by Νίκος Παπαρίδης 2:00 το βράδυ. Είναι η ώρα μου. Η ώρα που νιώθω την περισσότερη μοναξιά από κάθε στιγμή. Η ώρα που ανησυχώ χωρίς λόγο. Η ώρα που θα ερωτευτώ. Η ώρα που θα μισήσω. Η ώρα που λέω “γιατί δεν πας να κοιμηθείς; ” Αλλά όχι. Είναι 2:00 το βράδυ και εγώ δεν νυστάζω.
Ανάβω το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Με καίει και βήχω. Πίνω νερό και αρχίζουν οι σκέψεις. Επιστρέφω πίσω, και ξαναρχίζω να βλέπω όλα τα μικροπράγματα της καθημερινής μου ζωής. Όλα εκείνα τα παράξενα, ηλίθια και τρελά πραγματάκια που, φυσικά, φρόντισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Ανυποψίαστα βλέμματα, ειδήσεις εκρηκτικές ή όχι, αστεία, κουβέντες, αγκαλιές, που ξάφνου αποκτάνε τώρα μια τεράστια μαγική δύναμη, εκεί που πριν λίγο υπήρχε το απόλυτο κενό και η απόλυτη αδιαφορία. Ένα βαριεστημένο τίποτα. Όλα αυτά έρχονται στο μυαλό μου, και εγώ τα στύβω. Τώρα είναι που με πνίγει το σπίτι. Τώρα είναι που θέλω να φύγω. Τελείωσα το τσιγάρο. Δεν μου άρεσε. Τελείωσε και το νερό. Τελείωσε και το shine on you crazy diamond. Αυτές που δεν τελείωσαν είναι οι αυτές οι κωλοσκέψεις. Βγαίνω στο μπαλκόνι και στρίβω τσιγάρο. Αυτό μου αρέσει. Δεν με καίει. Αεράκι και κουνούπια. Γαμημένα κουνούπια… Με τσιμπάνε αλλά κάθομαι. Μου αρέσει εδώ. Είναι ήσυχα και δροσερά. Και πίσω πάλι οι σκέψεις… Αυτή την φορά για κάτι ηλίθιο. Για ένα χάζεμα. Ένα πεντάλεπτο χάζεμα του ίδιου δρόμου, όταν έπινα καφέ, μέχρι που με σκούντηξε ο Πάνος. “Έλα ρε συ να παίξουμε ένα ταβλάκι”. Εγώ γέλασα. “Πάλι θα χάσεις”. Και η ώρα πέρασε και έφτασε 2:20 το βράδυ. Τώρα αυτό το χάζεμα και αυτός ο δρόμος είναι διαφορετικός στο μυαλό μου. Άδειος πάντα. Δύο κάγκουρες να περνάνε με τα μηχανάκια τους να γκαρίζουν και δύο άντρες να βγαίνουν ταλαιπωρημένοι από τα ΕΛΤΑ. Στην άλλη άκρη ένας άστεγος να κοιτάει με πόνο και ζήλια, ένα ζευγάρι να σαλιαρίζει και να αστειεύεται. Τώρα την βλέπω στα μάτια μου. Την ίδια μιζέρια. Την τελείως ασήμαντη και γεμάτη φθορά μιζέρια αυτού του κωλόδρομου που παρατηρούσα. Το ίδιο σκηνικό. Ο ίδιος άστεγος που προσπερνάνε οι περαστικοί. Οι ίδιες μουδιασμένες κινήσεις. Άνθρωποι οι οποίοι σέρνονται πεσμένοι στα γόνατά τους, και προσπαθούν να σταθούν στα δύο τους πόδια, παριστάνοντας ότι όλα είναι μια χαρά, σαρκάζοντας και σαλιαρίζοντας και ομορφαίνοντας με ψευδαισθήσεις και απάτες τις μικρούλες και μαραμένες στιγμές της ζωής. 2:47. Η ώρα μου τελειώνει. Έχω μπει μέσα στο σπίτι. Κλειδώνω τις πόρτες του μπαλκονιού και κάθομαι πάλι στον καναπέ. Τελειώνω το τσιγάρο μου και κοιτάω την ώρα. 2:57. “Προλαβαίνω να διαβάσω όσα έγραψα”. 2:59. Χμμμ… Απαισιοδοξία… Η ώρα μου τελείωσε. Οι σκέψεις μου τελείωσαν. 3:01. Χαμογελάω.“Οι σκέψεις τελείωσαν”. Όχι. Ποτέ δεν τελειώνουν. Απλά τυχαίνει στις 2.00 να γίνονται εντονότερες. Ας πάω στο κρεβάτι να την πέσω. 3:05. Τώρα, οι σκέψεις είναι άλλες. Χαρούμενες. Πράγματα ανάλαφρα και φανταστικά, που με κάνουν να ξεχάσω την μιζέρια της προηγούμενης ώρας. Άλλωστε θα ξανάρθει αύριο. Δεν πειράζει. Εγώ θα αποκοιμηθώ.
1 Comment
kostas65
14/10/2015 21:13:41
Πράγματι κάτι έχει αυτή η ώρα. Θα πρέπει κανείς ή να κοιμάται ή να είναι με παρέα, αλλιώς άστα ...
Reply
Leave a Reply. |
Categories
All
|