από την Χριστίνα Μανωλακάκη 15 τσιγάρα στο τασάκι και ένα στα χείλη. Πάλι δεν κατόρθωσα να την προχωρήσω. Φταίει το ράδιο με όλους τους πολιτικούς να λένε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Φταίει η ζέστη, που κάνει τη φανέλα μου να κολλάει στο σώμα μου, που όλο εκκρίνει ιδρώτα και αυτήν την άσχημη, κακή μυρωδιά. Βαρέθηκα να τρώω και το φαγητό της μάνας, κρύο από το ψυγείο, στα πλαστικά ταπερ. Και αυτό το κομμάτι πηλού που δουλεύω να μην σχηματίζεται όπως το θέλω. Ήταν ένα κορίτσι πριν χρόνια, όταν ήμουν έφηβος και εκείνη… και εκείνη δεν ξέρω πόσο ήταν, πάνε χρόνια… αλλά ήταν μεγαλύτερη μου. Τώρα η θύμηση της μου μοιάζει κοριτσιού, αλλά τότε… Το κορίτσι είχε πάρει λίγη λάσπη από την παραλία και την είχε κάνει ΚΑΤΙ. Μη ρωτήσεις τι- χάνεις την ουσία.
Την είχα κοροϊδεύσει θυμάμαι. Καταραμένοι χίπηδες, μόνο αυτοί θα επιβιώσουν τελικά. Ψάχνω με τις άκρες των δαχτύλων να βρω το τσίμπημα, το σπυράκι, αυτό που μου προκαλεί στην πλάτη φαγούρα τέλος πάντων. Λερώνω το δέρμα μου με πηλό. Τραβάω το χέρι μου από την πλάτη και το φέρνω στα χείλη, να απομακρύνει το τσιγάρο. Έχω βγάλει όλο το καλοκαίρι στην Αθήνα. Στο διαμέρισμα και στη μικρή βεράντα, που αποκόπηκε από την πολυκατοικία και ίπταται. Μοιάζει λες και ένα κτίσμα έχει για μπαλόνι τη βεράντα μου. Και έρχομαι εδώ να ξεκουραστώ, όταν η ζέστη της κουζίνας με κάνει να ανυπομονώ για μια απόδραση δύο ημερών. Είναι και το ραδιόφωνο που όταν δεν φιλοξενεί πολιτικούς τάζει χαρούμενα τριήμερα και μιλάει για το πώς είναι αναγκαίες οι διακοπές, να ξεφύγουμε, να αποδράσουμε, λες και είμαστε τίποτα ισοβίτες. Τότε, αλήθεια σου λέω, το έχω ανάγκη και το κάνω, τόσο όσο να πιώ νερό, το πρωί, μετά από ξίδια και πλησιάζω την μπαλκονόπορτα, ανοίγω το τζάμι, προσπερνώ την ακροφοβία που μου προκαλείται στιγμιαία και πιάνομαι από το χοντρό σκοινί που ενώνει το διαμέρισμα με τη βεράντα μου. Έχω γυμνασμένα χέρια, αλλά κουράζονται. Νιώθω κάποια στιγμή θα με εγκαταλείψουν. Είναι βλέπεις μεγάλη η απόσταση, μένω στον 2ο και η βεράντα είναι σε ύψος πέρα από τον 7ο. Αλλά αξίζει, έχει θέα και δροσιά. Κανείς δε με ακολουθεί όμως, να πιούμε μια μπύρα, να ακούσουμε μαζί ράδιο, να το κλείσουμε στην τελική και να μιλήσουμε. Και έτσι κάθομαι στη ζεστή κουζίνα μου, με έναν ανεμιστήρα να χτυπά την πλάτη μου. Και προσπαθώ να πλάσω εκείνο το κορίτσι, ένα ομοίωμα του, αλλά δεν μου βγαίνει και όλο εκνευρίζομαι και πίνω μπύρες και καταλήγω να πλάθω κάτι (διαφορετικό από το ΚΑΤΙ) όλο και πιο άσχημο, κάτι που δεν της μοιάζει. Ακούω στο ράδιο να λένε για διακοπές, για την Αθήνα που είναι έρημη και τις παραλίες της Αττικής που είναι ασφυκτικά γεμάτες. Έκανα τις προσπάθειες μου, συντόνισα το ράδιο στις συχνότητες του επόμενου έτους, αλλά έτσι είναι τα κλισέ, ένας χρόνος πάνω, ένας χρόνος κάτω τα αφήνει ανέπαφα. Έπρεπε ίσως να το είχα βάλει σε δεκαετία+ αλλά φοβήθηκα μήπως δεν πιάσω τίποτα και έτσι το άφησα να παίζει ως είχε. Κάποια στιγμή τα παίρνω. Πιάνω το δύσμορφο κορίτσι – που δεν μοιάζει καν με άνθρωπο- και το στερεώνω κακήν κακώς στην πλάτη μου. Πιάνομαι και κρέμομαι από το σκοινί. Αρχίζω να ανεβαίνω. Με χαιρετάνε οι γείτονες. Κανείς δεν έχει φύγει από εμάς. Ίσως είμαστε πιο ευτυχισμένοι από τους συμπολίτες μας και δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να αποδράσουμε από την πρωτεύουσα. Ή το ακριβώς αντίθετο. Είμαστε τόσο δυστυχισμένοι που έχουμε αποτάξει την ιδέα της χαράς, ως κάτι αταίριαστο με το σύνολο της ύπαρξης μας. Με χαιρετάνε οι γείτονες, χαιρετάω και εγώ με ένα βογκητό ή καμία λέξη αν καταφέρω να εκφέρω καμία. Αλλά η προσοχή μου είναι στα ραδιόφωνα τους. Οι πιο πολλοί τα έχουν συντονισμένα σε παρελθοντική χρονιά. Έτσι είναι ήρεμοι, καταφέρνουν να χαλαρώσουν και λίγο. Τους καταλαβαίνω κι ας γελάνε μαζί μου που επιμένω και ανεβαίνω αυτό το χοντρό σκοινί μέσα στη ζέστη. Ανεβαίνω. Μου παίρνει ώρα. Το επιπρόσθετο βάρος με κουράζει περισσότερο… αλλά φτάνω, κοιτάω κάτω, η Αθήνα σαν μικρογραφία και πετάω κάτω το δύσμορφο πλάσμα που δεν είναι ΚΑΤΙ. Και γελάω. Αν σκότωσα κάποιον πόσο καιρό θα πάρει στους γείτονες μου να το μάθουν; Μόλις η παραμονή μου στη βεράντα απέκτησε κάποιο ενδιαφέρον.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|