της Simone de Trier Κόμικ Flight of the raven από τον Jean-Pierre Gibrat Αφαίρεσε την μπαλακλάβα για να πάρει λίγο αέρα, τίναξε το κεφάλι πίσω, πάλι πατικώθηκαν οι μπούκλες της… «Όσο βολικές κι αν είναι αυτές οι μάσκες η πνιγηρή αίσθηση δεν αντισταθμίζεται». Κοίταξε πέρα στον ορίζοντα, όπου να’ ναι θα ξημερώσει, το λιμάνι της Ταγγέρης ήταν ακόμη ήσυχο αν και τα νερά των στενών είναι πάντα πολυσύχναστα. Είχε αναλάβει άλλη μια δουλειά, ένα συμβόλαιο με υψηλό αντίτιμο, υψηλότερο απ’ ότι συνήθιζε να αμείβεται, μιας και ο προηγούμενος συνάδελφος δεν τα είχε καταφέρει. . Όχι απλά δεν τα είχε καταφέρει, τα είχε κάνει σκατά «merde» αναφώνησε αηδιασμένη και ανακάτεψε ξανά τα μαλλιά της. Εκείνη συνήθιζε να περιγράφει την εαυτή της ως «ψηλή, μελαχρινή και άπιστη», παραφράζοντας τη φράση του Camilleri «όμορφη, μελαχρινή και άπιστη». Η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν άπιστη, ήταν πιστή, για την ακρίβεια παραδόπιστη, άρα πιστή στον υψηλότερο πλειοδότη. Μια από τις πιο αποτελεσματικές και πιο ακριβοπληρωμένες δολοφόνους στον πλανήτη, σκότωνε μόνο με παραδοσιακό τρόπο, συνήθως με ξιφίδιο, περιστασιακά με δηλητήριο, σπάνια με πιστόλι, όμως ποτέ με όπλα νέας τεχνολογίας. Τέντωσε τα μακριά πόδια της κοιτάζοντας τον διπλό κόμπο στις φθαρμένες στρατιωτικές μπότες που φορούσε. Κοίταξε τα ρούχα της και την έπιασαν τα γέλια, ήταν ντυμένη στα μαύρα με χοντρό, μάλλινο ζιβάγκο, γάντια και στρατιωτικό παντελόνι, ανταποκρινόμενη πλήρως στα στερεότυπα που ήθελαν τους δολοφόνους και τις δολοφόνους, να ντύνονται σαν τον Φαντομά. Εκείνη πάντα πίστευε ότι πρέπει να κρύβεσαι σε κοινή θέα, οπότε συνήθιζε να κυκλοφορεί ντυμένη κομψά και με κάλυψη την ακαδημαϊκή της ιδιότητα, ειδικά όταν εμπλεκόταν φόνος στο πρόγραμμά της. Δυστυχώς, στην προκειμένη, έπρεπε να περάσει όλη τη νύχτα σε μια ταράτσα, παρέα με ένα θερμός δυνατό τσάι, ώστε να παρακολουθεί το φημισμένο ξενοδοχείο Continental, άρα τα στρατιωτικά, πρακτικά ρούχα ήταν μονόδρομος. Παρ όλο που ο θαλασσινός αέρας δυσκόλευε κάπως τις συνθήκες και η αυγή είναι πάντα η πιο κρύα ώρα της ημέρας, Εκείνη χάζευε το αποικιακού ρυθμού κτήριο των 150 ετών. Ήταν ένα μαγικό μέρος, είχε γίνει σκηνικό του Μπερτολούτσι και είχε φιλοξενήσει τον Ντεγκά, τον Κερουάκ και τον Γκινσμπεργκ, πόσο θα ήθελε να τους είχε συναντήσει… Όμως αντί να καπνίζει μαζί με τον Κερουάκ και να πίνει μαζί με τον Γκινσμπεργκ Εκείνη κρυβόταν ανάμεσα σε γαριασμένες μπουγάδες και έπιανε φιλίες με αδέσποτες γάτες.
Λέγεται, στην πιάτσα, ότι αποδεχόταν συμβόλαια με γνώμονα έναν δικό της εσωτερικό ηθικό κώδικα και δεν είχε κανένα νόημα να της ασκήθει οποιοσδήποτε πίεση, δεν υπέκυπτε ποτέ. Αυτό ήταν αληθές, Εκείνη, από την αρχή της καριέρας της, δε δεχόταν ποτέ προσφορές εργασίας από διακινητές ανθρώπων ή από εμπόρους ναρκωτικών, όμως αν αποτελούσαν στόχο δεν έλεγε ποτέ όχι. Είχε ξεκινήσει να δουλεύει στη Μασσαλία, τότε ήταν μια φτωχή μεταπτυχιακή φοιτήτρια που έκανε έρευνα στην ιστορία των Ναϊτών