by Χριστίνα Μ. Ξύπνησα από τον βίαιο βήχα μου και έβαλα τα χέρια μου στο στρώμα σε μια προσπάθεια να σηκωθώ. Το σώμα του κυριαρχούσε στο κρεβάτι και με είχε εκτοπίσει στη μια γωνιά με τέτοιον τρόπο που αισθανόμουν πως δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήρθε και άλλο κύμα βήχα. Αυτό τον έκανε να κουνηθεί και τελικά να μουρμουρίσει κάτι που δεν μπόρεσα να διακρίνω. Ύστερα με απελπιστικά αργές κινήσεις έφυγε από το κρεβάτι. Άκουσα μετά από λίγο τον βραστήρα, μου έκανε τσάι. Τεντώθηκα να πιάσω τις πατούσες μου. Ήταν μονίμως κρύες. Αρνιόμουν πεισματικά όμως να αρχίσω να φοράω κάλτσες και στον ύπνο.
Έπειτα μπήκε η μορφή του στο σκοτεινό δωμάτιο, κρατώντας μια κούπα. Είδε τα πόδια μου έξω από τα σεντόνια και τα παπλώματα και αφού μου έδωσε το τσάι, κινήθηκε σιωπηλός προς τις πατούσες μου. Άρχισε να μου τις τρίβει για να ζεσταθούν και που και που φιλούσε κανένα δαχτυλάκι. Πέσαμε για ύπνο. Όταν ξυπνήσαμε δεν ήμασταν οι ίδιοι. Είχε πει το σ' αγαπώ σε κινήσεις χθες το βράδυ. Κανείς μας δε το είχε ξεστομίσει, αλλά σήμερα ήταν κοινό μας μυστικό. Περάσανε μήνες και η δήλωση αυτή των συναισθημάτων γινόταν όλο και πιο συχνά. Συχνά και λεκτικά. Και έμεινα με το παράπονο. Τότε ήταν όλα της στιγμής. Ίσως να ήταν η τελευταία βόλτα, το τελευταίο φιλί, η τελευταία συνάντηση. Κάθε φορά. Και τώρα, τώρα όλα έχουν μείνει για το αύριο, μια επόμενη φορά. Θα πηγαίναμε θέατρο, κάποια στιγμή και μαζί. Θα βγάζαμε φωτογραφίες, θα κοιμόμασταν μαζί και θα περνάγαμε μαζί ολόκληρη την επόμενη μέρα. Είμαι σπίτι του και περιμένω. Μου είχε πει πως θα πήγαινε προπόνηση και θα επέστρεφε. Δεν μου είχε πει ώρα. Κάθομαι και ακούω μουσική. Δεν θέλω να κάνω κάτι άλλο εδώ. Είναι ο χώρος του. Αναρωτιέμαι τι έχει κάνει τις φωτογραφίες μου, τα γράμματα μου. Μπαίνω στον πειρασμό να τα ψάξω, να δω αν τα έχει κρατήσει. Αλλά μένω ακίνητη και τον περιμένω. Τελικά φεύγω. Πλησιάζει η ώρα που έχω να πάω δουλειά. Κάνει κρύο και κρυώνω, φοράω δύο κάλτσες στο κάθε πόδι. Με καλεί. "Που είσαι;" "Πάω δουλειά" "Μάλλον θα περάσω πιο μετά" "Εντάξει" Θέλω να το εννοείς. Θέλω να έρθεις. "Σε κλείνω με παίρνει ο Μήτσος" "Ναι, τα λέμε" Έρχεται στο σχόλασμα, χαμογελαστός. "Σήμερα ήταν τέλεια", μου κάνει "Γιατί;" "Χωρίς λόγο. Απλά ήταν. Εσύ; Εσύ πως πέρασες;" "Ήρεμα", αποκρίνομαι και κρύβω την μοναξιά μου. Με κρατάει από το χέρι και μου λέει να πάμε μια βόλτα. Κρυώνω, μα συμφωνώ. Άμα πω να πάμε σε μαγαζί, πάλι έξω θα καταλήξουμε και θέλω να τον δω, να μιλήσουμε, να γίνω κομμάτι της τέλειας μέρας του. Γυρίζουμε σπίτι μου πολύ αργά. Βγάζω τα παπούτσια μου και ακουμπάω τις πατούσες μου. Σκύβει και μου βγάζει τις κάλτσες. Αρχίζει να τις τρίβει και να ανασαίνει πάνω τους ώστε να ζεσταθούν. "Θα μας κάνω τσαγάκι",λέει και πάει να απομακρυνθεί. Τον κρατάω, "όχι, μείνε για λίγο εδώ." Με αγκαλιάζει. "Είσαι εδώ;" ρωτάω. "Είμαι". Μένει για λίγο σιωπηλός. "Δε θα ήταν τέλεια μέρα, αν δεν ήξερα πως θα σε έβλεπα" Χαμογελάω, το κεφάλι μου είναι στον ώμο του και δε το βλέπει. Νομίζω όμως πως το ξέρει..
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|