by Πόλλυ Βαρελοπούλου Επισκέψεις Όταν το πρώτο πετραδάκι κατρακύλησε από την πετρώδη βουνοπλαγιά και χτύπησε την πόρτα του νόμιζε ότι ήταν κάποιος επισκέπτης. Ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. Δεν περίμενε κανέναν και βασικά κανένας δεν τον επισκεπτόταν. Η πόρτα ξαναχτύπησε λίγο πιο δυνατά. «Τι ανοησία», σκέφτηκε. «Ποιος θέλει τόσο πολύ να με δει;». Όταν η πόρτα χτύπησε άλλη μια φορά και αυτό που ακούστηκε ήταν ένας βαρύς γδούπος ο Σεμπάστιαν ενοχλήθηκε. «Ε, αυτό είναι αγένεια πλέον!» Πηγαίνοντας να ανοίξει την πόρτα, το συνοφρυωμένο του πρόσωπο έκρυβε και μια μικρή ρυτίδα που χαμογελούσε αδύναμα κρατώντας πατριωτικά ακόμα την καλά θαμμένη ελπίδα του Σεμπάστιαν για μια επιτυχημένη κοινωνική συναναστροφή. Λίγο πιο πάνω, ένας από τους μεγάλους βράχους της βουνοπλαγιάς παρακολουθούσε τους φίλους του που, ο ένας μετά τον άλλο, αφήνονταν να κατρακυλήσουν καταλήγοντας στην πόρτα του μικρού σπιτιού, χτυπώντας την διακριτικά. Έχοντας χάσει πλέον την υποστήριξή τους αφέθηκε και εκείνος να κυλήσει σα μικρό παιδί. Επιδεικνύοντας τη δύναμή του έφτασε με θόρυβο σκόνη και χαμό στους φίλους του που τον περίμεναν εντυπωσιασμένοι εκεί δίπλα στο σπιτάκι.
Ο Σεμπάστιαν άνοιξε την πόρτα. Είναι μάλλον αυτονόητο ότι καθόλου δεν ευχαριστήθηκε με την επίσκεψη αυτή. Μάλιστα, με την τελευταία του πνοή ήταν πιο σίγουρος από ποτέ ότι η κοινωνική ζωή και οι συναναστροφές κάθε τύπου καθόλου δεν ήταν για αυτόν. Καθρέφτης Σε βλέπω κάθε μέρα. Κάποιες μέρες δυο και τρεις φορές. Και κάθε φορά νιώθω το ίδιο: μια ανάμειξη έντονης περιέργειας αλλά και προστατευτικότητας απέναντί σου. Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Με μπερδεύει. Με μπερδεύει ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι κάθε φορά νιώθω ότι είμαστε τόσο κοντά μα συνάμα τόσο μακριά. Πού και πού σκύβεις προς το μέρος μου και 'γω νιώθω ένα σκίρτημα. Σκύβω μαζί σου και η όρασή μου θολώνει σα να είμαι μπροστά στο τζάμι μιας βιτρίνας μες στο καταχείμωνο. Μα όσο κοντά και αν έρθεις ποτέ δε με ακουμπάς ολότελα και 'γω δε μπορώ να σκύψω άλλο. Και πάντα μα πάντα, όσο ευθεία μέσα στα δικά μου μάτια και αν κοιτούν τα δικά σου το νιώθω μέσα μου πως δε με βλέπεις πραγματικά. Όχι σαν αυτό που είμαι. Το βλέμμα σου με διαπερνά και είναι λες και χάνεται πίσω μου. Θέλω να γυρίσω να το κυνηγήσω, να το φτάσω, να το υποτάξω. Να το κάνω να κοιτάξει εμένα. Εμένα. Στο τέλος, και ενώ εγώ έχω χαθεί στο βλέμμα σου, στο έντονο και πηχτό μαύρο με την πλούσια δροσερή σκιά των ματοτσίνορων σου, εσύ γυρίζεις την πλάτη σου και με ξυπνάς απότομα. Τι τράνταγμα απίστευτο κάθε φορά. Αλλά και εδώ υπάρχει χειρότερο. Γιατί υπάρχουν φορές που στέκεσαι μπροστά μου όλο παράπονο, άλλες που κοιτάς με μίσος ή με πόνο τόσο που με κάνεις και μένα να πονώ και να μισώ τον εαυτό μου. Και ύστερα να τον ξαναμισώ γιατί πάλι αυτό το κενό ανάμεσά μας δε μ' αφήνει να σε πλησιάσω. Να σε παρηγορήσω. Άλλες πάλι κοιτάς με καμάρι, άλλες χωρίς έκφραση και συναίσθημα. Και 'γω μπερδεύομαι. Θα ήθελα να σου μιλήσω. Πρώτον για να σε γνωρίσω καλύτερα. Δεύτερον για να με γνωρίσεις εσύ. Χρειάζομαι κάποιον να μιλήσω. Είναι μοναχικά εδώ. Αναρωτιέμαι αν νιώθεις το ίδιο. Αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου; Την ύπαρξη σου; Εγώ όχι. Δεν ξέρω αν είναι για όλους το ίδιο. Εσύ το ξέρεις ότι τα μάτια σου είναι μαύρα; Και τα μαλλιά σου σγουρά