Ιπποτών, την είχε γοητεύσει η οργανωτική συγκρότηση του τάγματος και οι πολλαπλές ιδιότητες που κατείχαν. Ωστόσο, δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνο το βροχερό πρωινό, στο βρώμικο αρχείο μιας παλιάς μονής, όπου διαβάζοντας ένα κατάστιχο με κτηματικές αγοραπωλησίες ανακάλυψε ένα γράμμα του 18ου αιώνα. Αποστολέας ήταν κάποιος καθολικός πιστός και παραλήπτης ένας αβάς που λειτουργούσε στη μονή. Ο πιστός αναφερόταν σε ένα περιστατικό που έπεσε στην αντίληψη του και αφορούσε τη βίαιη δολοφονία ενός εβραίου εμπόρου στο λιμάνι από έναν «Άραβα» ο οποίος διέμενε σε κάποιο τζαμί της πόλης. Το τζαμί υπήρχε ακόμη και πήρε την απόφαση να το επισκεφτεί, αν και δεν ήταν το πεδίο της ή έστω η χρονική περίοδος που την ενδιέφερε. Την υποδέχτηκε ένας μουφτής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία και αποδείχτηκε πολύ πρόθυμος να βοηθήσει στην έρευνα. Της έδωσε μια, σχετική, πρόσβαση στα αρχεία της κοινότητας, πρακτικά άχρηστη μιας και δεν μπορούσε να διαβάσει το αραβικό αλφάβητο. Ωστόσο, γνωρίστηκε με άλλους ερευνητές που τη δέχτηκαν με χαρά στην παρέα τους κι ένα βράδυ αρωματισμένο με παστίς ο Αχμέντ της μίλησε για το τάγμα των Ασσασίνων, ήταν το πεδίο έρευνας του. Την συνεπήρε το παρελθόν και ακόμη περισσότερο το παρόν τους, γιατί όπως της εξήγησε ο Άραβας φίλος της ήταν ακόμη εν λειτουργία, αν και όλ@(;) γνώριζαν ότι έχει διαλυθεί εδώ και αιώνες. Προφανώς Εκείνη δεν τον πήρε στα σοβαρά, η εκμυστήρευση είχε γίνει τα ξημερώματα και στο κρεβάτι της. Τις επόμενες ημέρες ο Αχμέντ την απέφευγε συστηματικά και όταν βρέθηκαν της ζήτησε να ξεχάσει το μεθυσμένο βράδυ και κυρίως, το μεθυσμένο παραλήρημα. Δεν το ξέχασε, το παραλήρημα. Συνέχισε να ερευνά προς αυτή την κατεύθυνση, όμως πλέον αναζητώντας ενδείξεις στις οικονομικές σελίδες και στα αστυνομικά δελτία. Παράλληλα διάβαζε ότι μπορούσε να βρει για το τάγμα των Ασσασίνων, μια μυστική αδελφότητα με επτά βαθμούς μύησης και ιστορία γοητευτική και τρομακτική, παράλληλα. Διατηρούσε έναν σκεπτικισμό απέναντι σε ότι μάθαινε, ωστόσο ένιωθε πολύ συχνά κάποιο άγνωστο βλέμμα να την παρακολουθεί. Ενδεχομένως να την είχαν επηρεάσει τα διαβάσματα της, αλλά της φαινόταν πως συναντούσε πολύ συχνά τον μουφτή, σε φαινομενικά άσχετα σημεία της πόλης. Συχνά την καλούσε για ένα αφέψημα, το πρώτο διάστημα την ρωτούσε διάφορα πράγματα για τη ζωή της, του έδινε πληροφορίες, αλλά ήταν μάλλον διστακτική να μοιραστεί λεπτομέρειες. Το επόμενο διάστημα ο μουφτής της μίλησε για την ιστορία των ισλαμικών κοινοτήτων, τις διαφορές μεταξύ τους, για το Κοράνι και τις αμφισημίες που μπορεί να βρεθούν στις σελίδες του. Σιγά σιγά ένιωσε ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί, να του ανοιχτεί, να μοιραστεί μύχιες σκέψεις, μέχρι που ένα βράδυ, σε ένα σπίτι του δίπλα στο τζαμί. τον ρώτησε για τους Ασσασίνους. Ο μουφτής γέλασε και σηκώθηκε να κλείσει το παράθυρο, το είχαν πάντα ανοιχτό για να διαφεύγει ο καπνός του τσιγάρου. Επέστρεψε