by Φωτεινή Κωστοπούλου Το ρολόι έδειχνε 23:50. Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει. Αν ήθελε να κάνει. Ίσως να μην ήξερε να θέλει. Πιθανότατα να μην ήξερε γενικά, κι αυτό ομολογουμένως ήταν εμπόδιο που μερικές φορές τον ενοχλούσε όσο και οι άδικοι άνθρωποι. Ή τέλος πάντων αυτοί που υπολάμβανε ως τέτοιους. Αποφάσισε να διαβάσει, αυτόματα όμως το μετάνιωσε. Ήταν συμπαθής, έτσι όπως φαινόταν παραδομένος στην παραδοξολογία του. Από τη μία τόσο συνεσταλμένος, επιφυλακτικός μπροστά στην προοπτική λαξεύματος του εαυτού του, από την άλλη τόσο αποφασισμένος να σημειώσει τη δική του επανάσταση, ώστε ήδη να παρακολουθεί τον εαυτό του σε στενό κινηματογραφικό πλάνο, ζεσταίνοντας τα πόδια του στα πιο ιδιαίτερα μουσικά χαλιά. Είχε βέβαια συνδυάσει την επανάσταση με τους δρόμους και όχι με χαλιά κινηματογραφικής υφής, ωστόσο αντιλαμβανόταν πως για την ώρα έπρεπε να στραφεί προς τον εαυτό του, πριν συνδεθεί με άλλους. Εξάλλου, δεν υπολειπόταν επαναστατικότητας η εν λόγω σύνδεση κι αυτό το υποπτευόταν. Έπρεπε λοιπόν να χτίσει προοδευτικά τον κόσμο του. Δε γνώριζε από πού να αρχίσει. Το μόνο που μπορούσε να επαληθεύσει ήταν η διάχυση μιας απροσδιοριστίας που τον έθετε σε συνεχή εσωτερική κίνηση. Χαμογέλασε με την αντίθεση του αναβρασμού στο μυαλό του και την ατάραχη εικόνα που θα έβλεπε ένας τρίτος. Κι αυτό γιατί, εκτός των άλλων, του κινούσαν το ενδιαφέρον οι περαστικοί που έβλεπαν χωρίς να κοιτούν, φτάνει αυτοί να ήταν πράγματι περαστικοί. Ή τέλος πάντων να τους υπολάμβανε ως τέτοιους. Και τώρα μετεωριζόταν προσπαθώντας να δει πάνω από τις σκέψεις του, ήταν όμως αρκετά άτυχος ώστε αυτές να είναι άμορφες, διάφανες και μάλλον αέριες, μιας και πιέζοντας τον εαυτό του να τις προσδιορίσει, άλλαζε συνάμα και την πυκνότητά τους. Καταλάβαινε, ωστόσο, πως παρά τον άμορφο χαρακτήρα τους, αυτές ολοφάνερα πραγματοποιούσαν ανταρσία, ήταν αποφασισμένες να σαρκωθούν αποκτώντας δομή και αυτό τον ενέπνεε. Χρειάστηκαν, βέβαια, μερικά λεπτά για να νιώσει τις εξεγερθείσες σκέψεις, άψυχα κουφάρια στο στόμα του, να αναδίδουν μιαν ανυπόφορη χωμάτινη γεύση. Χαμογέλασε και πάλι. Έβρισκε συναρπαστικές τις αντιθέσεις που συνέθεταν τον κόσμο. Ή τέλος πάντων όσες υπολάμβανε ως τέτοιες.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|