by Χριστίνα Μ. Ένα πολύ σύντομο διήγημα... Τουλάχιστον από εδώ θα έβλεπε το ηλιοβασίλεμα. Το προνόμιο του να είσαι στον έκτο όροφο. Μα και πάλι, στο μικροσκοπικό αυτό διαμέρισμα ασφυκτιούσε. Βγήκε στη βεράντα, το μόνο χώρο του σπιτιού που μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να απολαμβάνει και από εκεί, σχεδόν αμέσως, πρόσεξε μια μαύρη ουρά στη ταράτσα απέναντι. Η γάτα, ολόμαυρη όπως αποδείχθηκε μερικά δευτερόλεπτα μετά, έπαιζε με τα περιστέρια, με έναν τρόπο ήρεμο, σαν να μην ήθελε να τα πειράξει, παρά μόνο να τα απομακρύνει στιγμιαία. Και έτσι για μια ακόμα φορά τον θυμήθηκε.
Σαν ενστικτώδης αντίδραση στη θύμησή του θέλησε να κάνει ένα τσιγάρο. Κοίταξε πίσω της, τις δεκάδες κούτες με τα υπάρχοντά της, που βιαστικά και άτακτα είχε μαζέψει. Πού να είχε βάλει τα τασάκια; Κοίταξε γύρω της νευρικά, και εντόπισε μια γλάστρα άδεια, μικρή, σαν από κάποιο νάνο κάκτο, ακουμπισμένη στην άκρη της βεράντας του γείτονα. Ήταν κόκκινη, σαν τη φούστα της. Άπλωσε το χέρι της για να το πάρει. Ακούστηκε ένα νιαούρισμα, απέναντι η γάτα ακόμα έπαιζε και εκείνη πλέον μπορούσε να καπνίσει. Η γάτα, το τσιγάρο και επιτέλους ένας ουρανός, του οποίου το ηλιοβασίλεμα μπορούσε να απολαύσει. Κάθισε κάτω, ευχαριστημένη από την εικόνα μπροστά της και τον εαυτό της. Μόλις απλώθηκε το σκοτάδι χόρεψε νοερά. Σκέφτηκε πώς θα ήταν να στροβιλίζει σε αυτό το σπίτι, με ποια διάταξη θα έβαζε τα έπιπλα της και τι μουσικές του ταίριαζαν. Τελικά σηκώθηκε μόνο για να πάει να κοιμηθεί. Στο κρεβάτι τη συνόδεψαν σκέψεις για τη μαύρη γάτα, τα παράθυρα δίχως κουρτίνες και τα τασάκια που ανέμεναν να εντοπισθούν. Σε ένα άλλο διαμέρισμα, την ίδια ώρα, ένας νεαρός άντρας περιτριγυρισμένος από φίλους και μπύρες, αναρωτήθηκε που είχε πάει η μικρή εκείνη γλάστρα που ενίοτε χρησιμοποιούσε ως τασάκι. Γρήγορα ξεχάστηκε, ήδη οι άλλοι τον ρωτούσαν για τη νέα γειτόνισσα, θέμα που περίμενε ώρα να αναφέρει κάποιος…
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|