κρατώντας δυο μεταλλικά κύπελα και ένα μπουκάλι με αλκοόλ, «Περίμενα ότι θα έκανες νωρίτερα αυτή την ερώτηση». Της σέρβιρε ρακί, έβαλε και στον εαυτό του και άρχισε να της αφηγείται μια εναλλακτική ιστορία της Μεσογείου. Σε αυτή τη διήγηση αλλότριες και σκοτεινές δυνάμεις παρεμβαίνουν την κατάλληλη στιγμή και με πολύ βολικούς και κάθε άλλο παρά τυχαίους θανάτους κατευθύνουν την πολιτική και τις πολιτικές. Είχε δίκιο ο Δημόκριτος πως «οι άνθρωποι έπλασαν το είδωλο της τύχης για να έχουν πρόφαση για την αστοχασιά τους». Σύμφωνα με τον σεπτό ιερωμένο το τάγμα των Ασσασίνων συνεχίζει τη δράση του και πλέον στρατολογεί με πιο ευρεία κριτήρια, στα οποία δεν αποτελεί εμπόδιο η θρησκεία ή το φύλο. Ξαφνικά όλα συνδέθηκαν κι άρχισαν να βγάζουν νόημα, το προηγούμενο διάστημα ο μουφτής διερευνούσε την πιθανότητα να την εντάξει στο τάγμα, όλες οι μεταξύ τους συζητήσεις είχαν ως βάση τους επτά βαθμούς μύησης και εκείνη είχε περάσει επιτυχώς τους έξι, πλέον ήταν στο χέρι της αν, συνειδητά, θα περνούσε τον έβδομο βαθμό και θα αναλάμβανε δράση. Κόντευε να χαράξει όταν Εκείνη βρέθηκε στους δρόμους της Μασσαλίας να περπατάει μόνη της, ήθελε να καθαρίσει το κεφάλι της από τη ρακή, το χασίς που αρωμάτιζε τα τσιγάρα τους και την πληθώρα πληροφοριών. Είχε πάρει ήδη την απόφαση της, το ζήτημα ήταν να το πάρει και η ίδια απόφαση, ήταν ήδη μέλος του επίλεκτου τάγματος των Ασσασίνων από τη στιγμή που έμαθε γι αυτό. Την έστειλαν για εκπαίδευση: στην Αλγερία έμαθε την τέχνη των μαχαιριών, στο Μαρόκο να παρασκευάζει δηλητήρια και στη Μέση Ανατολή να παλεύει σώμα με σώμα. Παράλληλα ολοκλήρωσε τη διπλωματική της στους Ναίτες Ιππότες και στα ενδιαιτήματα τους και συνέχισε με μια διατριβή σε κάτι αντίστοιχα βαρετό, όμως καθόλου άχρηστο. Η συγγραφή της έδινε τη δυνατότητα να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για «έρευνα πεδίου» και χρησίμευε ως πρώτης τάξεως κάλυψη. Έτσι έκανε και τις πρώτες δολοφονίες σε Κύπρο, Μάλτα και Μινόρκα. Ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική, εμβάπτιζε τα μαχαίρια της σε δηλητήρια δικής της παρασκευής, ακόμη και μια γρατζουνιά ήταν επίπονη και πολύ συχνά θανατηφόρα. Η ίδια δεν έπαιρνε ποτέ από πριν το αντίδοτο, θεωρούσε ότι μείωνε την αντιληπτικότητα της, ένας καλός ψυχίατρος ίσως έκανε μια άλλη εκτίμηση, αλλά δεν είχε χρόνο για τέτοιες μπούρδες. Γνωριζόταν με ελάχιστους συναδέλφους και από τους δυο επαγγελματικούς χώρους, τον ακαδημαϊκό και τον όχι-και-τόσο-ακαδημαϊκό, είχε περιστασιακούς εραστές ή ερωμένες και κανέναν φίλο. Δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέν@ και δε θέλει κι’ όλας, είναι αυτάρκης. Στην όχι-και-τόσο-ακαδημαϊκή εργασία είχε έναν αντίπαλο, με το ίδιο καλό σκορ με Εκείνη, ήταν το ίδιο αποτελεσματικός και εξίσου ακριβός και ακριβής. Εκείνος κατάγεται από τη Μέση Ανατολή, από την Παλαιστίνη και έχει εβραϊκές θρησκευτικές καταβολές. Ψηλός, μελαχρινός, νευρώδης, κάπως έτσι θυμάται τη φιγούρα που είδε ένα βράδυ από μακριά, όταν