της Χριστίνας Μανωλακάκη «Η οθόνη γέμισε με drugs και όπλα, είχαμε μεταφερθεί σε μια φαβέλα και ο νεαρός πρωταγωνιστής όπλιζε τη φωτογραφική του μηχανή», είπε, διατηρώντας τον αισθησιακό της τόνο, η ραδιοφωνική παραγωγός. Τη λένε Κατερίνα και είναι σαρανταενός. Στον αέρα ακούγεται το “El negro del blanco” και εκείνη αφήνεται στο να ανατρέξει νοερά σε όλες τις δουλειές που έχει κάνει από πιτσιρίκα έως σήμερα: έχει κάνει σερβιτόρα σε καφέ, γραμματέας, ρισεπιονίστ, έχει περπατήσει μίλια σε παραλίες δίνοντας δωρεάν δείγματα αντηλιακών στους παραθεριστές, σερβιτόρα σε μπαρ, dj στο ίδιο μαγαζί τις Παρασκευές, έχει γράψει αρθράκια, έχει περάσει από διαφημιστική, έμεινε για λίγο σε κάποιο περιοδικό να έχει τις «γυναικείες» στήλες, διεκδίκησε τις κινηματογραφικές κριτικές. Και τώρα στο ραδιόφωνο με δική της εκπομπή. «Τρικέζα», έτσι την είχε βγάλει και ήταν το παιδί της. Ένα μείγμα μουσικών από όλο τον κόσμο, κινηματογραφικά καρέ, ατάκες, κριτικές βιβλίων και πιο σπάνια ψήγματα καθημερινότητας. Δε θα έλεγε ποτέ, όσο κράτησε η εκπομπή της, τέσσερα χρόνια μονάχα, παρά τους φανατικούς «φίλους και φίλες», όπως συνήθιζε να αποκαλεί τους ακρατές της, τίτλους ειδήσεων. Ενίοτε πέταγε κάποια δήλωση που είχε να κάνει με την επικαιρότητα, μόνο άμα την έβρισκε απόλυτα σύμφωνη και προερχόταν από άτομο που εκτιμούσε. Ήθελε να την πει και να τελειώνει. Δε σχολίαζε - παρέθετε μόνο σε ποιόν άνηκε και συνέχιζε με τις μουσικές της. Κάπνιζε φανατικά και αστειευόταν πώς το έκανε χάριν της επαγγελματικής της πορείας, να διασφαλίσει πως δε θα έχανε τη χαρακτηριστική της χροιά. Την αγαπούσε την εκπομπή της. Της ήταν όμως αδύνατο να μείνει περισσότερο στο σταθμό. Αφιέρωνε πολύ από το χρόνο της και οι οικονομικές απολαβές ήταν ελάχιστες. Είχε βέβαια προσκλήσεις για θέατρα, πρεμιέρες, δωρεάν αντίτυπα και άλλου είδους επιβραβεύσεις, αλλά τα λεφτά δεν ήταν καλά, γιατί απλούστατα, δεν ήταν αρκετά. Και την εκνεύριζε απίστευτα αυτό, πώς της επιβαλλόταν τα χρήματα, ενώ ήθελε να αδιαφορεί για αυτά. Ήξερε πώς ο κύκλος της τα περιφρονούσε, κυρίως όμως επειδή τα είχε. Έμπαινε σε σαλόνια με κάδρα, βινύλια, χιλιάδες βιβλία, με τίτλους εξαντλημένους, συλλεκτικές εκδόσεις και σειρές ολόκληρες από εκδοτικούς, βιβλία διακοσμητικά (τι γελοίο!) πάνω στα τραπεζάκια του καφέ με τα σουβέρ και από κάτω τα περσικά χαλιά που δεν είχαν χάσει ακόμα το χρώμα τους. «Το πάτημα σφίγγει τους κόμπους», σκεφτόταν ενώ οι γόβες της περιφερόταν πάνω στα περίτεχνα σχέδια τους. Έβρισκε τον εαυτό της εκεί που δήθεν θαύμαζε έναν πίνακα να ανακαλεί τα λόγια μιας συγγραφέως, λόγια της Φραν Λίμποβιτς, που