by Βασιλική Συρογιάννη Η μικρή Ρόζα ήταν μόλις 8 χρόνων όταν στο σχολείο τους ανακοίνωσαν πως όλα τα παιδάκια έπρεπε να ζωγραφίσουν μία κάρτα ως δώρο στον δάσκαλό τους την τελευταία εβδομάδα του σχολείου. Ο δάσκαλός της δεν ήταν ο πιο όμορφος,ούτε ο πιο έξυπνος,ούτε ο πιο συμπαθητικός όμως στο παιδικό μυαλό της φάνταζε τέλειος και πολλές φορές εξομολογούταν στη μαμά της πως όταν μεγάλωνε θα γινόταν κι αυτή δασκάλα και θα τον παντρευόταν και θα ζούσαν «αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Έτσι λοιπόν πήρε ένα μπλε και ένα μαύρο στιλό,ό,τι βρήκε πρόχειρο μπροστά της -στο πάντα ακατάστατο γραφείο της- και έφτιαξε μία καρτά γεμάτη ποιήματα και περίτεχνα σχέδια,λουλούδια και πεταλούδες και ουράνια τόξα.Όλα στο μαύρο και στο μπλε. Την επόμενη μέρα πήγε γεμάτη ενθουσιασμό την κάρτα στον δάσκαλό της πιστεύοντας πως θα του άρεσε τόσο πολύ που θα την κρατούσε πάνω στο γραφείο του για να τη θαυμάζει συνέχεια.Ωστόσο όταν του έδωσε την κάρτα εκείνος κοίταξε αδιάφορα μόνο τα μαύρα-μπλε σχεδιάκια στο εξώφυλλο,την καταχώνιασε στο χαρτοφύλακά του μαζί με τις άλλες και ούτε που άνοιξε να διαβάσει τα ποίηματα που με τόσο κόπο σκαρφίστηκε το παιδικό μυαλό. Σαν να μην έφτανε αυτό, πάνω στο γραφείο του έστησε επιδεικτικά μία κάρτα άλλης μαθήτριας.Εκείνη δεν ήταν μαύρη- μπλε.Ήταν πολύχρωμη,δώδεκα διαφορετικοί μαρκαδόροι και τέσσερις διαφορετικές ξυλομπογιές,είχε φανταχτερά γκλίτερ μέσα και έξω και κάθε γωνία του ορθογώνιου χαρτιού τη στόλιζε ένα κόκκινο αυτοκόλλητο καρδιά. Ήταν μία πραγματικά εντυπωσιακή κάρτα. Η μικρή Ρόζα έμεινε άυπνη πολλά βράδια σκεπτόμενη αυτό το συμβάν.Το σκεφτόταν τόσο πολύ που είχε καταλήξει πως και η ίδια στη θέση του αυτό θα έκανε,αφού ποιος θα προτιμούσε μία μαύρη-μπλε κάρτα από μία πολύχρωμη;Και ποιος θα έμπαινε στον κόπο να ανοίξει μία τόσο αδιάφορη κάρτα όταν η άλλη είχε γκλίτερ και αυτοκόλλητα πάνω;Έπεισε τον εαυτό της πως δεν άξιζε. Αποφάσισε πως η κάρτα της ήταν χαζή, πως ήταν λάθος της να τη δώσει και πως δεν θα έδινε ποτέ ξανά στη ζωή της καμία κάρτα. Έτσι κι έγινε. Τα χρόνια πέρασαν, η μικρή Ρόζα δεν ήταν πια μαθήτρια, κι όμως ακόμα θυμόταν εκείνη την υπέροχη κάρτα και με πόση περιφρόνηση ο δάσκαλος είχε βάλει στην άκρη τη δική της. Κι όμως ένα βράδυ την πήρε το παράπονο γιατί ο δάσκαλος ποτέ δεν άνοιξε την κάρτα της να διαβάσει τα όμορφα ποιήματά της.Κι ας ήταν μόνο μάυρο-μπλέ, εκείνο το ουράνιο τόξο που είχε ζωγραφίσει ήταν συμπαθητικό,ίσως και ωραίο.Η άλλη κάρτα ήταν σίγουρα πιο ωραία και πιο φανταχτερή και ίσως πιο καλογραμμένη(ήξερε και παραδεχόταν πως τα γράμματά της ήταν απαράδεκτα ), αλλά η δική της είχε ποιήματα, στιχάκια που δεν είχε μοιραστεί με κανέναν και μια μικρή εξομολόγηση κάτω αριστερά στη γωνία.Και τί έφταιγε αυτή αν στο ακατάστατο γραφείο της υπήρχε μόνο μαύρο και μπλε; Καθένας ζωγραφίζει με ό,τι έχει, αρκεί να ζωγραφίζει κάτι. Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή Ρόζα δεν ήταν πια μικρή.Πλέον αντί να στενοχωριέται, θύμωνε.Θύμωνε γιατί όσες κάρτες κι αν ήθελε να γράψει ήξερε πως θα καταχωνιαστούν στο βάθος ενός χαρτοφύλακα με δεκάδες άλλες ασήμαντες κάρτες. Και αν και στο μυαλό της είχε πολλά στιχάκια και πολλά ποιήματα και πολλά να εξομολογηθεί , στο ακατάστατο γραφείο της είχε πάντα μόνο ένα μαύρο και ένα μπλε στιλό.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|