από την Χριστίνα Μανωλακάκη Ίσως να ήταν και η τρίτη αναβολή στο ξυπνητήρι.
Δε την ένοιαζε να είναι συνεπής. Σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Από τη λεκάνη προσπάθησε να τιθασεύσει κάπως το μαλλί της. Έκανε τσάι, μισό-κοίταξε την εφημερίδα που είχε αφήσει η μαμά της. Έμενε να βάλει τα πάνινα παπουτσάκια της και να κλειδώσει πίσω της.. Ύστερα η μέρα της θα είχε ξεκινήσει κανονικά. Πέρασε το δρόμο βιαστικά, κι ας ήταν διάβαση. Κούνησε το χέρι της πολλές φορές μπροστά από το λεωφορείο κι ας ήξερε πως ο οδηγός την είχε δει ώρα τώρα. Έβαλε τα ακουστικά της κι ας άκουγε μια αντρική φωνή να της απευθύνει το λόγο, με τρόπο που δεν της τον απεύθυνε. Κράταγε το επικυρωμένο εισιτήριο στο χέρι της κι ας είχε ιδρώσει η παλάμη της, ήθελε να φαίνεται. Έφτασε στο μετρό και είπε να κάνει ένα τσιγάρο. Τράβαγε τζούρες ενώ κοίταγε τα αυτοκίνητα. Είδε και έναν παλιό γνωστό μέσα στο όχημα του. Αυτός οδηγούσε δεν την είδε, όχι πώς είχε σημασία. Απλά η θύμηση του της χάλασε τη διάθεση. Μαλάκας. Την είχε πει τσούλα στο λύκειο. Πέταξε κάτω το τσιγάρο της και το κοίταζε να καπνίζει μέχρι που το λιώσε η σόλα της. Μπήκε στο συρμό, χάθηκε κάτω από τη γη. Δεν είχε σήμα, οπότε δεν απάντησε στη μαμά της. Βγήκε λίγες στάσεις μετά, στην πλατεία Κοραή, όπου άκουσε έναν μουσικό δρόμου. Συχνά Παρασκευές πρωί είναι αυτός εκεί. Χαιρόταν να τον πετυχαίνει ενώ παίζει Σιδηρόπουλο και να τρώει κανένα κουλούρι. Σήμερα δεν είχε χρόνο. Έτρεξε προς τη Σταδίου. Με τις άγνωστες γνωστές φιγούρες γύρω τις. Έτοιμες να χορέψουν στον ρυθμό της ρουτίνας. Έτσι και αυτή. Έριξε μια βιαστική ματιά στο μαγαζί με τις αντίκες και τα σερβίτσια. Έπεσε πάνω της ένας κουστουμάτος. Εκείνη είπε μονάχα «συγνώμη» και συνέχισαν ξεχωριστά ο καθένας το δρόμο τους. Το κορίτσι είχε αργήσει όταν έφτασε στη σχολή της, αλλά και πάλι το μάθημα δεν είχε αρχίσει. Ξενέρωσε. Είπε να κατέβει να πάρει καφέ, να κάνει κι ένα ακόμα τσιγάρο. Στην επιστροφή για τα έδρανα πήρε το ασανσέρ. Κόλλησε όμως. Και έτσι έπρεπε να περιμένει κάποια ώρα. Ο επιστάτης της είπε να παραμείνει ψύχραιμη. Κάθισε στο πάτωμα και μιας και δεν είχε σήμα έμεινε μόνη με τις σκέψεις της και που και που με την φωνή απ’ έξω: «Είσαι καλά;», «έρχονται σε λίγο», «ψυχραιμία θέλει», «το οξυγόνο είναι αρκετό, να αναπνέεις κανονικά, ε;» Το κορίτσι ήταν ψύχραιμο. Είχε κάτσει χάμω και έπινε τον καφέ του. Ήξερε πως δεν βρισκόταν σε κίνδυνο. Κι όμως η είδηση που είχε διαβάσει βιαστικά το πρωί τώρα έπαιρνε διαστάσεις στο κεφάλι του. Κι άλλη γυναικοκτονία. Πάλι από κάποιον συγγενή. Όταν ανοίξανε τη βαριά πόρτα του ασανσέρ είπε «θέλω να κάνω ένα τσιγάρο». Και έστριψε να βρει τον μουσικό, να ζητήσει το «στην Κ.».
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|