από την Χριστίνα Μανωλακάκη «Τα ναρκωτικά να ξέρεις σε κάνουν να έχεις τρελό κόψιμο. Χωρίς πλάκα, νιώθεις πώς όλη σου η ύπαρξη είναι προορισμένη για το χέσιμο. Μόνο για αυτό και για τίποτα άλλο.» Ο άντρας έκανε παύση για να φέρει το τσιγάρο μια ακόμα φορά στα χείλη του. Τράκα στην τράκα. Και οι μικροί που είχε βρει στο παγκάκι φαινόταν πρόθυμοι να του δώσουν κι άλλα. Τράκα στην τράκα, ιστορία στην ιστορία. Ήταν ευχαριστημένος εκείνα τα λεπτά: είχε βρει και ακροατήριο και τρόπο να θρέψει τον εθισμό εκείνο που ακόμα επέτρεπε στον εαυτό του. «Θυμάμαι μια μέρα που έβρεχε και ήμουν με τη Μαρία στη στάση. Είχαμε εκνευριστεί γιατί ο Τζίμης μας είχε κλέψει και είχαμε μείνει με λιγοστά ευρώ, οπότε αγοράσαμε λιγότερο σταφ από όσο υπολογίζαμε. Η Μαρία ενώ έκανε ένα από τα τσιγάρα της –κάμελ γαλάζια- δεν σταμάταγε να με βρίζει, να σιχτιρίζει εμένα και την τύχη της, το κλούβιο της το μυαλό που είχε καταλήξει με ένα κοπρόσκυλο σαν και εμένα. Στο πρώτο τέταρτο ίσως ανέφερε και καμιά φορά τον Τζίμη, αλλά σύντομα όλο το μένος και ο εκνευρισμός της έπεσαν πάνω μου. Το τι μου έλεγε δεν υπάρχει... Και με σκούνταγε και μέσα στον κόσμο. Εγώ επίσης ένιωθα θυμό, αλλά κατά βάση κούραση. Πάντα ένιωθα κούραση. Περιμέναμε, όπως είπα, το λεωφορείο να πάμε στο σπίτι της μάνας της Μαρίας. Θέλαμε να φάμε, να πλυθούμε, να γαμηθούμε σαν άνθρωποι. Και η Μαρία να χέσει. Ντρεπόταν έξω γιατί λέει τα σκατά της μύριζαν άσχημα, γιατί ακουγόταν, γιατί ο κόσμος θα ήξερε και θα την κοίταγε περίεργα, γιατί μετά ήθελε να ξαπλώσει, γιατί δεν ξέρω γιατί, γιατί είχε κολλήσει στο μυαλό της Μαρίας. Αλλά το λεωφορείο δεν εμφανιζόταν. Οι άνθρωποι ήταν εκνευρισμένοι γιατί είχε βροχές τον Δεκέμβρη, η Μαρία γιατί της φαινόταν άδικος ο κόσμος και θα την έκρινε από το χέσιμο της και γενικά δεν πέρναγα καλά.» Νέο διάλειμμά για τζούρα. Άρχισε να έχει αμφιβολίες. Ίσως δεν ήταν καλή αυτή η ιστορία. Τα παιδιά θα την βαριότανε. Σε λίγο, σκεφτόταν, θα του χτύπαγαν συγκαταβατικά την πλάτη και θα τον άφηναν μόνο στο παγκάκι. Σκέφτηκε να την αλλάξει, να προσθέσει κάτι. Και άλλη τζούρα ενώ έβλεπε τα βλέμματα των μικρών να πηγαίνουν στην οθόνη των κινητών τους. Τα άδεια μπουκάλια γύρω τους φανέρωναν πώς ήδη καθόταν ώρα εκεί. Και άλλη τζούρα. Χωρίς ψέματα αποφάσισε. «Εγώ σκεφτόμουν μόνο να πηγαίνω στο σπίτι να βγάζω τα παπούτσια μου. Φανταζόμουν τον εαυτό μου να βρίσκει ποσότητες κόκας, της καλής, αν και ήξερα καλά πως μόνο σίσα είχαμε– και όχι αρκετής και για τους δυο μας ως