by Χριστίνα Μ. Αναγνώρισα την κοπέλα με τα πόδια σα καλαμάκια. Λεπτά και ίσια και εξαιρετικά άσπρα. Νομίζω μου αρέσουν. Απόψε κάθισα δίπλα της. Ένα μικρό ρίσκο για εμένα. Ήξερα πως θα μου μιλούσε. Έτσι και έγινε. Δεν απευθυνόταν ποτέ στο άτομό μου με το όνομά μου, σα μια μικρή, ξανθιά γκέισα έπαιζε με το πώς θα με αποκαλούσε, έντεχνα αποφεύγοντας το πραγματικό μου όνομα.* Με ηρεμούσε αυτό, σε όλα τα αναπάντεχά της είχε πάντως ένα μοτίβο. Ένα μοτίβο τρόπων που εκεί που σε έκανε να νιώθεις οικεία, γινόταν απρόσιτη, εκεί που κρεμόταν από τα χείλη σου, ξάφνου χασμουριόταν και κοίταγε την ώρα. Λίγο σα γάτα. Και σα γκέισα και σα γάτα. Χα. Θα της άρεσαν και τα δύο. Είναι αργά να της τα πω τώρα βέβαια. Ίσως να μην ήταν αυτή που μου άρεσε. Το σκέφτομαι καιρό αυτό. Ίσως το όλο πράγμα να ήταν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μου είχαν πει τόσες φορές πως θα έρθει από εκεί που δεν το περιμένω, οπότε όταν τα δύο της καλαμάκια βρέθηκαν για πρώτη φορά δίπλα μου, ονόμασα την τυχαιότητα, τύχη και τον ενθουσιασμό, έρωτα. Έβρεχε, όπως και σήμερα. Αλλά δε μας ενδιαφέρει ο καιρός, ή μάλλον λίγο, βλέπεις ήταν η μόνη που φορούσε σορτς, και τα άσπρα, λεπτά πόδια της μοιάζαν κάπως παράταιρα. Τράβηξαν κατευθείαν το βλέμμα μου. Πήγα και ζήτησα αναπτήρα. Είχε σπίρτα μονάχα, πείραζε; Όχι φυσικά, το ίδιο πράγμα. Της άρεσε η μυρωδιά του καμένου. Εμένα της βενζίνης. Όπως και σε πολύ κόσμο... Όχι σε εκείνη; Την ενοχλούσε κάπως. Με ενοχλεί να τα θυμάμαι αυτά, τα μεγάλα μάτια της μαγνητισμένα πάνω μου, σαν να μην υπάρχει άλλος αντάξιος να στραφεί. Το σώμα της γυρμένο ελαφρά προς το δικό μου, λες και το άρωμά της προοριζόταν μονάχα για τα δικά μου ρουθούνια. Με είχε συνεπάρει, γαμώτο. Άλλη ανάμνηση όταν καθόμασταν απέναντι από ένα στρατόπεδο, είχαμε βρεθεί τυχαία εκεί, αλλά αποφασίσαμε πως ήταν ωραίο σημείο, περίεργα ήσυχο. Ήταν η τρίτη φορά που την έβλεπα, και η τελευταία, αλλά αυτό το αγνοούσα. Άραγε σε ποίο φιλί μας να το κατάλαβε; Πότε ήταν που σκέφτηκε πως είχε κορεστεί; Σκέψεις βέβαια αρνητικές υπήρχαν. Εξαρχής. Μα τις αποδιώχνεις και επαναπαύεσαι, ειδάλλως δε θα μπορούσες και να κάνεις κάτι, οτιδήποτε στη ζωή σου. Θα αποκτούσες εμμονές, φοβίες, θα κατέληγες άπραγος. Βέβαια κάπως έτσι νιώθω και τώρα... Είναι και οι περιστάσεις, που ίσως της δίνουν μια βαρύτητα αλλιώτικη από αυτή που της αρμόζει. Ήσουν το τρίτο κορίτσι που φιλούσα. Ήμουν το δεύτερο κορίτσι που φιλούσες. Σε ποίο νούμερο όμως σκέφτομαι θα φτάσεις; Πόσες φορές θα με σκεφτείς; Πόσες θα πας να μου τηλεφωνήσεις; (ίσως και ποτέ, μηδέν) Πόσο απεχθάνομαι τους αριθμούς. Και ειδικά αυτούς που μένουν κρυμμένοι, που διατηρούν τις ερωτήσεις στο κεφάλι σου αναπάντητες... Γαμώτο, στα πόσα φιλιά μας σκέφτηκες πως είχες κορεστεί; Γιατί εγώ διψούσα... Έργο του Anders Røkkum Δείτε και άλλη δουλειά του εδώ: https://www.facebook.com/AndersRokkum/about/?entry_point=page_nav_about_item&tab=page_info http://rockum.tumblr.com/ * Στο βιβλίο "Σιγανή Βροχή" του Ναγάι Καφού σε μετάφραση του Π. Ευαγγελίδη, ο τελευταίος κάνει την εξής επεξηγηματική σημείωση για τις γκέισες
"Οι γκέισες έδιναν συνήθως χαϊδευτικά ψευδώνυμα στους πελάτες τους, και για λόγους οικειότητας και από διακριτικότητα και πρόνοια, μιας κι οι πιο πολλοί ήταν παντρεμένοι"
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|