του Βασίλη Μπαρούτη Η αμηχανία μεγάλωνε καθώς πλησίαζε στο συνοικιακό μαγαζί με τα γυναικεία ρούχα. Τι θα μπορούσε να πει, πώς να αποδείξει στον υπεύθυνο του καταστήματος ότι το πανάκριβο πορτοφόλι, ασορτί με τη μπλούζα που είχε αγοράσει, βρέθηκε στην τσάντα της χωρίς δική της βούληση. Όταν κάλεσε νωρίτερα το πρωί ο ίδιος ακούστηκε καχύποπτος. Όχι αυτά που της είπε, μόνο η χροιά της φωνής του ή έτσι της φάνηκε ότι αυτή η φράση «ελάτε από το κατάστημα και θα το τακτοποιήσουμε, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας αλλά δώστε μου αν έχετε την καλοσύνη τη διεύθυνση σας αν χρειαστεί να περάσουμε εμείς». Τι να χρειαστεί, αφού του είπε ότι το μεσημέρι θα το πήγαινε πίσω. Αν τώρα όμως η πράξη αυτή της επιστροφής είχε να κάνει με την μεταμέλεια της και οι ερωτήσεις του υπευθύνου ήταν ανάρμοστες; Ή ακόμα χειρότερα αν τύχαινε να βρεθεί κάποιος γνωστός της στο κατάστημα και άκουγε τη συζήτηση, τότε τι θα σκεφτόταν κάθε φορά που την συναντούσε στη γειτονιά, όχι μόνο στα ενδύματα, μα και στο σούπερ μάρκετ, στον μπακάλη, το κομμωτήριο, τι θα έλεγε ο ένας στον άλλο;
Και όταν η φήμη από στόμα σε στόμα εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά τότε τα αδημονούντα ραντεβού για μαλλιά ή νύχια ή οποιοδήποτε άλλο είδος καλλωπισμού θα γίνονταν δυσεύρετα έως ανύπαρκτα. Την άκουγε ήδη τη φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού: «λυπάμαι, είναι κλεισμένα όλα για αυτό τον μήνα, να σας βάλουμε σε δύο χρόνια;» ή «δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο, το μόνο που μπορώ να κάνω για εσάς είναι Κυριακή βράδυ στις δώδεκα και μισή». Αυτό το «και μισή» θα ακούγεται και λίγο ότι κάποιος τη μισεί αλλά ίσως να είναι παιχνίδι του μυαλού της. Το λοιπόν έβλεπε τον εαυτό της σε δύο τρεις τέσσερις εβδομάδες ένα περιφερόμενο αναμαλλιασμένο πλάσμα που στο διάβα του κλείνουν πόρτες από μαγαζιά, από φαρμακεία, κατεβαίνουν ρολά σε συνεργεία αυτοκινήτων, τελειώνουν τα ποτά στο μπαρ, χαλάει η μηχανή του καφέ, δεν υπάρχουν ραντεβού στο γιατρό και στο τέλος όλα όσα της παρείχαν με χαμόγελο και αβρότητα ή έβρισκε να αγοράσει, να ντυθεί ή να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της, τελικά αδίκως, να τα στερείται. Οι καταστηματάρχες που συναλλασσόταν μαζί τους με συνέπεια, πλέον την αναγκάζουν σε εξοστρακισμό σε άλλες γειτονιές όπου πρέπει να πάρεις τραμ, μετρό και λεωφορείο για να φτάσεις, άσε που δεν έχουν μετά και πλατεία να κάτσεις για να πιείς έναν καφέ. Προσάπτοντας στην άρνηση αυτή να την εξυπηρετήσουν ασήμαντες δικαιολογίες, της σειράς και το χειρότερο είναι ότι δεν νοιάζονται που ακούγονται τόσο γελοίες με την ανεπάρκεια να συναναστρέφεται τη βλακεία, αρκεί αυτή – η κλέφτρα, να πάρει δρόμο από το μαγαζί τους. Να γίνει παράδειγμα προς όλους. Γιατί μέχρι τότε όταν στο τέλος της ημέρας υπήρχαν λιγότερα στο ταμείο, όταν κάποιο αντικείμενο έλειπε αλλά αυτό δεν