και ανάλαφρα; Εγώ δεν ξέρω πώς είναι τα δικά μου. Δεν τα νιώθω καν να πέφτουν στους ώμους μου ή να ακουμπούν το προσκεφάλι μου όπως η δική σου μικρή τουφίτσα. Άραγε αν γνωριστούμε, αν ενωθούμε να νιώσω την ύπαρξή μου; Μήπως εγώ, ο ένας, χρειάζομαι εσένα για να ολοκληρωθώ και να μάθω ποιος είμαι; Αλλά πάλι, τι σκέψεις είναι αυτές. Τι λέξεις. Ύπαρξη, ολοκλήρωση. Δεν ξέρω πώς γεννήθηκαν στο κεφάλι μου. Ίσως ξέρεις εσύ. Σε παρακαλώ, την επόμενη φορά που θα σκύψεις προς το μέρος μου, φίλησέ με. Ίσως έτσι μάθω την αλήθεια. Παρενέργειες διαβάσματος ή ζήτω το χωροχρονικό... ασυνεχές Ο Όσκαρ Γουάιλντ επέμενε ότι ο Ευτυχισμένος του Πρίγκιπας δεν ήταν και τόσο ευτυχισμένος. «Πήγαινέ τον στη Χώρα των θαυμάτων» είπε ο Λούις Κάρολ. «Του λείπει η περιπέτεια, γι' αυτό βαριέται. Υπάρχει ένα νησί...» πετάχτηκε ο Ρ. Λ. Στίβενσον. «Συνάδελφοι, μη λέτε ανοησίες. Άγαλμα είναι... δεν μπορεί να πάει και πολύ μακριά.» τους σταμάτησε ο Γουάιλντ. «Κίπλινγκ εσύ πως τα πας με το έργο σου;» Ο Κίπλινγκ που μόλις είχε γυρίσει από Ινδία υπέφερε από τζετ λαγκ. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να προφέρει: «Ζούγκλα» και ύστερα να ξαναξαπλώσει αναπαυτικά στη βικτωριανή του πολυθρόνα. «Του λείπει ο έρωτας Όσκαρ. Λούις εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από όλους αυτό!» Ένα πνιχτό γελάκι ξέφυγε από όλους. Ο Λούις Κάρολ ήταν ο ανύπαντρος της παρέας και ο σταθερός στόχος των σχολίων της Μπροντέ. «Μα είναι άγαλμα! Μα το βασιλικό θρόνο τι δεν καταλαβαίνετε;» ξεφύσηξε ο Όσκαρ. Ένα χέρι τον ακούμπησε αδελφικά στον ώμο και μια αντρική φωνή παραδέχτηκε: «Φίλε, ο πιο διάσημος ήρωάς μου είναι μια γάτα που στέκεται στα 2 πόδια και μιλάει..», είπε ο Δρ. Seuss. «Χαλάρωσε.» «Χρειάζεσαι ένα στοιχείο της φύσης. Η φύση αξίζει την αγάπη μας περισσότερο από καθετί!» Ο Κίπλινγκ σήκωσε το χέρι του σε ένδειξη συμφωνίας. «Δώσ' του μια παρέα, κάτι. Εγώ όταν ήμουν μικρή...» «Είχες βατράχια, σαύρες και άλλα τέτοια για συντροφιά ναι το ξέρουμε το 'χεις πει εκατό φορές!» αναφώνησε η Λουίς Μέι Άλκοτ, γνωστή για το έντονο ταπεραμέντο της. «Παρόλα αυτά η Μπίατριξ έχει ένα δίκιο. Ο ήρωάς σου χρειάζεται μια συντροφιά.» Η Μπίατριξ Πότερ χαμογέλασε. Η φύση και η αγάπη της για αυτή της είχε δώσει αρκετή υπομονή και καλοσύνη. Ο Τζον Ντόνοβαν αποφάσισε πως ήταν ώρα να συμμετάσχει και αυτός οπότε ανακάθισε και με περίσσια χάρη είπε: Δώσ' του συντροφιά αλλά του ίδιου φύλου. Σκέψου μόνο πόσο εντύπωση θα κάνει αυτό στους κριτικούς. Θα είναι επιτυχία σου λέω!» Η Άλκοτ κούνησε το κεφάλι της συγκαταθετικά με τόσο ενθουσιασμό που αναπήδησε 2-3 φορές στην καρέκλα της. «Ναι, Όσκαρ, ναι!! Θα είναι καταπληκτικό. Τζον σου έχω πει για το δικό μου βιβλίο; Λοιπόν...» Ένα πεντάλεπτο έντονης συζήτησης ακολούθησε μεταξύ Άλκοτ και Ντόνοβαν ενώ οι υπόλοιποι είχαν λουφάξει στις καρέκλες τους και ο Γουάιλντ καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησε αυτή τη συζήτηση. «Αρκετά! Με ζαλίσατε.» διέκοψε με σθένος ο Γουάιλντ. «Εννοώ, καλές οι ιδέες σας αλλά πρέπει να τις επεξεργαστώ. Προτείνω να ξαναγυρίσουμε όλοι στις ζωές μας και στο έργο μας. Αρκετή ώρα σπαταλήσαμε. Σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε, εκτιμώ τη βοήθεια σας. Καλό σας απόγευμα κύριοι! Κυρίες...» χαιρετίζει ευγενικά με το καπέλο και σηκώνεται. «Εις το επανιδείν, φίλοι.»
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|