από την Simone De Trier Ήταν λίγο πριν την αυγή, ακόμη όλα σκοτεινά κι Εκείνη περιφερόταν, ήδη, εδώ και ώρα στους, σχεδόν έρημους, δρόμους της μητρόπολης. Η απαγόρευση κυκλοφορίας ήταν εν ισχύ ως το ξημέρωμα, ωστόσο δεν ήταν λίγες εκείνες οι ψυχές που την αγνοούσαν. Άλλωστε δεν είχαν άλλη επιλογή, η κυκλοφορία επιτρεπόταν μόνο την ημέρα, για ελάχιστες ώρες, από την Ανατολή ως τη Δύση του ήλιου και πάλι ήταν θεοσκότεινα, ο πυρηνικός Χειμώνας είχε περιορίσει σημαντικά την ηλιοφάνεια. Έπρεπε να φτάσει το γρηγορότερο δυνατό στο άλλο καταφύγιο, να αφήσει τα αντιιικά φάρμακα και να προφτάσει να χτυπήσει κάρτα στην ώρα της. Εργαζόταν σε ένα από τα εργοστάσια που είχαν ως έδρα το προάστιο που κατοικεί «Κατοικώ… Επιβιώνω με το ζόρι δε λες καλύτερα;». Η άλλοτε ζωηρή μητρόπολη αποτελούνταν, πλέον, από σωρούς ερειπίων και διάσπαρτες παραγωγικές μονάδες. Στα υπόγεια των καταλοίπων ζούσαν όπως-όπως επιζώντ@ της καταστροφής, που παρείχαν την εργασία τους στα εργοστάσια και αμείβονταν με το ακριβές αντίστοιχο της «πενταροδεκάρας», δηλαδή με φρεσκοληγμένες κονσέρβες και θολό πόσιμο νερό. Δεν ήταν σαφές τι παραγόταν σε κάθε χώρο, γνώριζαν μόνο ότι αυτά τα μικρά εξαρτήματα χρησίμευαν για την κατασκευή μεγαλύτερων εξαρτημάτων, τα οποία χρησίμευαν ως δομικά μέρη κάποιου άλλου μηχανήματος. Έβλεπαν το μετάλλευμα να μπαίνει στο εργοστάσιο από τη μια πόρτα και να εξέρχονται μικροσκοπικά διάφανα προϊόντα από την άλλη. Υπήρχαν κι άλλοι χώροι παραγωγής, «εργοστάσια» τα ονόμαζαν κι αυτά, μάλλον από συνήθεια, αλλά δεν εισερχόταν και δεν εξερχόταν τίποτα, τουλάχιστον από τις πόρτες. Οι εργάτες και οι εργάτριες αυτών των χώρων ζούσαν εντός και η φήμες έλεγαν ότι παράγουν πληροφορίες, «Ότι κι αν σημαίνει αυτό» σκέφτηκε και τάχυνε το βήμα της. Δεν έπρεπε να την πιάσει βροχή, αν και φορούσε το πανοφώρι της και ήταν προστατευμένη ήθελε να αποφύγει να γεμίσει και αυτό τρύπες από τις καυστικές σταγόνες. Εκείνη είχε προλάβει να σπουδάσει τρία χρόνια Ιστορία της Τέχνης στη Φλωρεντία πριν γενικευθεί ο πόλεμος. Πλέον η Φλωρεντία είναι πλημμυρισμένη, η τέχνη είναι -έτι περεταίρω- είδος πολυτελείας κι Εκείνη είναι μια ανειδίκευτη εργάτρια στη γραμμή παραγωγής. Ως τώρα η επιβίωση της στηρίχθηκε σε ένα συνδυασμό τύχης, ικανοτήτων, διασυνδέσεων και έρωτα. Διέφυγε από τη Φλωρεντία, πριν πέσουν οι πρώτοι πυρηνικοί πύραυλοι, με τη βοήθεια ενός εργατικού δικτύου στο οποίο είχε προσχωρήσει στο δεύτερο έτος των σπουδών της. Τότε την είχε φέρει σε επαφή Εκείνος και μετά εξαφανίστηκε. Φοιτητής φιλοσοφίας, έξυπνος, γοητευτικός, ερωτεύσιμος, διαβασμένος, της υποσχέθηκε αιώνιο έρωτα και διαρκή επανάσταση, δεν κράτησε καμία από τις δυο υποσχέσεις του. Εκείνος μετά από ένα μήνα πάθους εξαφανίστηκε, λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, εγκατέλειψε