δεν τα θυμόταν και ακριβώς, αλλά όταν προσπαθούσε να τα φέρει στο νου της ήταν κάπως έτσι: «ο κόσμος σήμερα χειροκροτεί όχι όταν εμφανίζεται ο Πικάσο, αλλά όταν καθοριστεί η τιμή του, όταν πέσει το σφυράκι και η δημοπρασία τελειώσει. Ο κόσμος σήμερα θαυμάζει πόσο καλά αγοράζει κάποιος τον Πικάσο, όχι έναν πίνακα ή την ικανότητα κάποιου στη ζωγραφική.» Όταν η εκπομπή της άρχισε να αποκτά αποτύπωμα – ήταν ήδη γνωστή όταν αρθρογραφούσε, αλλά «όνομα» έγινε με το πέρασμα της στο ράδιο – άρχισαν και τα τηλέφωνα και τα emails για την προώθηση πραγμάτων και προσώπων που της πέρναγαν αδιάφορα. Μερικές φορές υπέκυπτε, κυρίως όταν έλειπαν πραγματικά ενδιαφέρουσες επιλογές. Τα δελτία τύπου κι οι δημοσιεσχεσίστικες βλακείες τα έβρισκε ανούσια, χάσιμο χρόνο. «Πόσο αφόρητα κλισέ » έλεγε συχνά στη Θάλεια, καλή της συνάδελφο που τα γραφεία τους ήταν δίπλα-δίπλα, ενώ της έδειχνε μια εκδήλωση, ένα δελτίο τύπου, ακόμα και μια φωτογραφία, από κανένα νεοεμφανιζόμενο συγγραφέα να ποζάρει σε ασπρόμαυρο με καμία γάτα από δίπλα, ζιβάγκο και τσιγάρο στο χέρι. Ήταν λες και ζούσε σκηνές ολόκληρες σε λούπα, κατέληγε να κάνει σχεδόν copy/paste την απάντηση της σε νέους δημιουργούς που της έστελναν δείγμα από τη δουλειά τους. Μέσα και έξω από τον εργασιακό της χώρο. Ακόμα και όταν πήγαινε να πάρει καφέ ένιωθε πώς της είχε επιβληθεί μια χορογραφία. Θα περπατούσε προς τις μεγάλες τζάμινες πόρτες του καφέ, θα έχωνε το κεφάλι της να τη δει το αγόρι στην μπάρα. Εκείνος θα της χαμογελούσε με το χαμόγελο εκείνης της ιδιαίτερης οικειότητας – της οικειότητας που μοιράζεται μόνο κάποιος που προσφέρει υπηρεσίες με κάποιον που τις απολαμβάνει, σε τακτική βάση. Θα της έλεγε «διπλό καπουτσίνο, σκέτο με πάνω σοκολάτα και ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης;» και εκείνη θα του χαμογέλαγε και θα κουνούσε ελαφρά καταφατικά το κεφάλι της. Παράλληλα τα δάχτυλα της θα ψαχούλευαν ανυπόμονα την τσέπη της, να σιγουρευτεί πώς έχει σίγουρα τσιγάρα και αναπτήρα. Και θα κάπνιζε, εκεί έξω από τα μεγάλα τζάμια μέχρι να της φέρει ο νεαρός τη κούπα της και το κουλούρι της, θα έλεγε ένα «καλή συνέχεια» και θα έφευγε (πλήρωνε μόνο τις Παρασκευές, για όλη την εβδομάδα) με γοργό βήμα προς το ραδιοφωνικό σταθμό. Ήξερε καλά πως αν βρισκόταν με το παιδί τυχαία σε ένα πάρτι, συναυλία, ουζερί ή λεωφορείο και τα βλέμματα τους συναντιότανε κανένας από τους δύο δε θα μίλαγε, δε θα έκανε κάποια κίνηση αναγνώρισης, παρά μόνο – σα να το είχαν συμφωνήσει - θα απέφευγαν να κοιτάξουν ο ένας προς την κατεύθυνση του άλλου, ανίκανοι να νιώσουν άνετα σε αυτό το νέο πλαίσιο συνύπαρξης. Σήμερα, Παρασκευή, θα