της Χριστίνας Μανωλακάκη Είναι 5:23 το πρωί. Αυτό σημαίνει πως για 7 λεπτά πρέπει να παραμείνω ξαπλωμένος, με το σεντόνι να φτάνει αυστηρά πάνω από τον αστράγαλο, κοντά δύο πόντους. Ύστερα έχω να σηκωθώ και να ντυθώ. Στις 5 και 40 περιμένω τον ελαφρύ χτύπο στην πόρτα από τη μαμά και την ερώτηση αν θέλω καφέ ή τσάι. Είναι μια ερώτηση που αν δε μου γίνει ταράζομαι, αν και κάθε μέρα, από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου πίνω τσάι. Μόλις απαντήσω (θέλω τσάι, μαύρο με μισή κουταλιά ζάχαρη, ευχαριστώ) στρέφομαι προς το παράθυρο του δωματίου μου και κοιτάω έξω στον δρόμο. Στις 6 εμφανίζεται η μαμά με έναν δίσκο στα χέρια που τον αφήνει στο τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο. Πάνω έχει μια μικρή τσαγιέρα, το φλιτζάνι μου τοποθετημένο πάνω στο πιατάκι του και εκεί στερεωμένο ένα κουταλάκι με όση ζάχαρη θέλω και δίπλα του τρία στρογγυλά μπισκότα κανέλας .
Σηκώνω το καπάκι. Βάζω τη ζάχαρη στη τσαγιέρα και κάνω 8 κύκλους με το κουτάλι και το χτυπάω ελαφρά άλλες 8 φορές στα τοιχώματα της. Μετά το αφήνω πάλι στο πιατάκι, στην ίδια θέση, κάτω από το μπλε λουλούδι του φλιτζανιού, από τη μεριά που δεν βλέπω. Κλείνω το καπάκι. Περιμένω 4 λεπτά και ύστερα σηκώνω τη μικρή μου τσαγιέρα και γεμίζω το φλιτζάνι μου. Ευτυχία. Μπορώ να κάτσω εκεί, μπροστά στο μικρό μου παράθυρο για μια ολόκληρη ώρα. Στις 7:10 όμως πρέπει να επιστρέψω το δίσκο στην κουζίνα και να πω σε όλους καλημέρα και να τους ρωτήσω αν κοιμηθήκαν καλά. Λέω 7.10 αντί για 7:00 γιατί δε θέλω να χάνω χρόνο από το παράθυρο και μου παίρνει κάποια ώρα να πάω από τον πρώτο στο ισόγειο. Οι σκάλες με δυσκολεύουν αρκετά. Έχω να κατέβω το κάθε σκαλί με το δεξί και να είμαι κολλημένος στη μεριά του τοίχου. Ενίοτε επίσης κολλάω σε ένα σκαλί και μετράω ως το 10 για να κατέβω στο επόμενο. Στο τελευταίο σκαλί έχω να κοιτάξω τα ρολόγια μου και να δω αν χρειάζεται να περιμένω για να φτάσει και 7.10 για να συνεχίσω για την κουζίνα. Σημείωση (1): το «είμαι κολλημένος στη μεριά της σκάλας» το λέω μεταφορικά. Ξέρω πόσο άχρηστη μοιάζει σε κάποιον η έννοια του χρόνου για το άτομο μου, αλλά το να ξέρω τι ώρα είναι μου είναι απαραίτητο. Αλλιώς δεν μπορώ να λειτουργήσω καθόλου. Για αυτό έχω πάντα δύο ρολόγια στο δεξί μου χέρι. Αγανακτώ με τη σκέψη και μόνο να σταματάνε οι δείκτες και εγώ να μην ξέρω τι ώρα είναι. Πριν κάτι μέρες (53 για την ακρίβεια) ο αδερφός μου αστειεύτηκε λέγοντας πως ίσως είναι πιο συνετό να μην τα φοράω στο ίδιο χέρι, μην τυχόν και πέσω και σπάσουν και τα 2 συγχρόνως (μου έχει σπάσει ένα ρολόι παλιότερα, πάνε τώρα 2 χρόνια, 1 μήνας και 12 μέρες και ήταν μια διόλου ευχάριστη εμπειρία). Η σκέψη αυτή με προβλημάτισε αρκετά (μονοπώλησε το ενδιαφέρον μου για 46 ώρες, με ένα μικρό διάλλειμα για ύπνο, όλο αυτό επέφερε το χάος στις σκέψεις μου, ώστε χτύπησα τον τοίχο 7 φορές και μου πήρε 23 λεπτά να κατέβω τις σκάλες. Έτσι πείστηκα να φοράω ένα ρολόι στο δεξί και ένα στο αριστερό, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Μου ήταν αδύνατο να το συνηθίσω όμως, άντεξα μόλις 13 λεπτά. Μετά φώναξα και η μαμά τρόμαξε, γιατί νόμιζε είχα χτυπήσει. Μακάρι. Ζούσα μια κόλαση. Σημείωση (2): το «ζούσα