της Βασιλικής Συρογιάννη Τη θυμάμαι να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και να καπνίζει. Ήταν ημίγυμνη και το ελάχιστο φως που περνούσε από τις γρίλιες ήταν αρκετό για να παρατηρήσω σημάδια στο κορμί της που προηγουμένως δεν είχα καν προσέξει. Η πλάτη της ήταν ελαφρώς κυρτή· έτσι όπως καθόταν έγερνε ακόμα περισσότερο προς τα κάτω κι έκανε τη ραχοκοκαλιά της να πετάγεται τόσο που μπορούσα να μετρήσω τους σπονδύλους της.
Ραγάδες απλώνονταν σαν λεπτά άσπρα φίδια που τύλιγαν ολόγυρα τους γλουτούς της και το πίσω μέρος των μπράτσων της είχε μικροσκοπικά μπιμπίκια, το ένα κοντά στο άλλο, σαν σημάδια ακμής. Το έκανα συχνά αυτό. Έπεφτα με τα μούτρα σε κάθε μικρό ειδύλλιο και στη συνέχεια για να κατευνάσω τον ενθουσιασμό μου έψαχνα μανιωδώς να βρω στις λεπτομέρειες κάποια ατέλεια που να κάνει τον άλλον λιγότερο ελκυστικό. Η τσιγαρίλα, η καμπούρα, τρίχες σε σημεία που δεν θα ήθελα να υπάρχουν, χοντρές γάμπες, στραβά γόνατα. Είχα ήδη φτιάξει μια λίστα στο μυαλό μου με ελαττώματα. Μα το χειρότερο για 'μένα ήταν τα τατουάζ. Τόσα πολλά τατουάζ και ούτε καν διακριτικά. Λέξεις, στίχοι, ποιήματα, ολόκληρα κατεβατά στα χέρια, στην πλάτη, στο στήθος της. «Τί είναι όλα αυτά που έχεις κάνει πάνω σου ρε;», της είπα με εμφανή την αποδοκιμασία στον τόνο της φωνής μου. Ήξερα καλά τι ήταν - Πόε, Ντύλαν Τόμας, Μπωντλαίρ, Πλαθ...και πολλοί άλλοι που είχα διαβάσει κι εγώ κάποτε και αναγνώριζα κάποιους στίχους τους – ωστόσο μάλλον ήθελα μια απάντηση όχι στο “τί” αλλά στο “γιατί”. Εκείνη λες και αφουγκράστηκε την πραγματική μου απορία, μου απάντησε σχεδόν αδιάφορα «Κάποια μέρα θα γίνω βιβλίο». Για λίγο σάστισα, ήλπιζα με αυτή την παρατήρηση να της κλονίσω λίγο την αυτοπεποίθηση, να πληγώσω κάπως τον εγωισμό της. Γέλασα τρανταχτά μα εκείνη επανέλαβε «Γέλα όσο θες. Εγώ κάποια μέρα θα γίνω βιβλίο». Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου. Θυμήθηκα εκείνο το πρωί που συναντηθήκαμε ξανά μετά από καιρό. Όπως πάντα, είχε καθυστερήσει και στεκόμουν για πολλή ώρα κάτω απ'τον καυτό ήλιο. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού δεν είναι για να κόβεις βόλτες στο κέντρο της πόλης, μα εκείνη είχε επιμείνει πολύ να βρεθούμε εκεί όπου συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Μέσα σε όλα τα ελαττώματά της ήταν και ρομαντική αλλά με έναν κλισέ τρόπο που έβρισκα ανυπόφορα χαζό. Αλλά δέχτηκα. Δεν ήταν μόνο η ανάγκη μου να την ξαναδώ. Ήταν περισσότερο η ανάγκη μου να με δει εκείνη. Να δει πως έκοψα τα μαλλιά μου σε αυτό το μήκος που δεν της άρεσε επειδή δεν με ένοιαζε πλέον η άποψή της. Να δει πόσο με ανανέωσε η απουσία της και πως πλέον δεν με επηρέαζε καθόλου και δεν έτρεμα καν στην παρουσία της. Να της μιλήσω για όλες τις νέες μου “περιπέτειες” και να ζηλέψει που δεν πήρε μέρος σε καμία τους. Να ακούσει τις ιστορίες μου και να αισθανθεί ένα κύμα θλίψης που δεν πρωταγωνιστούσε πουθενά. Η ζέστη ήταν αφόρητη αλλά έβρισκα ανακούφιση καθώς σκάρωνα στο μυαλό μου αυτή τη μικρή εκδίκηση. Έφτασε με 40 λεπτά καθυστέρηση, καταϊδρωμένη, με εκείνο το άθλιο σακίδιο πάντα στην πλάτη της. Με χαιρέτησε εγκάρδια, με μια αγκαλιά κι ένα φιλί στο μάγουλο, και τότε ήταν που κάθε πλάνο εκδίκησης διαγράφηκε μεμιάς απ'το μυαλό μου. Το δέρμα της κόλλησε για κάποια δευτερόλεπτα πάνω μου, ο ιδρώτας της ενώθηκε με τον δικό μου κι αισθάνθηκα σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από