της Ναταλίας Διονυσιώτη Η Μαίρη λέει να πάει απόψε σινεμά. Όμως δεν μπορεί. Δεν την αφήνουν. Απαγορεύτηκε λέει. Όχι μόνο το σινεμά, αλλά και το θέατρο, οι συναυλίες, οι ταβέρνες, τα μπαρ και όλα εκείνα τα μέρη που αποτελούν σημείο συνάντησης και συνάθροισης ανθρώπων. Συνάθροιση. Τι άσχημη λέξη σκέφτηκε η Μαίρη. Άσχημη όταν συνοδεύεται από τη λέξη ανθρώποι. Πώς γίνεται να αθροίζονται οι άνθρωποι αναρωτήθηκε. Οι αριθμοί ναι. Αυτοί αθροίζονται. Και μάλιστα κάθε φορά, ανάλογα με τους αριθμούς, βγαίνει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αλλά με τους ανθρώπους τι γίνεται; Αν προσθέσω το 2 με το 7 θα έχω 9. Ναι αυτό το καταλαβαίνω. Αλλά αν προσθέσω έμενα τη Μαίρη με τον Βασίλη. Τότε τι; Και αν πάλι προσθέσω έμενα με την Αγγελική; Τι θα συμβεί τότε ; Μα όχι. Τι χαζή που είσαι. Δεν μας ενδιαφέρει ποτέ ποιοι αθροίζονται μεταξύ τους. Εκείνο που μονάχα μας ενδιαφέρει είναι το πόσοι αθροίζονται. Αυτό θα έλεγαν οι λάτρεις μιας τεχνοκρατικής αντίληψης . Και αφού το λένε εκείνοι , που επιβάλουν τους νόμους τους και τις θεωρίες τους στις κοινωνίες μας, θα έχουν δίκιο. Αυτά σκεφτόταν η Μαίρη καθώς έκανε το τελευταίο της τσιγάρο. Σταμάτησε για λίγο να το πετάξει και να το σβήσει με εκείνη τη γνωστή της σχολαστικότητα, που στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια απέλπιδα προσπάθεια να νικήσει την αδεξιότητα της. Κάθε φορά που έσβηνε τα τσιγάρα της, η καύτρα είχε μια ενοχλητικά μόνιμη διάθεση να αποχωρίζεται το τσιγάρο και να αποφεύγει να σβηστεί. Κάθε φορά ζητούσε μια μικρή παράταση για τη φωτιά της. Όμως η Μαίρη καμία σημασία δεν έδινε σε αυτή την παράκληση. Μάλλον το έπαιρνε πολύ προσωπικά. Μάλλον η καύτρα της θυμίζει πόσο αδέξια γίνεται όταν κάνει νευρικές κινήσεις. Εκείνο το απόγευμα, κάνοντας το τελευταίο τσιγάρο, μόλις ήταν σίγουρη πως η μάχη με την καύτρα είχε λήξει υπέρ της, κοίταξε αριστερά και χαμογέλασε. Το χαμόγελο όμως δεν προήλθε από την ανόητη νίκη της. Αριστερά της βρισκόταν το αγαπημένο της σινεμά. Χαμογέλασε και θυμήθηκε πόσες ταινίες είχε δει εκεί. Με πόσους φίλους είχε περάσει εκεί τα βράδια της; Πόσους εραστές είχε αγγίξει τρυφερά μέσα σε αυτή τη σκοτεινή αίθουσα; Πόσες νύχτες που αποζητούσε την προσωπική της φυγή είχε ταξιδέψει εκεί; Πόσες εικόνες και πόσες μελωδίες είχε γευτεί σε αυτό το σινεμά; Όταν όμως οι αναμνήσεις απάντησαν ακαριαία σε αυτά τα ερωτήματα το χαμόγελο έσβησε. Ή καλύτερα πάγωσε.
