στις γάτες του κινήματος (ιδίως σε μια, με 2 ονόματα ) Της Χριστίνας Μανωλακάκη Το χέρι μου περιηγήθηκε στο εσωτερικό της τσάντας, ώστε συνάντησε το κραγιόν, το πορτοφόλι μου, τις σκόρπιες σερβιέτες, τις τσαλακωμένες αποδείξεις, τα πάντα ίσως, εκτός από τα γυαλιά ηλίου που έψαχνα. Ο ήλιος ζέσταινε απαλά την πλάτη μου και έτσι δεν μπορούσα να νιώσω τον ελάχιστο εκνευρισμό. Αλκυονίδες μέρες στη Ναυαρίνου, με τους φίλους μου να έχουν αργήσει και εγώ να μην έχω τσιγάρα. Προσπαθούσα να το κόψω , οπότε δεν ήθελα να αγοράσω πακέτο. Τους περίμενα πώς και πώς για μία τράκα.
Μόλις βρήκα και φόρεσα τα γυαλιά ηλίου μου άρχισα να κοιτάω γύρω μου περισσότερο. Με αυτά ένιωθα πώς καμουφλάρω το περίεργο βλέμμα μου, ώστε να μπορώ να περιεργαστώ τους υπόλοιπους θαμώνες άφοβα. Τότε την εντόπισα. Ήταν γυρισμένη πλάτη και με κόσμο γύρω της, μια μεγάλη παρέα, αλλά τα λεπτά, ίσια και εξαιρετικά άσπρα πόδια της βγάζανε μάτι. Τουλάχιστον για εμένα ήταν σαν να βλέπω κίτρινο γιλέκο στο σκοτάδι. Πήρα την απόφαση να πάω να τη χαιρετήσω. Ένα μικρό ρίσκο για εμένα. «Γεια σου γαλλιδούλα», έκανε μόλις με είδε. Αυτό γιατί φόραγα μπερέ. Δεν απευθυνόταν ποτέ στο άτομό μου με το όνομά μου, σα μια μικρή, ξανθιά γκέισα έπαιζε με το πώς θα με αποκαλούσε, έντεχνα αποφεύγοντας το πραγματικό μου όνομα. Αν δεν την ήξερα καλύτερα, θα έλεγα πως είχε ξεχάσει πως με λένε. «Γεια σου Λένα», αποκρίθηκα. Απροσδόκητα αυτό με ηρεμούσε… σε όλα τα αναπάντεχά της είχε πάντως ένα σε μοτίβο. Ένα μοτίβο τρόπων, που εκεί που σε έκανε να νιώθεις οικεία, γινόταν απρόσιτη, εκεί που κρεμόταν από τα χείλη σου, ξάφνου χασμουριόταν και κοίταγε την ώρα. Λίγο σα γάτα. «Θα κάτσεις ή απλά περνούσες;» «Περιμένω κάτι φίλους, τον Στέργιο και την Μαίρη». «Α! Πήγατε μαζί φέτος διακοπές είδα! Στο Πόρτο! Θέλω να σε ρωτήσω να μου πεις διάφορα γιατί σχεδιάζω και εγώ να πάω! Πόσες μέρες ήσασταν αλήθεια;» «7 εγώ, οι άλλοι δύο κάτσανε κι άλλες μέρες όμως». «Χμ, καλές οι 7 μέρες…» Μετά σιωπήσαμε και κοιτάξαμε και οι δύο προς τα κάτω. Σα να μας είχε επιβληθεί μια κοινή χορογραφία σηκώσαμε μαζί τα κεφάλια μας. «Θα μου στρίψεις ένα;», τη ρώτησα «Ακόμα δεν έμαθες να στρίβεις βρε ατσούμπαλο;» «Όχι, άσε που προσπαθώ να το κόψω» «Καλό αυτό…» Την αποχαιρέτησα μετά από αυτό. Μου ήταν ακατανόητο το πως κάποτε μιλούσαμε για ώρες. Ξένο μου έμοιαζε και το διάστημα που μου έλειπε. Ή τότε που προσπαθούσα να ανακαλέσω τη μάρκα καπνού της. Με είχε πιάσει μια μανία, λες και αν την έβρισκα θα αναβίωνα κάθε φιλί της. Τώρα είχα ένα τσιγάρο από αυτήν (την ίδια!)και μου ήταν εντελώς αδιάφορο… Ήρθανε τελικά τα παιδιά, ο Στέργιος πήγε την πήρε αγκαλιά και μιλήσανε λίγο. Η Μαίρη έμεινε δίπλα μου. «Πότε δεν την είχα συμπαθήσει», σχολίασε. «Από την πρώτη στιγμή σου είχα πει πως είναι σνομπ. Ακόμα δε καταλαβαίνω τι της βρήκες. Μόνο τη γάτα της φαίνεται να ανέχεται δίπλα της για πάνω από δεκάλεπτο». Δεν μπήκα στη διαδικασία να διαφωνήσω, έκανα μια τζούρα από το βιομηχανικό που είχε δώσει η Μαίρη και χάζεψα τον καπνό να χορεύει στον ουρανό της Αθήνας. Και εγώ όταν την είχα πρωτογνωρίσει την είχα θεωρήσει σνομπ. Φόραγε θυμάμαι ένα κοντό σορτσάκι που άφηνε να φανούν τα λευκά της πόδια, που ήταν γεμάτα γρατζουνιές. «Γάτος;» την είχα ρωτήσει ενώ της έδειχνα μια μεγάλη γρατζουνιά στο γόνατο. Ήμασταν σε κοινή παρέα για κάτι γενέθλια, μια αποπνικτική, ζεστή, καλοκαιρινή νύχτα στη Μεταξά. «Ναι. Πήρα μόλις», μου απάντησε και γύρισε από την άλλη. Μπήκε γρήγορα σε μια συζήτηση που κάτι είχε να κάνει με τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Εγώ βούλιαξα στην καρέκλα για λίγο. Είμαστε, σκέφτηκα, μόνοι σε μια έρημη Αθήνα, γιατί να μη πούμε κάτι άλλο; Ώρες μετά γύρισε η Λένα και μου μίλησε. «Έχεις και εσύ;» «Τι;» «Γάτα καλέ!» είπε λες και είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά από τη δική μου ερώτηση. «Ναι, τον Μπεκρή», αποκρίθηκα. «Χα! Εγώ τη δικιά μου τη λέω Ρόζα», είπε με αυτό που σε μένα φάνηκε με υφάκι. «Α! Κατάλαβα» αποκρίθηκα «από τη Λούξεμπουργκ» «Όχι, όχι», έκανε αυτή. «Από την Ρόζα Πάρκς;;» «Όχι» είπε πάλι και γέλασε, «δεν είμαι τόσο γραφική… είναι επειδή κατουράει στη γλάστρα που η μάνα μου είχε κάτι ροζ τριανταφυλλιές». Γέλασα και εγώ. «Πώς σε λένε;», με ρώτησε «Άννα» «Χάρηκα, εγώ είμαι η Λένα», μου είπε και πρόσθεσε «λοιπόν γατομάνα, τι άλλο πρέπει να ξέρω για σένα;» 7 μήνες μετά μάλλον είχε μάθει ό,τι ήθελε για μένα. «Τελευταία τζούρα και την κάνουμε» είπα στους δύο δίπλα μου, «πάμε βόλτα, όσο έχει ήλιο».
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|