από τη Βασιλική Συρογιάννη Η ώρα είχε πάει 8μιση. Διόρθωνε κάποιες τελευταίες «πινελιές» μπροστά στον καθρέφτη του. Πέρασε με τα δάχτυλά του το ζελέ στο αραιοκατοικημένο πια κρανίο του και αναστέναξε με απογοήτευση. Ήλπιζε ότι στα 45 του , θα είχε γοητευτικούς, γκρίζους κροτάφους ή έστω πυκνά άσπρα μαλλιά όπως του Ρίτσαρντ Γκηρ. Τα γονίδια όμως του επιφύλασσαν διαφορετική τροπή. Τράβηξε με μανία τις πλαϊνές τούφες που πετούσαν από δω κι από κει, προς το κέντρο του κεφαλιού του για να καλύψει την τοπική φαλάκρα που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται. Για τα 45 του χρόνια δεν ήταν άσχημος. Ναι, είχε γεράσει πολύ απότομα, έχανε τα μαλλιά του, είχε μία ελαφριά βλεφαρόπτωση και οι ρυτίδες στο μέτωπό του όλο και αυξάνονταν. Όμως η εμφάνισή του δεν τον άγχωνε καθόλου. Γνωστός κινηματογραφιστής, με μεγάλη επιρροή στο χώρο, βραβεύσεις, επίτιμος λέκτορας σε πανεπιστήμια σε όλη την Ευρώπη. Πέρα όμως από κύρος είχε τεράστια αυτοπεποίθηση και ακόμα πιο τεράστια ιδέα για τον εαυτό του. Έτσι στην ερωτική του ζωή είχε πάντα επιτυχίες και ήταν διαρκώς περιτριγυρισμένος από «θαυμάστριες» - κυρίως νεαρές φοιτήτριες που εντυπωσιάζονταν από τη δουλειά του, τον τρόπο που εκφραζόταν, την οξυδέρκειά του, το χιούμορ του και γενικότερα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούν να κάνουν και τον πιο μέτριο άντρα γοητευτικό στα μάτια μιας 20χρονης. Στο δρόμο σκεφτόταν ότι είχε περάσει καιρός από το τελευταίο του ραντεβού με κάποια στην ηλικία του. Ήταν πριν 13 χρόνια, μάλιστα ήταν με τη δεύτερη σύζυγό του. Ο γάμος τους κράτησε μόλις 7 μήνες, με διαρκή και μακρά διαλείμματα ενδιάμεσα. Η αλήθεια ήταν πως καμία γυναίκα δεν είχε καταφέρει να τον ανεχτεί πάνω από χρόνο. Στην αρχή έριχνε την ευθύνη στις γυναίκες που «δεν ξέρουν τι θέλουν», «είναι υπερβολικά πιεστικές και συναισθηματικές» και «δεν καταλαβαίνουν πόσο σημαντική είναι η καριέρα του». Μετά το δεύτερο διαζύγιό του ωστόσο, και μία σειρά από δεκάδες αποτυχημένες σχέσεις, κατάλαβε πως ο ίδιος είχε το πρόβλημα. Όπως του είχε πει κάποτε, πολύ εύστοχα , η μητέρα του, επρόκειτο για μία ιδιόμορφη περίπτωση Μπέντζαμιν Μπάτον , μόνο που ο γιος της γεννήθηκε με μυαλό 80χρονου κωλόγερου ( sic) και μεγαλώνοντας απλά ξεμωραινόταν όλο και περισσότερο. Όταν έφτασε στο εστιατόριο η συνοδός του περίμενε ήδη απ’έξω. «Άργησες», του είπε. «Μου αρέσει να κάνω εντύπωση», απάντησε. «Ακόμα και αν είναι κακή;» «Ακόμα και η κακή εντύπωση είναι μία εντύπωση. Σκέψου όλους εκείνους τους κακόμοιρους που απλά περνούν αδιάφοροι. Προτιμώ μία κακή εντύπωση από το να είμαι απλώς αδιάφορος.» Πέρασαν μέσα. Η πρώτη ώρα πέρασε γρήγορα. Απεριτίφ, ορεκτικό, κυρίως πιάτο και συζητήσεις γενικού περιεχομένου για τις ζωές τους, τις δουλειές τους, τον «χώρο». Απολάμβανε πολύ να καυχιέται διαρκώς μπροστά της γιατί ήξερε ότι δεν την εντυπωσίαζε στο ελάχιστο και απλά έπαιρνε πίσω κάποιους ειρωνικούς μορφασμούς και κυνικά σχόλια. Είχε κι εκείνη πολλά χρόνια εμπειρίας στο βιογραφικό της ως κριτικός κινηματογράφου και είχε μάθει απ’την καλή και απ’την ανάποδη τους ανθρώπους αυτού του χώρου. Τους περισσότερους τους απεχθανόταν, κάποιους τους λυπόταν και ήταν ελάχιστοι εκείνοι για τους οποίους έτρεφε κάποιο σεβασμό. Δεν μπορούσε να προδιορίσει τον λόγο για τον οποίο δέχτηκε αυτή την πρόσκληση. Πιθανώς