από την Βασιλική Συρογιάννη «Τί ώρα είναι;» Ασυναίσθητα γύρισε και κοίταξε ψηλά, στον τοίχο πίσω της, για να συνειδητοποιήσει μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου πως το ρολόι δεν ήταν πια εκεί. Πριν κάποιες εβδομάδες είχε παραπονεθεί στη συγκάτοικό της πως ο ήχος από τους λεπτοδείκτες δεν την άφηνε να κοιμηθεί, έτσι το ρολόι μεταφέρθηκε στο χωλ και την άδεια θέση του στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι της κάλυψε μία εικόνα της Παναγίας που κρατά το θείο βρέφος, ξεχασμένο δώρο συγγενών από αυτά που δέχεσαι υποχρεωτικά και με υποτιθέμενη ευγνωμοσύνη για να μη δημιουργήσεις «θέμα» στο χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι. Έμεινε να χαζεύει την εικόνα για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα προτού σηκωθεί απότομα για να κατευθυνθεί προς το χωλ. Η αλήθεια ήταν πως ακόμα τα βράδια άκουγε τους χτύπους του ρολογιού καθώς δεν απείχε παρά πέντε βήματα από το κρεβάτι της αλλά δεν ήταν δυνατό να το ξεφορτωθεί. Από όταν θυμόταν τον εαυτό της μισούσε αυτόν τον ήχο. Όταν της έκαναν δώρο ρολόι χειρός το φόρεσε για λίγες μέρες και μετά το πέταξε σε ένα κουτί μαζί με άλλα άχρηστα μπιχλιμπίδια. Δεν άντεχε αυτό το διαρκές, επαναλαμβανόμενο, αέναο «τικ-τακ». Περίμενε πως κάποια στιγμή θα το συνήθιζε και θα γινόταν ένας θόρυβος σαν όλους τους άλλους, όπως η κίνηση από τα αμάξια έξω από τη μπαλκονόπορτά της που με τον καιρό γινόταν ένα ανεπαίσθητο βουητό στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.
Τώρα όμως, όπως στεκόταν ακριβώς από κάτω του, το «τικ-τακ» πέρα από απλώς ενοχλητικό γινόταν αφόρητο. Ο λεπτοδείκτης κινούταν σταθερά και αποφασιστικά και με κάθε χτύπο-οξύ και διαπεραστικό- ήταν σαν να διατρανώνει την κυριαρχία του στον χώρο, την κυριαρχία του πάνω της. Ήταν σχεδόν περιπαικτικός. Ναι, τώρα της ήταν ξεκάθαρο, την περιέπαιζε. Σκέφτηκε όλες εκείνες τις φορές που προσπαθούσε να κλείσει τα μάτια της για να βρει λίγη γαλήνη και το ηλίθιο ρολόι, με εκείνον τον επίμονο χτύπο, της υπενθύμιζε: «Τικ-τακ, ένα λεπτό λιγότερο. Τικ-τακ, μία ώρα λιγότερη. Τικ-τακ, μία μέρα λιγότερη. Τικ-τακ, δεν προλαβαίνεις. Τικ-τακ, ο χρόνος σου τελειώνει.» Συνέχιζε να κοιτάζει την διαρκώς επαναλαμβανόμενη κίνηση του δείκτη, μα αυτή τη φορά, σε κάθε χτύπο, της φαινόταν πως προχωρούσε όλο και πιο αργά, νωχελικά, σχεδόν βαριεστημένα. Ήταν φανερό πως αυτό το άθλιο αντικείμενο πλέον την χλεύαζε. Κάθε λεπτό που περνούσε της φαινόταν σαν ώρα, κάθε ώρα σαν μέρα και τα μερόνυχτα του καλοκαιριού κάτω από το καυτό τσιμέντο της πόλης σαν αιώνας. Θυμήθηκε ένα πολύ ζεστό πρωινό που κάθονταν δίπλα-δίπλα στο τρόλεϊ και κατευθύνονταν προς το Κέντρο. Εκείνη είχε περάσει το χέρι της γύρω από το λαιμό του και με τα ακροδάχτυλά της είχε τυλίξει μία ξανθιά τούφα σαν δαχτυλίδι γύρω από τον δείκτη της ενώ εκείνος περιεργαζόταν το καινούριο του απόκτημα. «Σου αρέσει το καινούριο μου ρολόι; Είναι ηλεκτρονικό, σαν αυτά που είχαμε στο Δημοτικό. Έχει ξυπνητήρι, αντίστροφη μέτρηση, φωτεινή οθόνη και αντέχει στα τάδε μέτρα κάτω από το νερό.» «Δεν έχει δείκτες. Μου αρέσει.» Έκλεισε το φως του χωλ και πήγε να ξαπλώσει. Πίσω της ακουγόταν το χαιρέκακο «τικ-τακ» του ρολογιού που γιόρταζε μία ακόμα θριαμβευτική νίκη.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|