by Χριστίνα Μ. Η καλοκαιρινή ζέστη κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Η Δανάη γλαρωμένη στον καναπέ της έχει πάψει να διαβάζει το βιβλίο της. Το έχει αφήσει ανοιχτό πάνω στη γυμνή της κοιλιά. Οι σκέψεις της την έχουν απομακρύνει από τις λέξεις του ώρα τώρα. Και η σκέψη της… πως η πόλη τους ανήκει. Δίπλα της, ο ήχος από τον μισοχαλασμένο ανεμιστήρα την νανουρίζει, ο συλλογισμός της όμως συνεχίζεται, «όπως οι κάδοι ανήκουν στις αδέσποτες γάτες κάθε βράδυ, έτσι και κάθε Αύγουστο η πόλη μένει και ανήκει στους ξεχασμένους της.» Μόνο τέτοιες στιγμές, που τα μάγουλα της καίγανε από τη ζέστη μέχρι να τα χτυπήσει στιγμιαία ο ανεμιστήρας, η Δανάη αισθανόταν μια στοργή για την Αθήνα. Τότε την ένιωθε κάπως δική της. Τότε πίστευε πως είχε κάτι κοινό με τους υπόλοιπους κατοίκους της. Ήταν αυτοί που είχαν μείνει πίσω. Ξαφνικά το διπλανό αμάξι στο φανάρι έμοιαζε πιο οικείο, μπορούσε να ακούσει τη μελωδία από το ραδιόφωνο ή τις συζητήσεις μεταξύ των επιβατών. Στις βόλτες να χαζέψει και να διαχωρίσει τον κόσμο σε μαυρισμένους και κοκκινισμένους από τον ήλιο, και αυτούς που σαν εκείνη είχαν διατηρήσει το άσπρο τους δέρμα. Μα κυρίως ένιωθε τότε την Αθήνα δική της, γιατί τον Αύγουστο μπορούσε σε ένα πεντάλεπτο να είναι σπίτι του. Ήταν λες και η ζέστη εκμηδένιζε την απόσταση. Οι άδειοι δρόμοι τη καλωσόριζαν και την προσκαλούσαν να τους οδηγήσει. Κάποτε της άρεσε να κάνει βόλτες με το αμάξι μόνη της. Να ακούει μουσική και να τη χτυπάει ο αέρας από το παράθυρο. Αλλά αυτό ήταν πριν. Πριν τον γνωρίσει. Πριν πάψει να αγχώνεται για την βενζίνη. Σήμερα δεν ήξερε άμα θα τον έβλεπε. Είχε δουλειές να κάνει, της είχε πει. Εκκρεμότητες. Και αυτή είχε. Από την πιο απλή, το αφημένο στην κοιλιά, ανοιχτό βιβλίο και το φαγητό που σιγοέβραζε, έως τους απλήρωτους λογαριασμούς και εκείνη την εξαγωγή φρονιμίτη που όλο ανέβαλε. Είχε διαβάσει τις προάλλες ενώ ξεφύλλιζε σε ένα βιβλιοπωλείο «Το πιο βαρύ φορτίο μάς συνθλίβει, μας κάνει να λυγίζουμε κάτω απ’ αυτό, μας πιέζει στο έδαφος.» Είχε κουραστεί είναι η αλήθεια, ένιωθε να χάνει δυνάμεις όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Η επόμενη φράση της είχε κάνει όμως μεγαλύτερη εντύπωση «Αλλά, στην ερωτική ποίηση όλων των αιώνων, η γυναίκα επιθυμεί να δεχτεί το φορτίο του αντρικού κορμιού.» Η Δανάη δεν είχε γράψει πότε της ούτε έναν στίχο, ούτε διάβαζε ιδιαίτερα ποίηση. Βρήκε όμως τον εαυτό της να συμφωνεί με αυτή τη φράση, λες και ήταν μια σκέψη δικιά της που απλά συναντούσε να διατυπώνεται πιο εύγλωττα από κάποιον άλλον. Το βάρος της, η επιθυμία της, ήταν ένα τηλεφώνημα μακριά, αλλά είχε δουλειές, δε θα τον ενοχλούσε. Τελικά τηλεφώνησε εκείνος. Η φωνή του, πιο βραχνή από ό,τι συνήθως, την καλημέρισε. Ο Παύλος καλημέριζε τον κόσμο, ανεξαρτήτου ώρας, μέχρι να νυστάξει. Θα ερχόταν από εκεί να φάει. Έφτασε ύστερα από λίγο , ιδρωμένος, με τη λευκή φανέλα του κολλημένη στο σώμα του. «Έχεις καμία μπύρα;» τη ρώτησε «Ναι, αλλά δεν είναι κρύα» αποκρίθηκε εκείνη. Ο Παύλος πήγε στη μικρή κίτρινη κουζινούλα και άνοιξε το ψυγείο. Δεν είχε φως, ούτε ήταν κρύο. Πήρε διστακτικά τη μια μπύρα που είχε μείνει και κοίταξε πίσω από το ψυγείο. Το είχε βγάλει από την πρίζα. Άκουσε τη Δανάη να μιλά στη γάτα της και έτσι όσο πιο ήσυχα μπορούσε έκανε να ανοίξει τα διάφορα ντουλάπια, όλα μισοάδεια. Με εξίσου μεγάλη διακριτικότητα πλησίασε το κουτί που ήξερε πως η Δανάη έβαζε τα λεφτά της. Μέσα είχε μόνο ένα τάλιρο. Πήγε ξανά στο δωμάτιο που βρισκόταν η Δανάη, Την παρατήρησε για λίγο. Πάντα του φαινόταν χαρούμενη. Και έτσι δεν είχε καταλάβει πόσο άσχημα είναι τα πράγματα. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και η Δανάη του χάρισε ένα χαμόγελο. «Θες να κάνουμε κάτι να ξεσκάσουμε;» «Όχι» απαντά αυτή. «Είμαι καλά εδώ.» Κάνει ένα βήμα πίσω, ώστε να φτάσει το τραπέζι και κάθεται πάνω του. Ανοίγει τα πόδια της και τον προσκαλεί. Ο Παύλος ανταποκρίνεται. Δεν υπάρχει πλέον απόσταση μεταξύ τους. Και τότε του ψιθυρίζει «Εσύ είσαι ο λόγος που είμαι καλά.» (τη φωτογραφία τη βρήκα εδώ: maryclicksnglues.tumblr.com/)
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|