από την Χριστίνα Μανωλακάκη «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ- ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ» το διαβάζω ξανά και ξανά κυρίως από πλήξη. .Βρίσκομαι σε υπαίθριο παρκινγκ στην Ιπποκράτους που είναι άδειο τώρα το βράδυ. Δε θα έπρεπε να είμαι εδώ, γιατί «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ- ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ». Αυτό ελάχιστη εντύπωση μου κάνει πια… οι απαγορεύσεις σε αυτή την πόλη είναι όσες και οι κατσαρίδες της. Ώστε έχω πάθει ανοσία σε αυτές, δε μου προκαλούν το παραμικρό ίχνος άγχους , αδρεναλίνης ή ενθουσιασμού.
Είναι μια ακόμα Τρίτη, που απλά πρέπει να κοιτάω να πω στον Μήτσο αν είναι να σταματήσει, να την κάνουμε, αν δω κανά τσεο ή τίποτα, ενώ εκείνος παλεύει με τον αέρα και το σπρέι. Του χει καρφωθεί στο μυαλό να κάνει την κοπέλα του σε αυτόν τον τοίχο, ώστε να το βλέπει κάθε φορά που πάει στη σχολή της. Αυτό είναι το μόνο που μου μοιάζει παράταιρο. Δεν τον είχα για τύπο που ενθουσιάζεται τόσο με μια γνωριμία 2 μηνών. «Γαμώτο, έχει πολύ αέρα, μου έρχεται όλο στη μούρη» Τον κοιτάω χωρίς να πω κάτι, παρά πετάω το τσιγάρο που είχα στα χείλη μου και βγάζω το πακέτο και του δίνω ένα. «Γαμώτο τα παρατάω, θα δω μήπως έρθω πάλι αύριο». «Παρά-βρίζεις Μήτσο... » Καπνίζουμε ενώ κοιτάμε το ημιτελές γκράφιτι. Λίγο μετά την κάνουμε. Το γκράφιτι παραμένει ημιτελές μέχρι και σήμερα, Είχε έντονο αέρα για μέρες, ο Μήτσος όλο το ανέβαλε και μετά από λίγο χώρισαν με την Εύα. Το βλέπω συχνά. Κάθε φορά που περνώ από το σημείο στρέφεται η προσοχή μου αυτόματα προς τα εκεί. Το είδα και σήμερα. Πήγαινα να πάρω λεωφορείο. Ήταν εκεί, κάτι μέτρα μακριά μου, στην αφετηρία. Έτρεξα να το προλάβω, ενώ έκανα εικόνα τις πόρτες του να κλείνουν και να αποχωρεί, χωρίς εμένα. Χώθηκα όλο άγχος, μπήκαμε κομμένη την ανάσα απ’ τη τελευταία πόρτα. Παρατήρησα πως υπήρχε πληθώρα κενών θέσεων, αλλά στάθηκα για λίγο εκεί, ακίνητος, να μου δροσίσει το αεράκι το ιδρωμένο μου σβέρκο. Μια στιγμή μετά ένιωσα να με βαραίνει η τσάντα μου. Λογικό, αφού κουβαλάω πολλά άχρηστα πράγματα, μεταξύ των οποίων και ένα σύγγραμμα, που ήξερα πως δε θα διάβαζα. Πήγα και κάθισα πίσω, πίσω στη γαλαρία του λεωφορείου και αρχίζω να διαβάζω το βιβλίο μου, όχι το σύγγραμμα, το άλλο, το λογοτεχνικό που κουβαλάω στα μετρό και τα λεωφορεία, εδώ και κανά εξάμηνο και μόλις έφτασα στη μέση, αλλά δε φταίω εγώ, ο Μουρακάμι μου πέφτει λίγο φλύαρος. Αρνούμαι να το αφήσω όμως, γιατί τα κορίτσια της ιστορίας με ελκύουν, και μου αρέσει να κάνω εικόνα πως είμαι εγώ αυτός που τους μιλάει για τα σύννεφα, τις χαϊδεύει ή τις φιλάει ενώ ένα σπίτι φλέγεται λίγα τετράγωνα μακριά. Μου φαίνονται απτές και αληθινές, αν και είναι αρκετά παράξενες… νομίζω. Δεν μπορώ να σκεφτώ καμία γνωστή μου σαν αυτές τουλάχιστον. Αλλά οι γνωστές μου βέβαια δεν είναι το συνονθύλευμα της φαντασίας ενός ιάπωνα συγγραφέα και ενός έλληνα φοιτητή. Ξάφνου η μηχανή παίρνει μπρος και οι ρόδες ξεκινούν την κίνηση τους. Λέω ξάφνου γιατί ήταν μια από εκείνες τις στιγμές που ξέχασα που βρίσκομαι και γιατί. Για λίγο ήμουν στην Ιαπωνία. Το λεωφορείο ήταν κάτι παρακμασμένες φοιτητικές εστίες εκεί, και όπου ο λοξός μου συγκάτοικος δεχόταν μόνο τοπία στους τοίχους. Ξάφνου θυμήθηκα πώς το λεωφορείο είναι μέσο μετακίνησης. Νομίζω αλήθεια πώς κάπως έτσι ερωτεύομαι κιόλας. Τρέχω να προλάβω, χάνω την ανάσα μου, ιδρώνω, Και εκεί που το προφτάνω νομίζοντας πώς θα κλείσουν αμέσως οι πόρτες του, τελικά έχω να περιμένω τόσο που ξεχνώ γιατί είχα αρχικά τρέξει… Και μόλις αρχίζει, θέλω να σταματήσει, γιατί τόση ώρα δεν έκανα ένα τσιγάρο.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|