γινόταν αντιληπτό παρά μόνο όταν ήταν ήδη αργά, όταν κάποιος έκλεινε ραντεβού αλλά δεν πήγαινε ποτέ, τελικά βρήκαν ποιος κρυβόταν πίσω από όλες αυτές τις μικρές παρατυπίες που σου χαλάνε τη βολή, ήταν λοιπόν αυτή η ελαφροχέρα, με την επιπολαιότητα που έχει καταλάβει το μυαλό της και της δίνει ώθηση να πράξει ασυνείδητα και εις βάρος των ταλαίπωρων επαγγελματιών, όσων είχαν την ατυχία να εγκαταστήσουν τα μαγαζιά τους σε τοποθεσία που η ίδια περιδιαβαίνει καθημερινά με διάθεση να επιδοθεί στο αγαπημένο της σπορ που δεν είναι άλλο από την κλεψιά. Η εκδοχή αυτή της πραγματικότητας που επρόκειτο να κλιμακωθεί με την αυτόβουλη μετεγκατοίκηση της σε άλλη περιοχή της Αθήνας της φάνηκε να την ζαλίζει. Μόλις πριν λίγο καιρό είχε μετακομίσει για να ξεφύγει από το φάντασμα μίας καταστροφικής σχέσης με τον πρώην αρραβωνιαστικό της και ήταν πεπεισμένη ότι αξίωνε μία νέα ζωή πιο ακατάστατη και χωρίς συνέπειες με μία ελαφρότητα που επιθυμούσε να σκεπάζει τα καμώματα της. Χωρίς πολλές σκοτούρες δηλαδή με λίγα λόγια. Μετά από πόσα, πέντε- έξι χρόνια επιτέλους έβρισκε χαρά στις απλές συγκινήσεις χωρίς να ακολουθεί τον Στράτο σε ευφάνταστα πάρτι με τους κοσμικούς φίλους, χωρίς να στέκεται στην πρώτη σειρά στις συναυλίες του φροντίζοντας να είναι βαμμένη και ντυμένη στην τρίχα για να μην τον ρεζιλέψει και αποφεύγοντας πάντα να κοιτάξει όταν κάποια θαυμάστρια του έβαζε κρυφά στη τσέπη ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο της. Γιατί ο δικός της με το ταλέντο του στη μουσική, εκείνη την εποχή είχε μεγάλη πέραση και όλοι οι καλλιτέχνες της έντεχνης σκηνής χρειάζονταν έναν καλό συνεργάτη στο βιολί και το δικό του φαίνεται ήταν το πιο μελωδικό. Όλα είχαν πάρει το δρόμο τους και θα ξημέρωνε σύντομα η μέρα που ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής μουσικής θα ήταν για πάντα στην αγκαλιά της. Με ότι αυτό συνεπαγόταν στη σχέση του με μία κοινή θνητή όπως ένιωθε η ίδια στις συναναστροφές με τον κύκλο του. Όπως δεν του έλειπε ούτε το χάρισμα της εμφάνισης υπήρχαν και πολλές άλλες ευκαιρίες, όχι και τόσο μουσικές. Αυτό που την είχε τρελάνει τελείως, ήταν το πόσο εύκολα κέρδιζε το θαυμασμό του κοινωνικού περίγυρου. Όντας έξυπνος και συνεσταλμένος, πάντα με ευγένεια στο λόγο του και χιούμορ που κληρονόμησε προφανώς από τους γονείς του που δούλευαν στο θέατρο, είχε την τάση να μαζεύει γύρω του ένα σωρό φίλους, γνώριμους και παρατρεχάμενους που δεν έδιναν την παραμικρή σημασία σε εκείνη. Είχαν όμως και τις καλές τους στιγμές. Όπως τότε που εκείνη μπήκε στο στούντιο κατακόκκινη από ντροπή, την ώρα που ηχογραφούσε και έκλεισε το γενικό διακόπτοντας τα πάντα για να του πει ότι είχε δυο μέρες να φανεί στο σπίτι και είδε πάνω στη θήκη του βιολιού την αγαπημένη της φωτογραφία. Όπως όταν τη ρώτησε αν ήθελε να περάσουν τις γιορτές με τους γονείς του και εκείνη αρνήθηκε και τότε την άφησε μόνη αλλά