τη ζωή του, το διδακτορικό του, την επανάσταση τους και Εκείνη. Τις προηγούμενες ημέρες της είχε μιλήσει αόριστα για τη δέσμευση στην αλλαγή, στον σκοπό, για θυσίες, όμως ποτέ για τα σχέδια του. Εκείνη, όταν κατάλαβε ότι η τροπή του πολέμου θα ήταν δυστοπική επέστρεψε στη Μητρόπολη καταγωγής της. Μετά την καταστροφή αναζήτησε τα εναπομείναντα μέλη του εργατικού δικτύου για να ρωτήσει για Εκείνον, δεν έμαθε τίποτα, όμως συνέχισε να διατηρεί μια χαλαρή σχέση μαζί τους. Από καιρού εις καιρόν μετέφερε μηνύματα ή πακέτα μεταξύ των καταφυγίων και κυρίως διοχέτευε πληροφορίες που αλίευε από τους εραστές της, πάντοτε στελέχη στην παραγωγή. Χαλάρωσε το βηματισμό της ελέγχοντας το περιβάλλον γύρω της, έπρεπε να βεβαιωθεί ότι δεν την ακολούθησε κανείς, αν και περισσότερο την ανησυχούσε η ηλεκτρονική παρακολούθηση παρά κάποιος κακομοίρης ξενύχτης χαφιές που πιθανόν να τουρτούριζε όλη νύχτα έξω από το καταφύγιο που διέμενε. Ευτυχώς δεν είχε πάνω της καμία ηλεκτρονική συσκευή, άλλωστε κανένας δεν είχε πλέον και ήξερε πως ήταν δύσκολο να χακάρουν την ίδια. Μπήκε στο καταφύγιο με προφυλάξεις. Ήταν ένας υπόγειος χώρος, όπως οι περισσότεροι χρηστικοί χώροι πλέον, σε ένα ερειπωμένο κτήριο που κάποτε στέγαζε την όπερα. Συχνά, τις ώρες που ηχούσαν οι σειρήνες, μια πιανίστρια έπαιζε ορατόρια στο εκκλησιαστικό όργανο πάνω από τα κεφάλια τους, έλεγε πως οι βόμβες αντιμετωπίζονται μόνο με τη μουσική. Κατευθύνθηκε στο βάθος και άνοιξε την πόρτα του διοικητηρίου, συνήθως εκεί την περίμενε ο σύνδεσμος, παραλάμβανε τα πακέτα ή τις πληροφορίες και τις έδινε οδηγίες. Σήμερα ήταν μαζεμένοι αρκετοί άνθρωποι, ήξερε από τις τελευταίες επισκέψεις πως κάτι μεγάλο ετοιμαζόταν. Μια εξέγερση σε όλα τα εργοστάσια, τουλάχιστον σε αυτά που είχαν παρεισφρήσει, με σκοπό την κατάληψη τους. Εκείνη πίστευε ότι ήταν επιεικώς παράτολμη ιδέα, κατανοούσε τη θεωρητική βάση του εγχειρήματος, ωστόσο φοβόταν πως θα πνιγόταν, κυριολεκτικά, στο αίμα. Στο αίμα τους. Πλησίασε και είδε κάποιον στο κέντρο, με την πλάτη γυρισμένη προς Εκείνη, να μιλάει στο πλήθος. Λογικά ήταν ο σύνδεσμος από τη συντονιστική επιτροπή, ερχόταν να τους δώσει τις τελευταίες οδηγίες και να τους βοηθήσει στην προετοιμασία. Οι λέξεις έβγαιναν με πάθος και ηρεμία, ενώ της φαίνονταν γνωστές οι φράσεις και το ηχόχρωμα. Σε μια αποστροφή του λόγου του γύρισε προς το μέρος της. Και τότε πάγωσε ο χρόνος, πάγωσε Εκείνη, πάγωσε και Εκείνος. Ήταν περίπου όπως τον θυμόταν, ψηλός, μελαχρινός, νευρώδης, με ειρωνικό μειδίαμα και ζεστά μάτια. Είχε γκριζάρει λίγο και του πήγαινε. Την κοίταξε με ένα βλέμμα περιεκτικό, απολογητικό, ερωτικό, πήρε μια βαθιά ανάσα και της είπε «De te fabula narratur». στιγμιότυπο από την ταινία Metropolis
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|