της Χριστίνας Μανωλακάκη Προσεγγίζω τη μπάρα, στριμώχνοντας το σώμα μου ανάμεσα σε άλλα. Δεν καπνίζει κανείς πια μέσα. Εδώ που κάποτε το πάτωμα ήταν και τασάκι και οι πεταμένες γόπες θεωρούνταν αναπόσπαστο κομμάτι του ντεκόρ. Γύρω μου κόσμος χορεύει, διακριτικά, με εγκράτεια. Οι περισσότεροι κρατάνε ακίνητοι ένα ποτήρι αλκοόλ ασφυχτικά κοντά τους, σαν προέκταση του σώματος τους. Μία μάζα ανθρώπων που αρκείται στον αριθμό της, πάει όπου πάνε κι άλλοι και απλά υπάρχει. Να πει πως βγήκε. «Μία μαργαρίτα για έξω», λέω και αμέσως ο άντρας στο μπαρ κατεβάζει το κεφάλι του να ετοιμάσει την παραγγελία μου. Αν μη τι άλλο, έχει μείνει φτηνό το αλκοόλ σε αυτήν την πόλη. Τα μάτια μου ακολουθούν τα χέρια του αγοριού που με εξυπηρετεί, τα μελετάω μέχρι που συναντάει το βλέμμα μου το δικό του. Από αμηχανία σηκώνω τη ματιά μου στον καθρέφτη που στέκεται από πάνω του, κυρτός, λες και ανυπομονεί να συντρίψει τα παιδιά που δουλεύουν στην μπάρα. Η αντανάκλαση αποκαλύπτει την πλήξη του μέρους.
Επιστρέφω τη ματιά μου στην ευθεία μου. Ο άντρας απλώνει το χέρι να μου δώσει ένα περίτεχνο, γυάλινο ποτήρι, όχι το κλασικό της μαργαρίτας, μα σίγουρα πιο γενναιόδωρο σε ποσότητα. «Για έξω τη θέλω, παρακαλώ», του θυμίζω και αυτός παίρνει το έτοιμο ποτό και το αναποδογυρίζει σε ένα πλαστικό με μία απότομη κίνηση. Η εικόνα του ποτού χαλάει, όπως και η έκφραση του. Στο πλαστικό ποτήρι δεν υπάρχει ούτε ένας κόκκος αλατιού, τείνω πάντως το χέρι μου να το πάρω, να πάω να βρω τους άλλους. «Ξέχασα το αλάτι», σχολιάζει, με απολογητικό ύφος. «Δεν πειράζει». Απλώνω μόνο και το άλλο μου χέρι και χαμογελώντας του ζητάω να μου ρίξει αλάτι στη χούφτα. «Μπόλικο». Το αλάτι αγγίζει το δέρμα μου Μέχρι, που ίσως είναι η ιδέα μου, ακούω κάποιον να φωνάζει το όνομα μου. Ανεπαίσθητα γυρίζω το σώμα μου να αντικρύσω τις μορφές που μελέτησα πριν πρόχειρα απ’ τον καθρέφτη. Δεν προλαβαίνω. Το αλάτι γίνεται το δέρμα μου. Μένω εκεί ακίνητη, με τη μορφή μου συμπαγή σαν πάγο. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά , βουίζει στα αυτιά μου, μου επιβάλλεται σαν ήχος. Και μετά… μετά ακούω κόσμο να βογκάει, να κλαίει, να καίγεται. Θέλω να πάψουν. Τα ουρλιαχτά σκεπάζουν το καθετί. Προσπαθώ να επικεντρωθώ σε κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω, να εστιάσω σε κάτι βήματα. «Θα μου πεις το όνομα σου;», η φωνή έρχεται από μπροστά μου, χαμογελάω στον άντρα που μου ετοίμασε μόλις το πότο. «Είμαι η κόρη του Λωτ», κάνω και γλείφω λίγο από το αλάτι στο χέρι μου. Χαμογελάει στραβά, αμήχανα σχεδόν. «Και εσύ στήλη άλατος, σαν την μάνα σου;» «Όχι, εγώ θα φύγω» Επί τρεις μέρες, έπεφτε από τον ουρανό φωτιά και θειάφι. Και μετά σιωπή. Αυτό που κάποτε ήταν τα Σόδομα κατέληξε να είναι ένα κομμάτι γης που καπνίζει. Και μετά ούτε αυτό. Μέχρι που η γυναίκα ξέχασε πώς λέγανε την πόλη που είχε αγαπήσει, ξέχασε τους χορούς που οι γοφοί της είχαν χορέψει, τα βάρη που το κορμί της είχε απομνημονεύσει και κατέληξαν σε νέα σώματα, νέες ζωές, την αίσθηση του ήλιου στα μάγουλα της. Ξέχασε και το όνομα της. Αυτό το αποχωρίστηκε πρώτο η μνήμη της. Σαν κάτι περιττό. «Την επόμενη μαργαρίτα στην κερνάω», μου λέει ενώ απομακρύνομαι από το μπαρ. Του σηκώνω το πλαστικό μου ποτήρι σαν πρόποση. Πάω κοντά στην παρέα μου και ανάβω ένα τσιγάρο. Καίγεται σιγά- σιγά και ο καπνός του πάει να φλερτάρει με αλλοτινούς θεούς. Το ορκίζομαι ο Όλυμπος θα είναι γεμάτος ενοχλημένους θεούς και καπνιστές. Πόσο γελοία θα θεωρούν τη σάρκα μας, τα σώματα μας που μας εκδικούνται για τις λίγες απολαύσεις που μας επιτρέπονται. Μόνο την ηδονή έχουμε που ζηλεύουν. Την ταχυκαρδία πριν φτάσεις στο σημείο του ραντεβού, την προσμονή να σμίξεις με κάποιον ή κάποιους, την αβεβαιότητα του οργασμού σε κάθε νέα γνωριμία. Το φόρεμα μου αποκτά δύο τρύπες από την κάφτρα κάποιου. Αυτός ο κάποιος σηκώνει ελαφρά το ύφασμα και τα δάχτυλα του παίζουν με τα νεοαποκτηθέντα μοτίβα του ρούχου μου. Λέει πως λυπάται, αλλά η έκφραση του είναι ανθρώπου που δεν σκοπεύει να χαλάσει τη βραδιά του ούτε για δύο λεπτά. Αυτάρεσκος, αλαζόνας, καλοπερασάκιας. Στον ιδρώτα του χεριού μου παραμένουν κολλημένοι κόκκοι αλατιού, σαν πρωτόγονο γκλίτερ. Του δίνω να το γευτεί, μαζί με μένα. Ο άγνωστος, ανώνυμος εμπρηστής που θα με βγάλει μία Παρασκευή βράδυ από την πλήξη μου. Ή ίσως, πάω για μια δεύτερη μαργαρίτα.
1 Comment
Αλέξης Ζησιμόπουλος
19/1/2022 22:06:31
Αυτό το κείμενο είναι υπέροχο
Reply
Leave a Reply. |
Categories
All
|