μια κόλαση» το λέω μεταφορικά. Η κόλαση άλλωστε είναι μία, οπότε και από θεολογική σκοπιά, άστοχη διατύπωση, αλλά θέλω να πω πως ήμουν σε εξαιρετικά άβολη θέση. Πάντως είμαι συνεπής. Και ακολουθώ κατά γράμμα το εξαιρετικά αυστηρό πρόγραμμα που έχω χαραγμένο στο κεφάλι μου. Σημείωση (3): Και εδώ το χαραγμένο το λέω μεταφορικά. Αν χρησιμοποιούσα τη λέξη κυριολεκτικά θα ήταν κάπως βάναυσο και θα πονούσα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Συχνά κάθομαι και λέω στη μητέρα το πρόγραμμα μου. Το ξέρει μου λέει, αλλά με ακούει. Επειδή διαβάζω βιβλία ξέρω πως η επανάληψη και οι μακροσκελείς περιγραφές θεωρούνται πληκτικές από τους ανθρώπους. Είμαι και εγώ άνθρωπος βέβαια και αυτό δεν ισχύει για το άτομο μου, αλλά εγώ είμαι ξεχωριστή περίπτωση, δε μοιάζω με τους άλλους. Κανείς δε μοιάζει με τους άλλους ωστόσο. Οπότε το πως και εγώ δεν μοιάζω με τους άλλους είναι ίσως μια φράση, που πρόχειρα διατυπωμένη δε σημαίνει κάτι ιδιαίτερο. Την ακούω όμως από μικρός και πλέον ξέρω πως το εννοεί η μητέρα. Είμαι ιδιαίτερος γιατί μένω μέσα στο σπίτι διαρκώς. Σημείωση (4): Στις φυλακές οι έγκλειστοι μένουν επίσης συνέχεια σε έναν χώρο, αλλά χωρίς οι ίδιοι να το θέλουν, πρόκειται για κάτι που τους έχει επιβληθεί. Τους κρατούμενους, (νυν και πρώην) ο κόσμος τους φοβάται. Δε θεωρεί περίεργο τον εγκλεισμό τους, τον επικροτεί μάλιστα. Και εμένα κάποιοι με φοβούνται. Επιλέγω να μείνω στους τέσσερις τοίχους χωρίς να μου απαγορεύει κάποιος την έξοδο. Σημείωση (5): Το σπίτι έχει πάνω από τέσσερις τοίχους, για την ακρίβεια έχει 14, αλλά είναι έκφραση που λέγεται, γι’ αυτό και το είπα. Είναι Πέμπτη. Οι μέρες δεν με πολυενδιαφέρουν. Έχω τρείς κατηγορίες στο κεφάλι μου: Καθημερινή – Σάββατο - Κυριακή. Οι καθημερινές είναι αδιάφορο να έχουν άλλα ονόματα. Αντί για Δευτέρα, Τρίτη κλπ, θα μπορούσε να ήταν Καθημερινή 1, Καθημερινή 2 κ.ο.κ. . Αλλά μάλλον αρέσει στον κόσμο να υπάρχει ποικιλία. Αυτό το βλέπω και στα μπουκέτα. Όμορφα θεωρούνται αυτά που έχουν πολλά λουλούδια, συνδυασμένα μεταξύ τους με αρμονία. Έτσι λέει η μαμά τουλάχιστον. Εμένα ένα λουλούδι μονάχο μου μοιάζει πιο όμορφο, γιατί είναι πιο εύκολο να το παρατηρήσεις. Δεν είναι άχαρο να προσθέτεις ένα άγχος στη καθημερινότητα σου; Για παράδειγμα να έχεις να τσεκάρεις αν είναι όντως 16 τα λουλούδια; Ή αν θυμάσαι καλά τον αριθμό των φύλλων και των πετάλων; Ενώ με το ένα, έχεις την ευκαιρία να το δεις και να απομνημονεύσεις τα χαρακτηριστικά του εξαιρετικά γρήγορα (μισή ώρα συνήθως αρκεί) και ύστερα μπορείς να χαλαρώσεις και πράγματι να το απολαύσεις. Κάθε μέρα και από μισή ώρα μπορεί πράγματι να σε διασκεδάσει, αλλά 8+ ώρες κάθε μέρα; Αυτό θα «σήκωνε ένσημα» που λέει και ο αδερφός μου. Παρασύρθηκα όμως. Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα. Είναι Πέμπτη, έχει πάει ήδη 7:30, αλλά ο αδερφός δεν έχει σηκωθεί ακόμα, ούτε ακούστηκε το ξυπνητήρι του. Δεν πήγε δουλειά, αν και δεν είναι άρρωστος. Ίσως και να είναι όμως. Κυκλοφορεί ένας ιός λένε και όλοι μπορεί να είμαστε άρρωστοι. Λένε να κάτσουμε όλοι στο σπίτι. Η μαμά ακούει προσεχτικά με τις ώρες τι λένε στην τηλεόραση και μερικές φορές μονολογεί «ψεύτες, ψεύτες». Παρ' όλα αυτά η μαμά λέει στον αδερφό μου να μείνει μέσα, όπως μου έλεγε εμένα να βγω έξω. Εγώ είμαι ασφαλής γιατί ζω σε καραντίνα έτσι και αλλιώς. Αυτό που πολλοί έως τώρα λέγανε ψυχαναγκασμό, θεωρείται τώρα φυσιολογικό. Είναι Πέμπτη, 9:08. Ακούω τα βαριά βήματα του αδερφού μου στις σκάλες. Με καλημερίζει. «Μπορείς να μου το πεις έστω σε 2 λεπτά;», λέω εκνευρισμένος «Ναι, αμέ» Είναι Πέμπτη, 9:10. «Καλημέρα» «Καλημέρα και σε σένα» Εν τέλει όμως δεν είναι μόνο Πέμπτη. Είναι από εκείνες τις μέρες που είναι διαφορετικές από τις υπόλοιπες και θα έπρεπε να έχουν ξέχωρη ονομασία, πέρα ακόμα από Καθημερινή, Σάββατο ή Κυριακή. Για αυτό υπάρχουν οι ημερομηνίες θα μου έλεγε κάποιος εδώ και εγώ θα του θύμιζα τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και όλες εκείνες τις μέρες τις συνυφασμένες με το Θεό μας που έχουν δική τους ονομασία, ξεχωριστή. Η μητέρα όταν της είπα αυτή μου την ιδέα (στις 13:11) είπε πως της ακούγεται κάπως βλάσφημη. Ο αδερφός μου τότε είπε για την εργατική πρωτομαγιά που καμία σχέση δεν είχε με το Θεό (αν και ο Θεός αγαπάει τους φτωχούς εργάτες, αλλά δεν ήξερα μήπως οι ξυλοκόποι δεν διαδηλώνουν την πρώτη του Μαΐου, αλλά έχουν άλλη ημερομηνία αγώνα και διεκδίκησης, όποτε σιώπησα, γιατί ίσως αυτό εννοούσε ο αδερφός μου). Η μαμά ψήφιζε ΚΚΕ και τιμούσε την εργατική πρωτομαγιά. Ο αδερφός ήταν σε διάσπαση του ΚΚΕ και τιμούσε και αυτός την εργατική πρωτομαγιά. Εγώ δυσανασχετούσα γιατί όταν έλειπε η μαμά ερχόταν στο σπίτι η θεία μου, μια γυναίκα που δεν ήταν καθόλου συνεπής. Και ούτε τιμούσε την εργατική πρωτομαγιά. Παρασύρθηκα όμως. Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα. Η μαμά κλαίει. Δεν κοιτάω αμέσως το ρολόι – αν και το θέλω – όταν τελικά το τσεκάρω είναι 12:42. Είχε βγει να πάει στο σούπερ – μάρκετ και κάτι άνθρωποι της είπανε λέει να πάει στο σπίτι της, πώς αξίζει να πεθάνει τόσο ανεύθυνη που είναι. Ένας μας είπε πώς την αποκάλεσε και «πουτάνα». Εγώ τότε της εξήγησα πως προφανώς είχε γίνει παρεξήγηση, καθώς εκείνη δεν εκδιδόταν, όπως νόμιζαν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά πώς είχε πάει απλά στο σούπερ μάρκετ. Ο αδερφός μου της είπε να συνεχίσει. Και η μαμά είπε πώς ένας τη χτύπησε. Ο αδερφός μου είπε να πάμε στην αστυνομία, η μαμά αρνήθηκε και πήγε να κάνει τσάι. Στο τσάι η μαμά είπε πως τελικά δεν της έμοιαζε τόσο βλάσφημο να βγάλω και εγώ ένα όνομα σε μια μέρα του χρόνου (13:15). Μα της εξήγησα πως δεν είχε καταλάβει σωστά, εγώ δεν ήθελα επανάληψη, δεν θα έλεγα έτσι (δεν είχα βρει ακόμα όνομα )δηλαδή κάθε 23 Απριλίου, αλλά αυτήν την 23η Απριλίου του 2020. Και με ρώτησε αν μιλούσα για Το Συμβάν και σκέφτηκα πως ήδη η μέρα έχει ονομαστεί κάπως και πως μάλλον έτσι έγινε και με τις υπόλοιπες μέρες που έχουν όνομα και κατέληξα ιδιαιτέρως ευχαριστημένος. Η μητέρα ήπιε το τσάι της και είπε να μην Το σκέφτομαι. Σημείωση (6): Το Συμβάν εννοούσε. Αλλά εγώ δεν τα κατάφερα και έτσι συνέχισα να Το σκέφτομαι. Η μαμά ξαναβγήκε την επόμενη και όταν γύρισε είχε μαζί της ένα λουλούδι. Χαμογελούσε. «Σήμερα ξέρεις, είναι 24η Απριλίου του 2020» Δεν είχα ξανακούσει πιο όμορφες λέξεις.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|