την τελευταία μας συνάντηση. Κάτσαμε σε ένα καφέ- βιβλιοπωλείο κάτω από τη σκιά ενός δέντρου γιατί μέσα δεν μπορούσε να καπνίζει. Μιλήσαμε πολύ και για πολλά, μα δεν τα θυμάμαι γιατί διαρκώς παρατηρούσα τον ιδρώτα να κυλαέι από τον λαιμό της προς στο στέρνο κι από κει κάτω από την φαρδιά μπλούζα, στο γεμάτο μελάνι στήθος της. Σκεφτόμουν μία μία τις λέξεις που ήταν χαραγμένες στο σώμα της να μουτζουρώνονται σαν να ήταν γραμμένες σε χαρτί που το μουσκεύεις. Έκανα εικόνα τα σώματά μας να ενώνονται ξανά, σε εκείνο το δωματιάκι με τα βαριά ξύλινα στόρια, πάνω σε εκείνον τον παλιό καναπέ που γινόταν ημίδιπλο κρεβάτι. Φαντάστηκα το μελάνι να στάζει από το σώμα της στο δικό μου, να ρέει πάνω μου, χαρίζοντάς μου έτσι κάτι πολύ προσωπικό της, κάτι μόνο δικό της, που δεν είχε δώσει σε κανέναν άλλον, τις πολύτιμες λέξεις της. Μα αυτό δεν συνέβη εκείνη τη μέρα. Αφού συζητήσαμε για ώρες, σηκώθηκε ξαφνικά αλαφιασμένη κι έφυγε βιαστικά, με τη δικαιολογία ότι είχε να πάει σε κάποιο μάθημα. Εγώ ήξερα καλά πως είχε παρατήσει τη σχολή της εδώ και χρόνια αλλά δεν της είπα κάτι, ούτε ρώτησα να μάθω παραπάνω. Με είχε καταβάλλει ήδη η σκέψη κάποιου άλλου να τεντώνεται στον καναπέ της και δεν είχα αντοχές να επιβεβαιώσω τις υποψίες μου. Της είπα ένα απλό «καλά να περνάς». Δεν περίμενα να την ξαναδώ, μα τώρα να που βρισκόμουν ξαπλωμένος στο πλευρό της. Ο λογισμός μου έτρεξε στο πόσοι άλλοι είχαν βρεθεί στη θέση μου. Γύρισα να την κοιτάξω προετοιμασμένος να κάνω την αδιάκριτη αυτή ερώτηση, μα εκείνη είχε σηκωθεί από το κρεβάτι κι έκοβε βόλτες στο δωμάτιο. Δεν μπόρεσα να βγάλω μιλιά. Το φως πλέον την έλουζε ολόκληρη, στεκόταν στις μύτες των ποδιών και περπατούσε διαγώνια σαν να έκανε κάποιου είδους χορογραφία. Είχε ισιώσει την πλάτη της, με τους ώμους να στέκουν περήφανοι και το κεφάλι ελαφρώς στραμμένο προς τα πάνω, τα μάτια της κλειστά, τα χέρια να κρέμονται ελαφρά κι έλεγες πως τα φυσάει κάποιο αεράκι σαν κλαδιά δέντρου. Τότε μέσα στο ημίφως του δωματίου, την είδα να μεταμορφώνεται. Η πλάτη της έγινε ράχη, σκληρή και αγέρωχη, ο κορμός της χοντρό δερματόδετο εξώφυλλο. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, μία μία οι κλωστές περνούσαν τις σελίδες του κορμιού της, ένωναν παρελθόν, παρόν, μέλλον σε κεφάλαια, εξώφυλλο με οπισθόφυλλο και οι άτακτα διασκορπισμένες λέξεις πάνω της έβγαζαν τώρα νόημα. Τη φαντάστηκα γεμάτη σκόνη να κάθεται σε κάποια βιτρίνα βιβλιοπωλείου ώσπου μια μέρα να βρει τον ιδανικό αναγνώστη που θα την ανοίξει με προσμονή και θα μυρίσει τις νοτισμένες απ'την υγρασία και κιτρινισμένες απ'την τσιγαρίλα σελίδες της. Να χάνεται μέσα της καταιγισμένος από την ορμή των στίχων της. Να γράφει με αφέλεια το όνομά του μπροστά μπροστά, στην πρώτη λευκή σελίδα, πιστεύοντας πως είναι ιδιοκτησία του, μα εκείνη να εξαφανίζεται μια μέρα σε κάποιο αστικό, ή κάποιο σταθμό του μετρό ή να γλιστρά απ'το σακίδιο του στον δρόμο, έτοιμη να συναντήσει τον επόμενο επίδοξο αναγνώστη. Δεν την ξαναείδα από τότε. Έχουν περάσει αρκετοί μήνες και ακόμα μπαίνω σε παλιά βιβλιοπωλεία, κάνοντας πως χαζεύω, με την ελπίδα να την πετύχω. Λυπάμαι γιατί δεν πρόλαβα να διαβάσω όλους τους στίχους της και ίσως αν τους διάβαζα να μην τους πολυ-καταλάβαινα αλλά μου'χει μείνει το παράπονο. Ήθελα τουλάχιστον να προσπαθήσω.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|