Γράφει η Χριστίνα Μανωλακάκη Αποφάσισε η Σακαγκάμι να σου πει μια ιστορία για ένα κορίτσι που πίνει ρούμι με λεμόνι - στυμμένο - σε χαμηλό ποτήρι. Η αφήγηση της θα ξεκινήσει ένα βροχερό απόγευμα, το αυριανό για την ακρίβεια, όταν θα σε συντατήσει στο πεζοδρόμιο της Ακαδημίας, κάπου κοντά στο ύψος του σινεμά «Έλλη». Στην αρχή δε θα την αναγνωρίσεις, μιας και τα μακριά, μαυρογάλαζα μαλλιά της θα μένουν κρυμμένα κάτω από την πολύχρωμη ομπρέλα της. Εσύ τη Σακαγκάμι τη γνώρισες μόλις πριν δύο εβδομάδες, μια ηλιόλουστη μέρα, που οι τρίχες της ανέμιζαν ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, ενώ ορθωνόταν προς τον ουρανό τόσο ψηλά, που ενίοτε περιστέρια μπερδευόταν στα λαμπερά μαλλιά της. Εγώ βέβαια την ξέρω πολύ περισσότερο καιρό…
Λες σου μοιάζει περίεργο που η ιστορία μας δεν έχει να κάνει με τη Σακαγκάμι, που όσο ψηλώνουν οι τρίχες της, τόσο η ίδια πέφτει σε αυτή τη θλίψη που σκοτεινιάζει το βλέμμα της. Κι ας έχει έτσι το σβέρκο της ελεύθερο, ώστε μπορούσα να τον φιλάω όποτε ήθελα. Και που έτσι μπορούσα να βλέπω πάντα τα μάτια της και ποτέ δεν την έχανα στο πλήθος. Αλλά εγώ δε χωράω σε αυτή την ιστορία, μιας και έπαψε η Σακαγκάμι να χωράει το χέρι της στο δικό μου. Εγώ μένω εκτός, και άσε που σε λίγο ξεκινάει η βάρδια μου στο περίπτερο. Πρέπει να φύγω, ήδη μοιάζει πως θα καθυστερήσω. Η Σακαγκάμι άλλωστε ξέρει που θα σε βρει. Και εσύ ακούω, δε χάνεις ευκαιρία να τη συναντάς. Σε έχει μαγέψει. Ακόμα και αν σου έλεγε πως είναι το τρίτο παιδί του Αυτοκράτορα Ντάιγκο, θα την πίστευες. Δε σε αδικώ, και εγώ το ίδιο έπαθα. Μην επιμένεις, πρέπει να φύγω σου είπα. Θα γίνουν όπως ήδη ξέρεις τα πράγματα. Θα σε πλησιάσει και θα σου πει για αυτό το κορίτσι που πίνει ρούμι με λεμόνι, στυμμένο σε χαμηλό ποτήρι, που τα ρούχα και τα μαλλιά του μυρίζουν καπνό, και τα ακροδάχτυλα του βαρέθηκαν να κρατάνε τσιγάρα. Εσένα δε θα σε ενδιαφέρει καθόλου η ιστορία, αλλά θα κάνεις κάπου-κάπου ερωτήσεις για να της δείξεις πως την παρακολουθείς και θα κουνάς το κεφάλι σου με έμφαση. Αυτή είναι χαρακτήρας θεατρικού, μα εσύ θα παίζεις θέατρο φίλε! Θα περπατάτε για κάποια ώρα, οπότε θα έχει σκοτεινιάσει όταν θα φτάσετε Αλεξάνδρας. Η Σακαγκάμι θα μπει στο blue note και θα κάτσει στη μπάρα απέναντι από τον Αλέξανδρο, ο οποίος θα της σερβίρει ποτό και φυστίκια χαμογελαστός. Θα κοιτάξει και σένα φιλικά, και θα σε ρωτήσει τι πίνεις. Θα μουρμουρήσεις ουίσκι και θα κάτσεις, ενώ θα ξετυλίγεις το κασμιρένιο σου κασκόλ από το λαιμό σου. Δε θα παύεις να κοιτάς την Σακαγκάμι, με τα υπέροχα μαλλιά της, που θα