έφτανε στο γνωστό τζαμί. Αυτός ο άθλιος προσπάθησε να πάρει το αποψινό συμβόλαιο, μάλλον δεν της συγχώρεσε ποτέ τον διπλό φόνο που ανέλαβε Εκείνη πριν τέσσερα χρόνια στη Βερόνα, φλερτάρωντας αγρίως με τον μεσάζοντα «Τι να κάνουμε; Σε εμένα πηγαίνουν περισσότερο οι δικτυωτές κάλτσες, ας το δοκίμαζε κι Εκείνος». Το σημερινό συμβόλαιο, το «συμβόλαιο της Ταγγέρης», το ήθελαν και οι δυο. Ήταν πολλά τα χρήματα και τεράστιο το ηθικό δίλημμα. Ο θάνατος έπρεπε καταφανώς να παραπέμπει σε δολοφονική ενέργεια, όμως να είναι αδύνατο να εντοπιστεί ο δολοφόνος ή ο ηθικός αυτουργός. Εκείνη ήξερε πως θα πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, με πιθανότητα να οδηγήσει σε εκτεταμένη πολεμική σύρραξη, άλλωστε αρχηγό κράτους της ζήτησαν να εξοντώσει. Και το ερώτημα είναι «Να πάρω τα λεφτά και να αποσυρθώ σε μια βίλα στο Κόμο ή να ειδοποιήσω το θύμα και να κρύβομαι μια ζωή;». Προτίμησε να αναλάβει το συμβόλαιο και να αποφασίσει επάνω στη δράση. Επιτέλους είδε την κίνηση που περίμενε, οι καθαρίστριες άρχισαν να κινούνται στο χώρο. Κατέβηκε από την ταράτσα και ανέβηκε από μια σκάλα υπηρεσίας στο ξενοδοχείο, μπήκε από την πόρτα που ξεκλείδωσε η καμαριέρα που είχε φιλοδωρήσει γενναιόδωρα από το προηγούμενο βράδυ. Κατευθύνθηκε στο δωμάτιο 314, όλος ο όροφος ήταν άδειος, άλλωστε το ξενοδοχείο ήταν φρούριο, κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να βγει χωρίς να ελεγχθεί, ή έτσι νόμιζαν. Άνοιξε την πόρτα με το ειδικό αντικλείδι που της έδωσε η προαναφερθείσα καμαριέρα. Περπάτησε στο σαλόνι της σουίτας και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Ξαφνικά βρέθηκαν ο ένας απέναντι στην άλλη. Εκείνη κρατώντας ένα περίτεχνα στολισμένο ξιφίδιο βουτηγμένο σε δηλητήριο, Εκείνος με ένα πρακτικό μαχαίρι καραμπίτ στο χέρι. Προφανώς έδωσαν και στους δυο το συμβόλαιο και τώρα έπρεπε να κάνουν δυο φόνους, ή Εκείνος ή Εκείνη θα έβγαινε περπατώντας από αυτό το δωμάτιο. Εκείνος την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της είπε «Ώστε, εσύ είσαι Εκείνη; Είσαι πιο όμορφη και σίγουρα πιο επικίνδυνη, απ’ όσο σε περιέγραψαν» συνέχισε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην κοιμάται ένα υποψήφιο πτώμα δίπλα «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να προχωρήσουμε; Έχεις σκεφτεί τις συνέπειες;». Εκείνος κάθεται στην μπάρα, την ώρα που μπαίνει Εκείνη στο μπαρ πίνει ανιζέτ, καπνίζοντας και βρίζοντας «Μα είναι δυνατόν; Όταν είπαμε συνένοχοι στο έγκλημα δεν εννοούσα να μην κάνουμε τη δολοφονία, εννοούσα να την κάνουμε από κοινού». Εκείνη χαμογελάει και του δίνει ένα φιλί, έχουν περάσει τέσσερις μήνες από εκείνο το πρωινό και ακόμη Εκείνος δεν το πιστεύει πως τον έπεισε να παρατήσουν το συμβόλαιο και παράλληλα να γίνουνε φυγάδες. Ωστόσο, Εκείνος έπρεπε να περιμένει μια τόσο παράδοξη κατάληξη, άλλωστε την προκάλεσε όταν της είπε «Τα ποιήματα που αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου».
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|