διαδρομή και την κατατοπίζουν καταλλήλως, συνεπώς είναι συνεπής στις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις. Εκείνη σπουδάζει Ιστορία της Τέχνης στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας ή μάλλον προσπαθεί να σπουδάσει. Είχε ήδη ολοκληρώσει ένα κύκλο σπουδών στον ανερχόμενο τομέα του γνωσιοπληροφορικού marketing και είχε δουλέψει σε μια μονάδα παραγωγής ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στη Μητρόπολη καταγωγής της. Ήταν καλή στη δουλειά της όμως πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της, την ώρα που έβλεπε μακέτες με αυτοματοποιημένα συστήματα παραγωγής μικροτσίπ πυριτίου, Εκείνη σκεφτόταν την «Άνοιξη» του Botticelli και το «Κόκκινο» του Rothko, ίσως και το «Συντριβάνι» του Duchamp. Έκανε σκέψεις εντελώς αντιπαραγωγικές, σχεδόν αντικοινωνικές, οι τέχνες ήταν εξίσου άχρηστες με τους φτερωτούς μονόκερους και δεν ήταν της τάξης της, μιας και προερχόταν από μια οικογένεια που παρήγαγε γενιές ολόκληρες κρατικών λειτουργών. Τελικά κάποια στιγμή τα βρόντηξε όλα κάτω κι έφυγε. Και τη δουλειά, και το σόι, και τον αρραβωνιάρη, και το Κόμμα και τη Μητρόπολη. Είχε αιτηθεί για μια θέση στη Φλωρεντία και ως εκ θαύματος, την πήρε, ευτυχώς συνοδευόταν από ένα στούντιο στην εστία του πανεπιστημίου και από ένα μικρό επίδομα. Οπότε ένα πρωί ανακοίνωσε με ένα ξερό email στην εργοδοσία, τους γονείς της, το Κόμμα και τον αρραβωνιάρη ότι φεύγει. Ίσως το λιγότερο θερμό email να το έλαβε ο πρώην, τον είχε βαρεθεί τόσο, μα τόσο, μα τόσο πολύ.
Περπατώντας αφηρημένη βρέθηκε μπροστά σε έναν τεράστιο πανύψηλο κίτρινο μαντρότοιχο και τον ακολούθησε μέχρι που έφτασε σε μια σιδερένια καγκελόπορτα, οι δύο πόρτες ήταν δεμένες μεταξύ τους με αλυσίδα, όμως στο κενό που υπήρχε χωρούσε άνετα να περάσει καποι@. Κοίταξε μέσα με περιέργεια, ήταν ένα διώροφο συνεχές κτήριο κτισμένο σε σχήμα πι γύρω από μια φροντισμένη πλακόστρωτη αυλή. Τόσο στο ισόγειο όσο και στον πρώτο όροφο και τις τρείς όψεις διέτρεχε ένα περιστύλιο με κομψούς λειτουργικούς κίονες που στήριζαν αψίδες, ενώ στους εσωτερικούς τοίχους του προστώου, εκεί που σε μια ρωμαϊκή οικία θα είχε σκηνές αγροτικής ζωής, διακρίνονταν γκράφιτι και συνθήματα. Κοίταξε το χώρο μαγνητισμένη, η αρχιτεκτονική ήταν η τέχνη που τη μάγευε, άλλωστε τη σχολή την είχε διαλέξει και με αυτό το κριτήριο, βλέπετε είχε ιδρυθεί από τον Cosimo των Μεδίκων το 1563 (με την παλιά χρονολόγηση) κάτω από την επιρροή του Vasari και του Michelangelo, αυτοί ήταν γνωστοί ζωγράφοι, γλύπτες και αρχιτέκτονες της παλιάς, παρηκμασμένης πλέον, τέχνης. Ένα πανό λικνιζόταν ανέμελα στηριγμένο στο στηθαίο του πρώτου ορόφου και Εκείνη συνέχισε