από περιέργεια. Και οι δύο για την ακρίβεια βρίσκονταν εκεί από απλή περιέργεια, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Καμία απολύτως προσδοκία. «Πάντως οφείλεις να ομολογήσεις πως η δουλειά σου είναι πολύ εύκολη.» «Συγγνώμη;» «Απλά κρίνεις τις δουλειές των άλλων. Κάθεσαι στο όμορφο γραφειάκι σου, πίσω από την ασφάλεια του υπολογιστή σου και θάβεις όποιον δεν γουστάρεις. Θα το έκανα κι εγώ άνετα αυτό, μόνο που, βλέπεις, κάποιοι έχουμε κάποιο πραγματικό όραμα και δουλεύουμε σκληρά για να το υλοποιήσουμε» «Αλήθεια; Μίλησέ μου γι’αυτό» «Είναι πολύ απλό βασικά. Ακόμα κι εσύ μπορείς να το καταλάβεις. Ένας ηθοποιός ανεβαίνει στη σκηνή και ξεγυμνώνει την ψυχή του. Είναι ευάλωτος μπροστά στο κοινό του. Ένας σκηνοθέτης, ένας μουσικός, ένας συγγραφέας, ένας οποιοσδήποτε δημιουργός βάζει ένα κομμάτι του εαυτού του στο έργο του, του δίνεται ολοκληρωτικά από τα πρώτα βήματα, την προετοιμασία, τη διαδικασία της δημιουργίας, μέχρι και την τελευταία στιγμή μέχρι την παρουσίασή του στο κοινό. Κι εκεί είναι που βρίσκεται πιο μόνος και πιο ευάλωτος από ποτέ. Σκέψου το σαν μία ερωτική σχέση που αναπτύσσεται σταδιακά. Στο αποκορύφωμά της έχεις εκτεθεί πλήρως, στέκεσαι εκεί, γυμνός έτοιμος να δεχθείς είτε την αποδοχή είτε την απόρριψη. Δηλαδή είτε αυτή την αγκαλιά που θα σε εξυψώσει είτε εκείνο το χαστούκι που θα σε αποτελειώσει. Και απλά λέω, και ξέρεις μέσα σου ότι είναι αλήθεια, πως η δική σας δουλειά, η δική σου δουλειά δεν απαιτεί καμία τέτοια θυσία κι όμως με μεγάλη ευκολία μοιράζει χαστούκια σε ανθρώπους που δίνουν όλο τους το είναι για κάτι στο οποίο πιστεύουν» Εκείνη μειδίασε ελαφρώς. Ακολούθησε μία στιγμή σιωπής. «Τελείωσε ο μελοδραματικός μονόλογος; Ξέρεις έχω δει πολλές ταινίες στη ζωή μου και γνωρίζω πολύ καλά αυτή τη σκηνή. Είναι η σκηνή που ο ήρωας βγάζει έναν σπουδαίο λόγο, που περιεκτικά μέσα σε λίγες γραμμές εκφράζει όλο το νόημα της ταινίας, για να μην πω της ζωής! Κι έπειτα όλοι τον επευφημούν, το κορίτσι που αγαπά πέφτει με κατάνυξη στην αγκαλιά του και ακόμη και οι χειρότεροι εχθροί του γίνονται φίλοι του και όλα αλλάζουν προς το καλύτερο και πέφτουν οι τίτλοι τέλους και όλοι είναι ευτυχισμένοι..» «Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, αυτό που προσπαθώ να πω..» «Δεν ολοκλήρωσα, μη με διακόπτεις. Αυτό που θες να πεις είναι ότι εγώ δεν εκτίθεμαι αρκετά και δεν ρισκάρω αλλά στην ουσία και να ρίσκαρα δεν έχει καμία απολύτως σημασία μιας και δεν έχω τίποτα σημαντικό να χάσω. Έστω ας πούμε πως αυτός ο ισχυρισμός αντιπροσωπεύει την αλήθεια. Έστω πως εγώ, όπως και οι συνάδελφοί μου είμαστε καλά βολεμένοι υπάλληλοι, που κρυβόμαστε πίσω από την ασφάλεια της αφάνειας- ασχέτως αν έχω να λογοδοτήσω σε προϊσταμένους και αφεντικά, ασχέτως αν έχω ένα κύρος και μία υπόλειψη στον χώρο, ασχέτως αν έχω έναν σεβασμό στην τέχνη αλλά και στο κοινό στο οποίο λογοδοτώ και ασχέτως αν έχω έναν αυτοσεβασμό από τα χρόνια εμπειρίας μου που δεν μου επιτρέπει να κάνω κάτι αντίθετο στις ιδεολογίες και την ηθική μου. Ας παραβλέψουμε όλες αυτές τις μηδαμινές λεπτομέρειες και ας πούμε ότι είναι όπως τα λες. Σε τι διαφέρουμε όμως εμείς οι δύο;» «Νομίζω ήμουν πολύ ξεκάθαρος ως προς αυτό» «Όχι γλυκέ μου, άκουσέ με. Αυτό που κάνετε εσείς οι «δημιουγοί», οι «καλλιτέχνες» ή όπως αλλιώς σας αρέσει να