ήταν η τελευταία της εκπομπή στο ραδιόφωνο, όχι γιατί είχε στρωμένο κάτι καλύτερο να την περιμένει, αλλά γιατί της άλλαξαν την ώρα της εκπομπής χωρίς να τη ρωτήσουν, βρέθηκε να μοιράζεται το γραφείο της με μία ακόμα συνάδελφο (πλέον ήταν τέσσερις σε χώρο που είχε ξεκινήσει για δύο) και απαγορεύτηκε το κάπνισμα και στις συσκέψεις. Όλα αυτά δεν τα είχε πάρει προσωπικά, στην πραγματικότητα δεν την είχανε αγγίξει καθόλου. Η δυσφορία της είχε να κάνει περισσότερο με αυτήν της απάθεια. Ήδη έπαιρνε λίγα και έδινε πολλά. Οι μικρές αυτές ήττες ενοχλούσαν κάπως τον εγωισμό της, αλλά και πάλι όχι και ιδιαίτερα. Σκεφτόταν ενίοτε συζητήσεις που θα μπορούσε να κάνει με τον διευθυντή προγράμματος και φούντωνε, αλλά όχι για περισσότερη ώρα από όσο έκανε το μετρό να φτάσει από τη μία στάση στην άλλη. Σε γενικές γραμμές ένιωθε ένα μούδιασμα, λες και δε συμβαίνανε στην ίδια όλα αυτά. Λες και η υποτίμηση της συνεισφορά της στο σταθμό ήταν η υπόθεση ενός χιλιοπαιγμένου, μέτριου θεατρικού σκετς. Της φαινόταν κακόγουστο βέβαια το δωμάτιο που είχε πλέον τέσσερα γραφεία, με τέσσερα τηλέφωνα, τέσσερεις υπολογιστές και τρία τασάκια – ήταν μικρό- τι νόμιζαν; Πώς θα ανέβουν στις βιβλιοθήκες τους; Θα μοιράζονταν σαν μαθήτριες θρανία; Αλλά και πάλι δεν την ενδιέφερε ουσιαστικά. Βγάλανε την πολυθρόνα του γραφείου στο διάδρομο, μαζί με κάτι γλάστρες, κουνήσανε τα εναπομείναντα έπιπλα και χώρεσαν ένα γραφειάκι με μια καρέκλα με ρόδες για τη νέα συνάδελφο. Η αλλαγή στην ώρα της εκπομπής προφανώς θα ενοχλούσε το κοινό της, θα έχανε μερικούς ακροατές και ακροάτριες, αυτό ήταν σίγουρο, θα αποκτούσε όμως, ίσως, και κάποιους νέους. Άλλωστε δεν ήταν όντως «φίλοι» της. Ναι, κάποιους τους είχε μάθει ακόμη και με τα μικρά τους και εκτιμούσε την άποψη τους για ταινίες και βιβλία, σημείωνε μάλιστα τις προτάσεις τους, κράταγε κάποια καλή ατάκα τους σε ένα σημειωματάριο, πάντα μαζί με το όνομα και την ημερομηνία της εκπομπής – ήταν έντιμη ως προς αυτό, ώστε αν σε επόμενη εκπομπή επαναλάμβανε κάτι, να έδινε και τα αντίστοιχα credits… αλλά από την άλλη, αυτό ήταν, δε θα της έλειπαν ουσιαστικά, δεν ήταν μια απώλεια που θα της κόστιζε. Τέλος, το κάπνισμα δεν ήταν μόνο στις συσκέψεις, ήταν παντού. Μισούσε τα απαγορεύεται, αλλά δεν ήταν πώς δεν καταλάβαινε πώς για κάποιους ήταν δυσάρεστο το κάπνισμα. Η Έρρικα, το νέο κορίτσι που είχε έρθει στο γραφείο είχε ζητήσει από την πρώτη στιγμή να μην καπνίζουν οι άλλες τρεις ούτε καν εκεί. Οι άλλες το τηρούσαν αυτό όσο τους το επέβαλλε η φυσική παρουσία της Έρρικας. Κατά τα άλλα απλά άνοιγαν για λίγο το παράθυρο και ύστερα