να κοιτάζει άπληστα, αγνοώντας πως α) δεν ήξερε που βρισκόταν, β) δεν ήξερε τι είναι αυτός ο χώρος, γ) το μάθημα ξεκινούσε «Χμμμ πριν πέντε λεπτά». Σημείωσε την οδό και κατευθύνθηκε βιαστικά προς έναν πιο κεντρικό δρόμο αναζητώντας οδηγίες και σκεπτόμενη πως επαφίεται, για άλλη μια φορά, στην καλοσύνη των Ξένων. Τελικά ένας νεαρός, που είχε τυλιγμένο ένα πράσινο κασκόλ στο λαιμό και την αλυσίδα ενός νευρικού σκύλου στα πόδια του, της έδωσε τις πολυπόθητες οδηγίες. Είχε ξεστρατίσει περίπου κανένα χιλιόμετρο, οπότε σε δέκα λεπτά θα έφτανε στο μάθημα της. Ξεκίνησε να ψιχαλίζει, η ομπρέλα της ήταν ασφαλής και στεγνή στη ντουλάπα της εστίας και Εκείνη βρεχόταν, όμως δεν την πείραζε ιδιαίτερα. Όλα της φαίνονταν τόσο καινούργια, πρέπει να ήταν μια παράξενη φιγούρα με το κόκκινο παλτό και τα μαύρα άρβυλα να περπατάει νωχελικά στη βροχή. Ήταν σαν μικρό παιδί, γνώριζε τον κόσμο από την αρχή, αισθανόταν μια πρωτόγνωρη ελευθερία «τελικά η καλύτερη απόφαση της ζωής μου ήταν η φυγή προς τα εμπρός», αυτή η σκέψη γύριζε συνεχώς στο κεφάλι της και ήταν εντελώς παράδοξη, αλλά πέρα ως πέρα αληθινή. Οι αλλαγές στη ζωή της ήταν σαν να γύρισαν το χρόνο πίσω, έγινε ξανά μια δεκαοκτάχρονη φοιτήτρια, παρόλο που μετρούσε τριάντα περιστροφές γύρω από τον ήλιο. Είχε ξεχάσει πως είναι να περπατάς μόνη στο δρόμο, να μη σε περιμένει κανέν@ και τίποτα, να χαράζεις το δρόμο σου υπολογίζοντας μόνο τη δική σου βούληση. Ήταν περίεργες οι κοινωνικοπολιτικοοικονομικές συνθήκες: οικονομική ύφεση, εκφασισμός της κοινωνίας, πολεμικές συρράξεις, τοπική χρήση πυρηνικών όπλων, αστάθεια, εξαφανίσεις ανθρώπων, οπότε εντός αυτού του παντελώς ακατάλληλου πλαισίου αποφάσισε να βρει την εαυτή της. Εκείνη έφυγε από τη χώρα της γνωρίζοντας πως ενδεχομένως να μη γύριζε ποτέ και αν γύριζε θα ήταν αγνώριστη, και η χώρα και αυτή. «Όλ@ μιλούν για τον στασιμοπληθωρισμο και πως θα τον αντιμετωπίσουν, δε βλέπουν ότι ένας πόλεμος κι ακόμη περισσότερο μια παγκόσμια δικτατορία επικρέμεται;». Στην Ιταλία η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη, πλέον όλη η χώρα είναι μουσολινική και δεν κουνιέται φύλλο, εκτός από μικρές εστίες σε πόλεις που είχαν δημοκρατική ή/και επαναστατική παράδοση, όπως η Πάδοβα, το Μιλάνο, η Νάπολη, η Ρώμη και φυσικά η Φλωρεντία. Εστίες για τις οποίες πολλά ψιθυρίζονταν αλλά τίποτα δεν ήταν γνωστό. Με αυτές τις σκέψεις έφτασε στο σεμινάριο, τρύπωσε στο βάθος της αίθουσας και κάθισε σε ένα έδρανο στην άκρη. Ένιωσε το ερωτηματικό βλέμμα της Στέλλας πάνω της, είχε απορήσει που άργησε, Εκείνη της έγνεψε ότι θα της εξηγήσει μετά. Η Στέλλα ήταν η φύλακας άγγελος της, μετρούσε ήδη δυο χρόνια στην πόλη και