σας αποκαλούν, δεν απέχει καθόλου από αυτό που κάνω εγώ. Είναι πολύ απλό βασικά. Ακόμα κι εσύ μπορείς να το καταλάβεις. Ένας ηθοποιός, φοράει ένα προσωπείο. Υποδύεται έναν χαρακτήρα. Φοράει κοστούμι και ακολουθεί τις οδηγίες του σκηνοθέτη του, για το πού να στηθεί, τι να πει, πως να το πει. Ακόμα και αν δεθεί συναισθηματικά με τον χαρακτήρα που υποδύεται, ακόμα κι αν βγάλει ένα κομμάτι του εαυτού του πάνω στη σκηνή, ο υπόλοιπος θα είναι καλά κρυμμένος κάτω από το προσωπείο του. Και το βράδυ θα γυρίσει ικανοποιημένος σπίτι του, μετά από μία ακόμα θριαμβευτική πρεμιέρα και θα είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήταν και πριν. Εσύ, ένας σκηνοθέτης, ένας συγγραφέας, ένας μουσικός, θα μελετήσετε, θα μιλήσετε με ανθρώπους, θα επηρρεαστείτε από τις ιστορίες τους, θα εμπνευστείτε. Και μετά τι; Θα καθήσετε πίσω από την ασφάλεια της κάμερας, του υπολογιστή, της παρτιτούρας και θα δημιουργήσετε το έργο σας. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Αυτοί με τις ιστορίες; Νομίζεις ότι είναι αδιάφοροι κομπάρσοι που δεν ξέρουν να κάνουν εντύπωση; Εκείνοι είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, όχι εσείς. Κάθε φορά που ξεκινάς ένα ντοκιμαντέρ, κάθε φορά που νομίζεις ότι έχεις κάτι σπουδαίο να πεις με τη δουλειά σου, θυμήσου ότι εσύ δεν λες τίποτα. Η δουλειά σου είναι απλά να αναπαριστάς την πραγματικότητα μέσα από τον δικό σου φακό. Μπορεί να νομίζεις ότι έστω κι έτσι παρουσιάζεις την αλήθεια , μέσα από τα μάτια σου, αλλά δεν την παρουσιάζεις, την αναπαριστάς. Είναι σαν την αλληγορία του σπηλαίου. Ο χώρος του θεάματος είναι οι σκιές στον τοίχο που βλέπουν οι αιχμάλωτοι και νομίζουν πως είναι η αλήθεια, αλλά δεν είναι.Είναι μία αναπαράσταση. Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές βρίσκονται έξω από τη σπηλιά. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι ακόμα και οι αιχμάλωτοι μπορούν να σπάσουν τα δεσμά τους ή με τη βοήθεια κάποιου να αποδράσουν. Να βγουν στον πραγματικό κόσμο. Αλλά τι γίνεται με τους καημένους τους καραγκιοζοπαίχτες; Εκείνοι είναι καταδικασμένοι να παίρνουν την αλήθεια των άλλων και να την αλλάζουν, να τη μεταμορφώνουν, να δημιουργούν αναπαραστάσεις και να τις προσφέρουν στο κοινό με όλη τους την ψυχή περιμένοντας την αποδοχή ή το χαστούκι όπως είπες νωρίτερα. Αν όλοι οι δεσμώτες αποδράσουν τότε τι θα κάνουν εκείνοι;» «Οι άνθρωποι δεν θα πάψουν ποτέ να προτιμούν την αναπαράσταση από την αλήθεια» «Το ξέρω. Αλλά αυτό δεν πρέπει να σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα. Σε αυτόν τον χώρο είμαστε όλοι μία αναπαράσταση κάποιου πράγματος που θα θέλαμε να είμαστε, να κάνουμε, να γίνουμε. Εγώ γράφω κριτικές γιατί δεν έχω το θάρρος να δημιουργήσω, κι εσύ φτιάχνεις ντοκιμαντέρ για σπουδαίους ανθρώπους επειδή δεν είχες τα αρχίδια να γίνεις ένας.» Μετά το τέλος του ραντεβού, αποφάσισε να περπατήσει σπίτι και ήδη ήξερε ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει δεύτερο. Αυτή η γυναίκα είχε υπερβολικά πολύ θράσος και στην τελική δεν ήταν καν αρκετά όμορφη ή νέα για να αξίζει την υπομονή του. Ίσως οι συνάδελφοί του να είχαν δίκιο. Καλύτερα να βγαίνει με χαζές πιτσιρίκες, πιο νέες, πιο όμορφες, πιο «εύπλαστες». Ναι, αυτό θα έκανε. φώτο από την ταινία Annie Hall
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|