ψεκάζανε με λίγο από το άρωμα τους. Η Κατερίνα δεν αντιπαθούσε την Έρρικα, της ήταν αδιάφορη, της έμοιαζε ξένο φρούτο, αλλά εκτιμούσε που μίλαγε ανοιχτά και χωρίς περιστροφές. Και εντάξει, ήταν κάπως κωμικό να έρχεται μια εικοσάρα και να απαιτεί σε μια χούφτα γυναικών με τα διπλά της χρόνια, με το καλημέρα και μάλιστα από ραδιοφωνικούς παραγωγούς να μην καπνίζουν ούτε στο γραφείο τους. Ήταν η τελευταία εκπομπή, ημέρα Παρασκευή, το είχε αναγγείλει στον αέρα ήδη από τη Δευτέρα, αλλά τώρα το επαναλάμβανε τακτικά, σαν καλή δημοσιογράφος, να μη το χάσει κάποιος και ύστερα ψάχνεται: «Για όσους φίλους και φίλες συντονίστηκαν τώρα, να πω το αντίο μου, κούρασα ίσως τους υπόλοιπους που μας ακούνε από την αρχή, και να φανταστείτε μισώ τους αποχαιρετισμούς σαν άνθρωπος! Αντίο λοιπόν φίλες και φίλοι που μου κρατούσατε συντροφιά τόσο καιρό…» . Κοίταξε το τζάμι προς την πλευρά της ρύθμισης του ήχου, εστίασε στην αντανάκλαση της. Θα άξιζε να έμενε εκεί, να συντροφεύει για λίγο ακόμα το στούντιο, ακόμα και μετά την αποχώρηση της. Πριν κανένα μήνα όταν το είχε πάρει απόφαση η Κατερίνα είχε προτείνει στην Έρρικα, όπως και στις άλλες δύο συναδέλφισσες στο γραφείο, να κρατήσουν όποιο βιβλίο ήθελαν, από εκείνα που είχε στη βιβλιοθήκη της, στα παραγεμισμένα ράφια πίσω από το γραφείο της. Προς έκπληξη της Κατερίνας, η μικρή όχι απλά πήγε, αλλά έβγαλε αμέσως δύο βιβλία από τη θέση τους και επέστρεψε ικανοποιημένη στη θέση της. Τα είχε τσεκάρει δηλαδή από πριν. Έκανε εικόνα την Έρρικα να ξύνει τα κόκκινα μαλλιά της, να ανοίγει το παράθυρο γεμάτη δυσαρέσκεια που οι άλλες συνέχιζαν να καπνίζουν και να πλησιάζει τη βιβλιοθήκη της, να κοιτάει τους τίτλους ξανά και ξανά, να παίρνει στα χέρια της βιβλία και να τα ξεφυλλίζει. Τι άλλο να έκανε η Έρρικα μόνη της στο γραφείο; Να έψαχνε και τα συρτάρια της Κατερίνας; Να καθόταν στη θέση της και να κοίταγε τη θέα από το παράθυρο; Ποια θα έπαιρνε άραγε το γραφείο της μετά την αποχώρηση της; Σίγουρα όχι η Έρρικα, παρά τον τουπέ της, παρέμενε η νεότερη και σε ηλικία και σε εμπειρία. Μετά, ποιος ξέρει γιατί, έκανε εικόνα να ακούει ράδιο την ώρα που έως τώρα ήταν η εκπομπή της. Εκείνη θα ήταν ποιος ξέρει πού, στο αμάξι ίσως ή στην κουζίνα της και θα άκουγε τη φωνή της Έρρικας. Η μικρή θα μίλαγε για καμιά σειρά του Νέτφλιξ, ίσως πέταγε και κανένα στίχο από Ντίνο Χριστιανόπουλο (η Έρρικα είχε διαλέξει να κρατήσει μόνο κάτι δικές του ποιητικές συλλογές από τους τίτλους στα ράφια της) και με την ίδια ανάσα θα μίλαγε για ζώδια. Μετά, η Κατερίνα σκέφτηκε πως η μικρή κοκκινομάλλα θα πέταγε σε κάποιο άκυρο θέμα, ίσως να μίλαγε