την υιοθέτησε μόλις τη γνώρισε και της έδειξε τα κατατόπια. Με το τέλος της διάλεξης έσπευσε να βρει τη φίλη της, η Στέλλα την περίμενε στο μπαλκόνι έχοντας ήδη στρίψει και ανάψει ένα τσιγάρο «Αλήθεια; Κάτσε να μαντέψω, πάλι χάθηκες» της είπε με ένα απηυδισμένο βλέμμα, αλλά γελώντας. Της ομολόγησε ότι όντως χάθηκε, αλλά δεν άργησε γι’ αυτό το λόγο, οπότε άρχισε να της περιγράφει το χώρο που ανακάλυψε και της τράβηξε την προσοχή, δείχνοντάς της παράλληλα τη διεύθυνση. Η Στέλλα την κοίταξε με ένα αινιγματικό βλέμμα, την πήρε παράμερα και με χαμηλή φωνή της εξιστόρησε μια εκδοχή της εξέλιξης του μοναστηριού, μιας και τελικά ήταν παλιό μοναστήρι Βενεδικτίνων μοναχών «Πρόκειται για μια παλιά ιστορική κατάληψη της πόλης, πριν ακόμη από το καυτό Φθινόπωρο του ’69, έχει συνεχή και αδιάλειπτη λειτουργία ως πολιτικός και πολιτιστικός χώρος από τότε, αν και έχει αλλάξει μορφή τελευταία. Λέγεται πως είναι η έδρα ενός εργατικού δικτύου, λέγεται πως είναι κέντρο αντίστασης, λέγεται πως συγκεντρώνονται περίεργες φάτσες τα βράδια, λέγονται πολλά και περίεργα. Αυτό που θα σου έλεγα εγώ είναι να μην ξαναπεράσεις από εκεί». Εκείνη καθησύχασε τη Στέλλα ότι δεν ήταν στις προθέσεις της να επισκεφτεί την κατάληψη και της θύμισε πως ακόμη και να ήθελε δε θα μπορούσε να ξαναβρεί το χώρο «Ξέρεις τώρα, η παροιμιώδης έλλειψη προσανατολισμού που μας έκανε φίλες». Εκείνη γύρισε στην εστία, άλλαξε τα βρεγμένα ρούχα, στέγνωσε τις μπούκλες της, κάθισε στο πεζούλι του παραθύρου και άναψε ένα -εχμ- πιο «αρωματικό» τσιγάρο. Η θέα σου έκοβε την ανάσα, μπορούσε να δει τις στέγες όλης της παλιάς πόλης της Φλωρεντίας, όμως Εκείνη σκεφτόταν την κατάληψη. Στη Μητρόπολη καταγωγής της ήταν αρκετά ενεργή πολιτικά σε έναν χώρο αξιοπρεπώς ριζοσπαστικό, τόσο όσο, στο όριο την νομιμότητας. Όμως κανέν@ δε γνώριζε την παράλληλη δραστηριότητα που είχε αναπτύξει σε ένα υπόγειο δίκτυο στο διάχυτο αντάρτικο πόλης και φυσικά φεύγοντας είχε αναγκαστεί να κόψει δεσμούς. Δυστυχώς δεν υπήρχαν έμπιστοι δίαυλοι ώστε να τη συνδέσουν με αντίστοιχο δίκτυο στη Φλωρεντία, αλλά τώρα διακρίνεται μια ευκαιρία. Την επόμενη ημέρα το πρωί ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα από το συνηθισμένο με στόχο να ξαναβρεί την κατάληψη, ήταν οπλισμένη με μια φωτογραφική μηχανή και έναν χάρτη της πόλης. Προς έκπληξη της βρήκε με μεγάλη ευκολία τον χώρο και μπήκε μέσα στον περίβολο να τον εξερευνήσει, ξεκίνησε να φωτογραφίζει τα γκράφιτι και τα συνθήματα στους τοίχους, αποφεύγοντας να εισέλθει στο κυρίως κτήριο «Αν με δει κάποι@ θα πω την αλήθεια, πως συλλέγω στοιχεία για μια εργασία με θέμα την αλλαγή χρήσης των κτηρίων και την επανοικειοποίηση