κυματίζουν, στο ρυθμό της μουσικής. Θα ταξιδεύει ο πόθος σου μέσα από τις τούφες των μαλλιών της και θα τη φαντασιώνεσαι γυμνή, όρθια στη μπανιέρα σου, με το λευκό της δέρμα να λάμπει μπροστά από το λευκό πλακάκι, τόσο που θα είναι σα να χάνεται ολόκληρη σε αυτό, και να μένουν τα μαυρογάλαζα μαλλιά της να χορεύουν μόνο για εσένα, να περιμένουν να τα βρέξεις, να πέσουν ορμητικά χάμω από το βάρος, να τιθασεύσεις το θαύμα, να το κάνεις δικό σου. Μα η Σακαγκάμι θα μιλάει για ώρες, δίχως πρόθεση να πάει σπίτι σου, δίχως πρόθεση να πάει οπουδήποτε πέρα από αυτό το μικροσκοπικό μπαρ. Έχει πάψει να μιλάει σε σένα εδώ και κάποια ώρα. Έχει στραφεί σε έναν θαμώνα. Είναι μεγάλος, άχαρος και με κοιλιά, δε θα νιώσεις απειλή για να είσαι σε εγρήγορση. Από όσα συζητάνε λίγο θα νοιάζεσαι να φτάνουν και στο δικό σου αυτί. Μιλάνε για τη κόρη του. Την πιάσανε το καλοκαίρι με πράγμα στις διακοπές. Τελείωσε φαρμακευτική και έχει πιάσει δουλειά κοντά στο σπίτι του. Τη βλέπει πιο συχνά από παλιότερα. Όχι πως είναι κακές οι σχέσεις με τη μάνα. Όχι πως είναι και καλές βέβαια. Άγριο νιάτο το Σοφάκι. Καλό παιδί. Η Σακαγκάμι γελάει. «Τα ξέρω όλα για τη Σοφία!» θα πει. Και εσύ νυσταγμένος θα τη ρωτήσεις αν η Σοφία είναι το κορίτσι που πίνει ρούμι με λεμόνι, στυμμένο σε χαμηλό ποτήρι. Και η Σακαγκάμι θα γελάσει, και μαζί της και ο άγνωστος άντρας, που θα αρχίσει πλέον να σε ενοχλεί. Εσύ δε θα καταλάβεις γιατί φεύγεις μόνος. Ίσως να το πιάσεις όταν θα περάσεις αύριο έξω από το σινεμά «Έλλη» και η Σακαγκάμι δε θα σε περιμένει. Και θα σκεφτείς τα χέρια του Αλέξανδρου στο blue note να πιάνουν ένα μπουκάλι ρούμι και να το σερβίρουν με χυμό λεμόνι - στυμμένο - σε ένα χαμηλό ποτήρι. Και όλα όσα ήταν να σου πει η Σακαγκάμι ήταν για εκείνη ακριβώς την ίδια. Και καταλαβαίνεις πως το ραντεβού έχει αλλάξει, η Σακαγκάμι κάπου θα σου ανέφερε για ένα άλλο σημείο συνάντησης, μα εσύ θα είχες μείνει στο να κουνάς εμφατικά το κεφάλι σου με στυλ αδιαφορώντας για τις λέξεις της. Και δε θα ξέρεις που θα καταλήγατε γιατί δε θα φτάσετε τελικά ποτέ στο αγαπημένο μπαράκι της Σακαγκάμι. Μοιάζει πως τελικά ίσως να μη χωράς και εσύ σε αυτήν την ιστορία! Όχι, όχι μη νευριάζεις φίλε, καθόλου δε φταίω εγώ. Εγώ απλά τρέχω να μην αργήσω στη βάρδια μου. Η Σακαγκάμι πάντως… όλο και με κάποιον θα πίνει το ρούμι της. Σε χαιρετώ!
1 Comment
Despoina Gaki
26/12/2022 15:52:23
Τη Σακαγκαμι τη συναντάμε κάθε μέρα. Να την αναγνωρίσουμε, να την προσκαλέσουμε. Γιατί δεν αρκεί μόνο να υπάρχουμε. Χρειάζεται να ζήσουμε.
Reply
Leave a Reply. |
Categories
All
|