για :"αυτοϊκανοποίηση στο χώρο της εργασίας, όλοι δεν το έχουμε κάνει, έστω μία φορά;". Και τότε καρφώθηκε στην Κατερίνα η απορία ποια καρέκλα θα επέλεγε η μικρή κοκκινομάλλα. Γιατί δε θα έλεγε ψέματα, θα το είχε κάνει εκεί, σε μία από τις τέσσερις καρέκλες που την περιστοίχιζαν. Το σκέφτηκε σοβαρά ενώ περιφερόταν στο άδειο γραφείο της. Η δική της καρέκλα είχε δίπλα ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στα παράθυρα των διαδρόμων, το κτήριο είχε μορφή πί (έτσι να το λένε;). Από την άλλη εάν η Έρρικα έμενε στη θέση της, σκέφτηκε, θα ήταν εύκολο να την πιάσει κάποιος αν άνοιγε την πόρτα, μιας και το στρυμωγμένο γραφείο της ήταν σε μια ευθεία και τα πόδια της φάτσα κάρτα στην είσοδο του δωματίου. Όχι, όχι, η Έρρικα δε θα έμενε στη δική της καρέκλα, ούτε θα πήγαινε στην καρέκλα της Κατερίνας. Θα πήγαινε στης Θάλειας, το μέσα-μέσα γραφείο, που είχε πάντα πρόχειρους συνδετήρες και υπογραμμιστικά. Έτσι και να έμπαινε κάποιος μέσα θα μπορούσε άνετα να περάσει απαρατήρητη η ενασχόληση της με το σώμα της. Σαν υπνωτισμένη η Κατερίνα πήγε και έκατσε στην καρέκλα της Θάλειας. Η Έρρικα φοράει πάντα τζιν, σκέφτηκε, ενώ οι φούστες βοηθάνε περισσότερο σε κάτι τέτοια. Άνοιξε τα πόδια της. Κοίταξε γύρω της, τους τοίχους, τα αποκόμματα από περιοδικά και εφημερίδες, φωτογραφίες, παιδικές ζωγραφιές και κινηματογραφικές αφίσες γύρω της. Τις βιβλιοθήκες της δουλειάς, τα στριμωγμένα γραφεία και τις καρέκλες με τα μαξιλάρια. Μύριζε καφέ, τσιγάρο και γυναικείο άρωμα. Το ένα της χέρι ήταν στο στήθος μου και το άλλο στο εσώρουχο της. Όλη αυτή η σκόνη που έλεγε πως κάποια στιγμή θα ξεφορτωθεί πόσο καλύτερα φαινόταν από εδώ! Για αυτό δυσανασχετούσε διαρκώς η Θάλεια. Πόσο θα της έλειπε η Θάλεια αλήθεια. Τα αστεία της για τους συναδέλφους τους, τα ποτά μετά τη δουλειά, οι ιστορίες για την κόρη της. Έβαλε το χέρι της μέσα της, κάπως βλάσφημο να σκέφτεσαι ένα παιδί, ενώ κάνεις κάτι τέτοιο, αλλά δεν είχε ίχνος προστυχιάς όσα γύριζαν στο μυαλό της. Οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και καταστάσεις, οικεία όσο η σάρκα της. Γύριζε η τελευταία της εκπομπή στο μυαλό «σήμερα παίζω τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια, μη ψάχνετε κάποια σύνδεση ή ροή» κι όμως είχε αφιερώσει αρκετή ώρα να ψάχνει με πια σειρά να τα βάλει, ώστε να υπάρχει ροή και αρμονία. Οι ακροατές σίγουρα δε θα είχαν πειστεί από αυτή τη δήθεν προχειρότητα, θα συγχωρούσαν όμως πιο εύκολα τυχόν ατυχίες στις μεταβάσεις. Ήταν υγρή. Όταν ένιωσε το κύμα ζέστης να διαπερνάει το κορμί της σταμάτησε. Κατέβασε τη φούστα της, σηκώθηκε και σουλουπώθηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του γραφείου, θα έβαζε κραγιόν για αυτήν την τελευταία διαδρομή προς τα ασανσέρ. Χρήζει θεατρικότητα η στιγμή, σκέφτηκε, ενώ έριχνε τα τελευταία βλέμματα στην αντανάκλαση της. Γύρισε το πόμολο του γραφείου και βγήκε στο διάδρομο- όσοι είχανε μείνει Παρασκευή βράδυ στον σταθμό ήταν απορροφημένοι στις ασχολίες τους, σήκωναν πάντως εγκάρδια το κεφάλι, την χαιρετούσαν, λέγανε δύο κουβέντες, όλοι ξέρανε πως φεύγει. Μάζευε καλές τύχες σε κάθε στάση της στην περιήγηση της στο σταθμό. Κατέβηκε και πήγε προς την καφετέρια – είχε ξεχαστεί, ίσως να είχε ήδη κλείσει, κράταγε την κούπα στο χέρι της, τι θα την έκανε αν είχε όντως κλείσε; Να την επέστρεφε στον σταθμό, να την πέταγε, να τη άφηνε απ’έξω; Η καφετέρια παρέμενε ανοιχτή, σχεδόν δηλαδή, ο υπάλληλος είχε κλείσει τα φώτα και ήταν φορτωμένος με μια σακούλα σκουπιδιών μεγαλύτερη από το μπόι του. «Αργήσατε σήμερα!», της είπε εγκάρδια, χωρίς ίχνος επίπληξης, αν και σίγουρα το πλυντήριο είχε ήδη ξεκινήσει. «Με συγχωρείτε, ήταν η τελευταία μέρα στη δουλειά και αφαιρέθηκα! Ελπίζω να μην σας καθυστέρησα», είπε εκείνη, δήθεν απολογητικά. Ο μικρός την κοίταξε προκλητικά, είχε όρεξη η κυρία, θα το τράβαγε. Σήκωσε την σακούλα σκουπιδιών «Δεν σας περίμενα για να κλείσω, όπως βλέπετε, Και γιατί τελευταία;» «Με έβαλλαν σε ώρα που δεν ήθελα και δεν το ανέχτηκα» είπε στα ψέματα η Κατερίνα «Και τι ώρες ανέχεστε;» Τον κοίταξε έκπληκτη «όταν με περιμένει το κοινό μου» Την πλησίασε και της πήρε την κούπα από το χέρι, «Ωραίο πρέπει να είναι αυτό.» Ένιωσε αφελής, κακομαθημένη «Ευχαριστώ για την κούπα» είπε αυτός, υψώνοντας τη λίγο, για να φαίνεται παρά τη γυρισμένη του πλάτη «Δεν κάνει τίποτα.» Η Κατερίνα γύρισε μετά από μια εβδομάδα να πάρει κάτι τελευταία πράγματα – να τακτοποιήσει κάτι τελευταίες υποχρεώσεις με το λογιστήριο και να πιει καφέ. Ρώτησε που είναι ο Αντρέας. Αστειεύτηκε πώς εκείνος μόνο πετυχαίνει τον καφέ της. Ο άλλος υπάλληλος χαμογέλασε συγκαταβατικά. Την πληροφόρησε πως έχει ρεπό. «Να σας κάνω λοιπόν εγώ τον καφέ;» «Ναι, βεβαίως…» Μερικούς μήνες μετά πήγε στο τζαμί της καφετέριας κρέμασε το κεφάλι της και την υποδέχτηκε μια γνώριμη φωνή: «διπλό καπουτσίνο, σκέτο με πάνω σοκολάτα και ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης;». Είχε γυρίσει στο σταθμό, η νέα εκπομπή της λεγόταν «Ιντερνάσιοναλ» και ήταν δύο ώρες μετά την ώρα της «Τρικέζας» (που είχε αντικατασταθεί από την εκπομπή «Μία μπανάλ Μπανανία»). Και η Κατερίνα έψαξε στην τσέπη της, όσο περίμενε τον καφέ της, να καπνίσει.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|