by Χριστίνα Μ. Έμεινα να την κοιτάζω, μια φωτογραφία ασπρόμαυρη, ανάμεσα σε έγχρωμες, ένα στιγμιότυπο από μια παρέλαση μαθητική, και αυτή στο κέντρο, ανάμεσα σε δύο άλλα κορίτσια. Χαμογελαστές μαθήτριες τότε, να φορούν άσπρα πουκάμισα και κονκάρδες που ανέγραφαν το σχολείο τους (7ο δημοτικό, η περιοχή δεν φαινόταν). «Είναι η πρώτη φορά που φόραγα πουκάμισο» μου είπε. Άλλαξα σελίδα στο φωτογραφικό άλμπουμ που κρατούσα, για να δω και άλλες στιγμές της ζωής της στις οποίες δεν ήμουν παρών, γενέθλια, διακοπές και απόκριες. Όλο χαμόγελα. Όλο ομορφιά. Αν και το είχα πάρει μόνος μου από το κουτί που τα είχε, ένιωθα πως όλο αυτό μας είχε φέρει πιο κοντά. Ανοησίες ενός κατά φαντασία ερωτευμένου… Μετά από μερικές εβδομάδες χωρίσαμε, έπρεπε να πάω Λάρισα να εγκατασταθώ και δεν ήθελε να ακολουθήσει. Τη βρήκα ύστερα από μήνες (ίσως να ήταν και πάνω από χρόνος) στο εργαστήρι της να ζωγραφίζει φορώντας ένα μεγάλο για τα μέτρα της πουκάμισο, αντρικό, άγνωστο σε μένα. Ήθελα να ρωτήσω ποιος ήταν ο αρχικός κάτοχός του, ποια η σχέση μαζί του, αν ενίοτε φορούσε και τα δικά μου ή πλέον τα είχε βαρεθεί. Θα με έλεγε γραφικό, περίεργο και μικροαστό, μα θα χαμογελούσε. Δεν το ήθελα τώρα αυτό της το χαμόγελο, το γεμάτο υπεροψία και αλαζονεία, και έτσι δεν ρώτησα. Αρκέστηκα στο να πλησιάσω τη φιγούρα της, να με κατακλύσει το άρωμα της, να τη σαστίσω με την παρουσία μου. Μα με ξάφνιασε εκείνη, διότι γύρισε και δάκρυζε, καθόλου δεν έμοιαζε να αιφνιδιάστηκε με την άφιξη μου, δεν είπα τίποτα, απλά την αγκάλιασα και μείναμε εκεί δύο πουκάμισα το ένα να θερμαίνει το άλλο. Συγκατοικήσαμε για πρώτη φορά εκείνο το έτος. Τη θυμάμαι συχνά να λέει πως τους μεγαλύτερους καβγάδες τους έχουμε κάνει για τις βιβλιοθήκες, διότι και οι δύο υπερασπιζόμαστε σθεναρά τις επιλογές μας και θέλαμε αυτές να είναι σε πιο περίοπτη θέση, μα δυστυχώς αυτό δεν ήταν αλήθεια. Μαλώναμε για τα πάντα, για τα λεφτά, τα μεθύσια και για ανθρωπάκια που το παίζαν καλλιτέχνες. Πουκάμισο αδειανό η όλη σχέση. Νομίζαμε ήμασταν αυθεντικοί, μα εν τέλει είχαμε καταλήξει καρικατούρες του εαυτού μας. Ήμασταν γραφικοί, περίεργοι, μικροαστοί. Χωρίσαμε και ανασάναμε. Ήρθε έπειτα μια φωτογραφία της στο ταχυδρομείο μου. Μονάχα αυτό, χωρίς ένα κείμενο να τη συνοδεύει, μήτε να έχει ψεκάσει τη φωτογραφία με το χαρακτηριστικό της άρωμα. Μα φορούσε ένα πουκάμισο δικό μου, φαινόταν αγουροξυπνημένη και είχε μια έκφραση χαμένου. Την εξέλαβα σαν πρόσκληση και ήρθα να την βρω, είμαι έξω από το σπίτι της με μια βαλίτσα, διστάζω μα χτυπάω το κουδούνι. Ανοίγεις. Χαμογελάς. Θα φύγω μετά από δύο χρόνια. Ολοκληρωμένος, σίγουρος, αιώνια δικός σου (και ας μην είσαι δικιά μου). Comments are closed.
|
Categories
All
|