επέστρεψε την ίδια μέρα για να της μαγειρέψει το πιο ωραίο χριστουγεννιάτικο δείπνο και έμειναν οι δυο τους να πίνουν μοσχοφίλερο αγκαλιά μέχρι τα ξημερώματα. Είχε πάντα ένα τρόπο να την φέρνει στο χείλος του γκρεμού και το δευτερόλεπτο πριν τη σπρώξει να την τραβάει κοντά του με αυταπάρνηση. Σαν να βλέπουν την ωραιότερη ταινία μαζί αλλά να την αφήνει μόνη στην πιο ρομαντική σκηνή και μετά να γυρνάει με ποπ κορν και καραμέλες να την παρηγορήσει. Η αλήθεια είναι ότι η ίδια δεν το άντεξε. Ο Στράτος είχε το δικό του τρόπο να ζει ανέμελα και ένιωθε ότι όλο το βάρος της φροντίδας στη σχέση τους έγερνε μονόπαντα σε εκείνη. Όταν τον άφησε δεν έκανε το παραμικρό. Ούτε τηλέφωνο ούτε μήνυμα, μόνο μία τούρτα στη γιορτή της και ένα περίεργο συμβάν με πυροτεχνήματα που όμως δεν πείστηκε ότι ήταν υπαίτιος ο ίδιος. Όλα συνέκλιναν σε μία και μόνο απόφαση. Δεν υπήρχε ποτέ η επιλογή να επιστρέψει το πορτοφόλι. Παρόλες τις αντιφάσεις που ξεσήκωνε στη συνείδηση της αυτή η απόφαση φαίνεται ότι ήταν η μόνη λύση. Αργότερα μέσα στη μέρα θα έστριβε στη γωνία αποφεύγοντας την είσοδο του καταστήματος, ρίχνοντας μόνο ένα φευγαλέο βλέμμα στον υπάλληλο που καραδοκούσε να την υποδεχτεί στην πόρτα ενώ κοιτούσε για πολλοστή φορά το ρολόι του. Η απόφαση παρόλο που φάνταζε στιγμιαία, τα ίχνη της χάνονταν στα βάθη των τεράστιων δευτερολέπτων που αν και στην καθημερινή ζωή ήταν το ίδιο σύντομα με τους χτύπους της καρδιάς, στη σκέψη της διαστέλλονταν σε χρόνια ολόκληρα. Πώς αυτή που δεν είχε ακουμπήσει ποτέ της κάτι ξένο, έπεσε σε αυτό το ολίσθημα; Καθώς γυρνούσε σπίτι, κοίταξε προσεχτικά το πορτοφόλι που κρατούσε και είδε ότι είχε κεντημένο πάνω του ένα μικρό βιολί. Και τότε σαν ατέρμονη ώθηση που τη γαργάλησε στα μάγουλα αγνοώντας τη δυσάρεστη θέση που είχε βρεθεί, μία σκέψη την καθησύχασε. Ότι εκείνο το πορτοφόλι την βρήκε σαν αντί-ενθύμιο γιατί τίποτα δεν κράτησε δικό του να έχει να θυμάται. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμά της και ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ τα μάτια της, που δεν είχαν συνηθίσει ακόμα το περίγραμμα του ευγενούς μουσικού οργάνου πάνω στο μαλακό δέρμα, την πόνεσαν μόλις είδε τον Στράτο να την περιμένει ακουμπισμένος πλάτη στον τοίχο. Φορούσε το χαμόγελο του μαραγκού που μόλις είχε τελειώσει μία περίτεχνη ξυλογραφία και την κοιτούσε σαν μικρό τρωκτικό λίγο πριν πέσει πάνω σε ένα τεράστιο κομμάτι τυριού. Έκρυψε το χέρι της που κρατούσε το πορτοφόλι πίσω από τη μέση της και τον χαιρέτησε μονολεκτικά. Τότε μόνο πρόσεξε το χαμόγελο, μια παιδική έκφραση του προσώπου που ομολογούσε μια απρόβλεπτη συμπεριφορά, σαν το παιδί που ενώ το μαλώνεις κοιτάει από το παράθυρο τις κούνιες. Τον πλησίασε αυτή τη φορά φέρνοντας το λάφυρο του χωρισμού τους στο ύψος των ματιών του. «Εσύ ρε κάθαρμα;» του είπε και έπεσε στην αγκαλιά του.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|