Η Μαίρη έλεγε να πάει απόψε σινεμά. Όμως δεν μπορεί. Απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Αυτές οι συναθροίσεις της είχαν στερήσει το σινεμά. Για αυτό το χαμόγελο της ήταν πια παγωμένο. Δεν ήξερε πότε θα πάψουν οι συναθροίσεις να είναι κακές. Και τότε είναι που θυμήθηκε όσα σκεφτόταν ανηφορίζοντας στο Γκύζη . Οι συναθροίσεις των ανθρώπων είναι πάντα κακές. Είναι πάντα μια απειλή. Μια απειλή αβέβαιη, αλλά υπαρκτή. Τι απαίσια λέξη αναφώνησε. Πώς γίνεται να είμαι ένας αριθμός; Πώς γίνεται ο κύριος που μου ανοίγει την πόρτα του σινεμά , μου κόβει το εισιτήριο και με χαμόγελο μου εύχεται καλή σας διασκέδαση να είναι και αυτός αριθμός; Οι αριθμοί δεν γελάνε, δεν κλαίνε , δεν ερωτεύονται. Και πόσο μάλλον δεν αγγίζονται. Όμως εκείνη το θυμόταν . Ήταν σίγουρη πως την τελευταία φορά που είχε βυθιστεί σε ένα από τα κόκκινα καθίσματα ένιωσε το χέρι του Βασίλη να κρατά σφιχτά το δικό της. Ήταν μάλιστα σίγουρη πως όταν εκείνος άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά εκείνη κοκκίνισε. Θυμάται πως εκείνη την τελευταία φορά μόλις τελείωσε η ταινία ο Βασίλης και εκείνη ένιωθαν ερωτευμένοι. Μέχρι να φτάσουν σε ένα κοντινό μπαρ , αγγίζονταν και κοιτάζονταν προσπαθώντας να χορτάσουν ο ένας με τον άλλον. Η Μαίρη ήταν σίγουρη πως, όταν έφτασαν οι μπύρες τους, άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλον ερωτόλογα. Μα πόσο της άρεσε αυτή η παλιομοδίτικη λέξη. Θυμάται πως του είχε πει πως το μόνο που θέλει είναι κάθε της πρόταση να ξεκινάει με το όνομα του. Και πως αν έκανε και εκείνος το ίδιο θα ήταν ευτυχισμένη. Θυμάται επίσης πως ο Βασίλης συμφώνησε γιατί ήξερε πως κάθε φορά που λέει το όνομα της εκείνη κοκκινίζει και κατεβάζει χαμογελώντας το κεφάλι της προς τα κάτω. Περίεργο ζευγάρι. Η Μαίρη ήθελε να λέει συνέχεια το όνομα του και εκείνος ήθελε να την κάνει να κοκκινίζει. Όμως ήταν όμορφοι. Και αυτό γιατί δεν είχαν ποτέ τους δεχτεί να γίνουν άψυχοι αριθμοί. Όχι βέβαια , είπε με θυμό η Μαίρη φτάνοντας προς την Αλεξάνδρας. Ποτέ εμείς οι δύο δεν θα ήμασταν αριθμοί. Αφού εκείνο το βράδυ ονειροπολούσαμε για ένα ταξίδι που όλο λέγαμε πως θα κάνουμε. Δεν ονειροπολούν οι αριθμοί, ούτε ταξιδεύουν. Η Μαίρη άνοιξε την ακατάστατη τσάντα της. Προσπέρασε ένα μπουκαλάκι με οινόπνευμα και έπιασε ένα καινούργιο πακέτο με τσιγάρα. Κάνοντας την πρώτη ρουφηξιά κατάλαβε πως είχε πια ηρεμήσει. Ναι δεν ήμασταν αριθμοί. Οι αριθμοί δεν ταξιδεύουν. Όμως ούτε και εκείνοι μπορούσαν πια να ταξιδέψουν. Δεύτερη ρουφηξιά από το τσιγάρο και η Μαίρη αρχίζει να παίζει νευρικά με τα μαλλιά της. Όχι σκέφτηκε δεν μπορεί. Δεν είμαι αριθμός. Εμείς δεν ταξιδέψαμε γιατί χωρίσαμε. Γιατί ο Βασίλης αποφάσισε πως δεν θέλει πια να με βλέπει να κοκκινίζω και έφυγε από κοντά μου δίνοντας ένα φθηνό αποχαιρετιστήριο φιλί. Δεν φταίνε οι συναθροίσεις που δεν ταξιδέψαμε. Στην τρίτη ρουφηξιά η Μαίρη είχε καταλάβει πως είχαν χάσει. Και εκείνη και ο Βασίλης είχαν μετατραπεί σε αριθμούς. Και οι αριθμοί δεν γελάνε, δεν κλαίνε, δεν ερωτεύονται. Μέχρι να σβήσει το τσιγάρο της, η Μαίρη είχε παραδεχτεί την ήττα της. Μπαίνοντας στο λεωφορείο προσπαθούσε να σκεφτεί. Ναι παραδέχομαι την ήττα μου. Όμως ποιός είναι ο νικητής; Ποιός θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια τέτοια διεστραμμένη μετατροπή των ανθρώπων σε αριθμούς; Ποιός θα ήθελε μια ζωή χωρίς ταξίδια; Πάνω που είχε φτάσει πολύ κοντά στην επίλυση αυτού του γρίφου, ο ήχος του κινητού της διέκοψε βίαια τις σκέψεις της .Το σοβαρό ύφος της Μαίρης εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε ένα πονηρό χαμόγελο. Το μήνυμα του Βασίλη ήταν σαφές : “Το ταξίδι τελειώνει όταν σμίξουν οι εραστές” .
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|