αύριο. Είχα αυτήν την εικόνα πάντως στο μυαλό μου και λοιπόν, δεν κρατιόμουν να πάω σπίτι, να πάψει την μουρμούρα η Μαρία, να βγάλω τα παπούτσια, να αρχίσω να κάνω γραμμές, να σνιφάρω σαν να μην υπάρχει αύριο, να χώνω το χέρι μου στη κόκα να τη τρίβω στα δόντια της Μαρίας και να τη γαμάω, να τη γαμάω και να χύνω. Αλλά το λεωφορείο δεν εμφανιζόταν, είχε ήδη σκιπάρει ένα δρομολόγιο και ένιωθα πως είχα κολλήσει εγώ και οι δείκτες και όλοι σε ένα εξοντωτικό παρόν με βροχή, τη Μαρία να χέζεται και να γκρινιάζει και να με κατηγορεί. Της είχα πει να πάμε απέναντι στο κατάστημα, ένα φασφουνταδικο που μπαίνει και βγαίνει μπόλικος κόσμος, πως δεν θα καταλάβαινε κανείς πως εκείνη ήταν που έχεσε, κάνεις δεν θα ήταν έκρινε ή θα έβγαζε συμπεράσματα. Αλλά η Μαρία ντρεπόταν. Έλεγε έχουν βάλει κωδικούς στις πόρτες, πως για να χέσεις μόνο που δεν σου ζητάνε ταυτότητα, έλεγε πως δεν ήθελε να στηθεί στο ταμείο για να την απορρίψει κάποιος ως πρεζάκι, ούτε ήθελε να βάλει τα χέρια της μπροστά σε όλους εκεί για να βρει στα σκουπίδια καμία απόδειξη. Και έτσι η ώρα περνούσε και η Μαρία όλο χεζόταν περισσότερα, και όλο δεν ερχόταν λεωφορείο, και όλο ήθελα να τελειώνω και να φτάσω σπίτι. Στο τέλος ήρθε το λεωφορείο. Σε είκοσι λεπτά θα ήμασταν σπίτι. Τέλος καλό, όλα καλά σκέφτηκα. Τέλος η βροχή, η γκρίνια τα πάντα. Τώρα σε κάτι στάσεις, μας περίμενε το μετά, η συνέχεια του χρόνου. Στέκομαι πίσω από δύο κοπέλες, έτοιμος να επιβιβαστώ. Η Μαρία δίπλα μου. Ανεβαίνω, Και ξαφνικά νιώθω ένα σκούντημα. Κοιτάω και η Μαρία μου κάνει νόημα. Σιωπηλά μου λέει «πρέπει να πάω τώρα, θα χεστώ στο λεωφορείο, έλα». Μα εγώ δεν κατέβηκα, μόνο της είπα να πάει μόνη της, πώς δεν αντέχω άλλο.» Σιωπή. Τζούρα. Σιωπή. «Και έφυγα με τα κλειδιά της για το σπίτι της μάνας της. » Τζούρα. «Πήγα λοιπόν μόνος μου στο σπίτι της μάνας της. Ευτυχώς η γυναίκα δεν ήταν εκεί.» Σιωπή. Τζούρα. Σιωπή. Ένας πιτσιρικάς ρωτάει «Χωρίσατε με τη Μαρία;» Ο άντρας τον κοίταξε, «την είδα με τον Τζίμη μετά από κάτι μέρες. Αλλά χωρίσαμε καιρό μετά». «Μαλακία» αποκρίνεται ο πιτσιρικάς αμήχανα. «Μαλακία», επαναλαμβάνει και ο άντρας και έπειτα χτυπάει στην πλάτη τον έναν εικοσάρη «Χάρηκα παιδιά, ευχαριστώ για τα τσιγάρα». Περπάτησε στον κεντρικό δρόμο της πόλης, με τους χριστουγεννιάτικους στολισμούς. Ανοιχτές ήταν μόνο κάτι καφετέριες- μπαρ και ένα περίπτερο. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. «Ένα πακέτο γαλάζιο κάμελ».
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|