τους από συλλογικότητες της πόλης». Την ώρα που φωτογράφιζε αντιλήφθηκε πως τα μισοσβησμένα συνθήματα δεν ήταν όλα στα ιταλικά, κάποια ήταν στη μητρική της γλώσσα, προφανώς η κατάληψη είχε στεγάσει τα όνειρα και τα αιτήματα όλων της γης των κολασμένων. Με την άκρη του ματιού της είδε κίνηση σε ένα από τα παράθυρα που έβλεπαν στην εσωτερική αυλή, οπότε έσπευσε να εξαφανιστεί, είχε αρκετό φωτογραφικό υλικό για να αναπολήσει, να αναστοχαστεί και ίσως τελικά να γράψει την προαναφερθείσα εργασία. «Αν δεν ανατινάξω το εμφανιστήριο θα είναι αποτέλεσμα τύχης και όχι ικανότητας», με αυτή την ευοίωνη σκέψη Εκείνη ανέμιξε τα αντιδραστήρια ώστε να εμφανίσει τις φωτογραφίες της κατάληψης, το έκανε μόνη στα εργαστήρια της σχολής γιατί, δεν ήξερε γιατί, μάλλον από ένστικτο. Βγαίνοντας από τον σκοτεινό θάλαμο κάθισε σε ένα πεζούλι, «Μα τι είναι αυτό με τη Φλωρεντία; Η πόλη με τα ένα εκατομμύριο πεζούλια», να δει τι φωτογράφησε. Όντως είχε κάνει καλή δουλειά, όμως πρόσεξε πως σε μια από τις φωτογραφίες του ορόφου διακρινόταν μια σιλουέτα. Χρησιμοποιώντας έναν μεγεθυντικό φακό που είχε «δανειστεί» από τον σκοτεινό θάλαμο προσπάθησε να διακρίνει λεπτομέρειες, μπόρεσε μόνο να συμπεράνει ότι πρόκειται για άνδρα. Όλη την ημέρα αυτή η φιγούρα γυρνούσε στο μυαλό της, ανέσυρε τη φωτογραφία στη διάλεξη και την κοίταζε, συνέχισε να την κοιτάζει την ώρα που περπατούσε προς την επόμενη διάλεξη, όπως και την ώρα που έπεσε με φόρα πάνω σε έναν άτυχο περιπατητή που βρέθηκε στο διάβα της. Εκείνη ψέλισε ένα συγνώμη και έσκυψε να μαζέψει τα βιβλία της και τη φωτογραφία Εκείνου, όμως ένα ζευγάρι χέρια την πρόλαβαν. Όταν σήκωσε, κατακόκκινη από ντροπή, το κεφάλι της να αντιμετωπίσει τις ευθύνες της είδε ένα ζευγάρι υπέροχα μελί μάτια να την κοιτάνε σκεπτικά και να της λένε σκωπτικά, ενώ της δίνουν τα βιβλία «Διακρίνω μεγάλο ενδιαφέρον για τους προτοραφαηλίτες και τη Lotta Continua ,δεν είναι αντιφατικά τα ενδιαφέροντά σου;» και έφυγε. Προς στιγμήν έμεινε άναυδη, ακίνητη, κεραυνοβολημένη, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ο τύπος κράτησε τη φωτογραφία, άρχισε να τρέχει πίσω του και τελικά τον πρόλαβε στις σκάλες. «Δώσε μου τη φωτογραφία» του φώναξε, τραβώντας τον παράλληλα από το παλτό, Εκείνος φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου του προς το μέρος της και της είπε «Κανέν@ δεν έχει φωτογραφία μου από πολιτική διαδικασία, οπότε δε θα την πάρεις πίσω, όσο για τα αρνητικά τα έχουμε απαλλοτριώσει ήδη, όμως αν θέλεις να μάθεις τι συμβαίνει πραγματικά στην κατάληψη τότε έλα το βράδυ στις έντεκα στη συνέλευση». And so it begins…
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|