by Πόλλυ Βαρελοπούλου Έκανε να πιάσει το ποτήρι με το παγωμένο νερό. Είχε βάλει και παγάκια για να σιγουρευτεί ότι θα είναι ό,τι πιο δροσιστικό και ανακουφιστικό εκείνη τη μέρα που όλα πήγαιναν στραβά. Δεν είχε πολλές προσδοκίες ότι κάτι θα άλλαζε. Μάλλον είχε στρέψει όλη του την θετική ενέργεια σε αυτό το ποτήρι με το νερό. Κάτι, όμως, που πάει ήδη στραβά θα συνεχίσει να το κάνει και έτσι πριν το καταλάβει το ποτήρι ξεγλίστρησε με χάρη και τσαχπινιά από το χέρι του γιατί… γιατί έτσι. Γιατί έπρεπε να πέσει, να σπάσει και να ελευθερώσει το λυτρωτικό του περιεχόμενο.
- Σκατά, μονολόγησε και σκέφτηκε πως δεν έχει καν την όρεξη να βρίσει παραπάνω. Φώναξε τον σερβιτόρο, ζήτησε βαριεστημένα συγγνώμη και περίμενε το επόμενο ποτήρι. Το φαγητό που παρήγγειλε θα αργούσε οπότε είχε όλο το χρόνο να κάτσει νωχελικά κάτω από τη λευκή ομπρέλα χαμένος στις σκέψεις του να περιεργάζεται τα πρόσωπα, τις κινήσεις και τις μικρές λεπτομέρειες των ανθρώπων. Την κοπέλα με την αλογοουρά που έτρεχε να προλάβει τον επόμενο υπόγειο συρμό με τους ώμους μαζεμένους από το βάρος του σακιδίου της και το πρόσωπο να προδίδει την εξάντλησή της και την αγωνία για να ένα πιο δροσερό περιβάλλον. Τον κύριο με τα γυαλιστερά παπούτσια, το πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι πάνω και το σακάκι στο χέρι, ναι αυτόν τον κλασικό κύριο που παντός καιρού είναι ντυμένος στην τρίχα και που ο καταναγκασμός της ενδυμασίας του σε κάνει και σένα να ασθμαίνεις. Άκουσε κάπου δίπλα του μια καρέκλα να σέρνεται στο πλακόστρωτο και μια ελαφριά αύρα αρώματος χτύπησε τα ρουθούνια του. Ήταν και αυτή μια μικρή ανακούφιση μέσα στο ζεστό αέρα που ανέπνεε όλη μέρα. Διακόπηκε γρήγορα όμως καθώς ο σερβιτόρος κατέφθασε διαλύοντας τα ίχνη της και φέρνοντας μαζί του μιαν άλλη λιγότερο ευχάριστη. Ήπιε μια γουλιά -επιτέλους- και αφήνοντας αργά το ποτήρι του κάτω γύρισε προς τα δεξιά του. ~~ «Δεν το πιστεύω ότι κάνει τέτοια ζέστη», σκέφτηκε και ανακάθισε λίγο στην μεταλλική καρέκλα που είχε ήδη αρχίσει να την κόβει στο τέλος του φορέματός της. Με την κίνησή της παρατήρησε μια φιγούρα να την κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν έδωσε σημασία. ~~ Ήταν απλή. Όμορφη και απλή. Μαλλιά καστανά πιασμένα χαλαρά προς τα πίσω και πρόσωπο συγκρατημένο. Δεν είχε υπερβολές στις γωνίες της εκεί που τελειώνει το πηγούνι ούτε στις κοιλότητες εκεί που σχηματίζονται τα μάγουλα. Ώμοι γυμνοί και χέρια λεπτά και μακριά. Καμπύλωνε τον κορμό της για να στηρίξει την πλάτη της και ακουμπούσε τακτικά το μέτωπό της σκουπίζοντας ελαφρά τους κροτάφους. Δεν τα πρόσεξε όλα με την πρώτη. Αλλά του ήταν τόσο εύκολο να την κοιτάζει που το βλέμμα του έτρεχε και τον καθοδηγούσε μόνο του. Έτρωγε σκυφτός και χωρίς να σκέφτεται. Βρισκόταν σε μια κατάσταση παύσης όπου τίποτα μέσα του δε σάλευε όταν όλα γύρω του έτρεχαν, άλλαζαν και περνούσαν από μπροστά του σα σκηνικό σε σινεμά. Έτσι αποκομμένος από το περιβάλλον κοιτούσε μια το πιάτο του, μια τον πεζόδρομο μπροστά και μια την κοπέλα στα δεξιά. Συνέχιζε να τον μαγνητίζει έτσι απλή απορροφημένη στα δικά της. Όχι όμως ολότελα. ~~ Τα βλέμματά τους είχαν διασταυρωθεί αρκετές φορές. Στην αρχή ήταν περίεργο μετά όμως ήταν σαν ένα είδος επικοινωνίας. Σα να αντιλαμβάνονταν και ερμήνευαν μαζί τα όσα εκτυλίσσονταν γύρω τους. Η παρέα στο μπροστινό τραπέζι γέλασε δυνατά και οι δύο ανασήκωσαν λίγο ξαφνιασμένοι τα κεφάλια για να κοιταχτούν τελικά αφήνοντας ένα μειδίαμα στα χείλη να ξεφύγει. Ένιωθε άνετα. Συνειδητοποιούσε σιγά σιγά ότι της άρεσε αυτός ο συνειρμός που καθοδηγούσε και τους δυο τους στο να μοιραστούν ένα συγκαταβατικό βλέμμα όταν ο σερβιτόρος τα βρήκε σκούρα με μια απαιτητική εύσωμη κυρία ή όταν ένα αυτοκίνητο πέρασε με τη μουσική στο τέρμα και τα παράθυρα ανοιχτά. Ήταν σχεδόν αστείο και το απολάμβανε περισσότερο απ' ό,τι άφηνε να φανεί. Ούτως ή άλλως σε λίγο θα έφευγε και η επικοινωνία θα έπρεπε να σταματήσει. Ξαναγύρισε μπροστά της και αντάλλαξε μερικά μηνύματα για την αυριανή εκδρομή με την παρέα. Μέσα στη ζέστη την παρηγορούσε το γεγονός ότι αύριο θα βρισκόταν σε μια απομονωμένη παραλία με τους ανθρώπους της να λένε τα νέα τους, να τραγουδάνε χωρίς αύριο στίχους χωρίς ρίμα και να λένε τα χαζά ανέκδοτά τους. Τη σκέψη της σταμάτησε εκείνος. -Υποτίθεται πρέπει να πω κάτι καλό τώρα… ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Με λένε Χρήστο. Συστήθηκε μη μπορώντας να συγκρατήσει το χαμόγελό της. Ήταν συμπαθητικός. Έβγαζε μια ηρεμία και μια γλυκιά αμηχανία. Το βλέμμα του ειλικρινές και αποφασιστικό. Από το πουθενά ξεκίνησαν να συζητούν. Σε μια πρώτη γνωριμία πάντα έχεις πράγματα να πεις αλλά σε κόβει η αβεβαιότητα. Της άρεσε όμως που εκείνος ήταν σίγουρος για αυτό που έκανε, για τα πράγματα που ρωτούσε και για αυτά που έλεγε για τον ίδιο. ~~ -Πρέπει να φεύγω σιγά σιγά, με περιμένουν. Ίσως να τα ξαναπούμε, είπε και κοίταξε με νόημα το χαρτάκι που κρατούσε στα χέρια του. Είχε και κείνη ένα παρόμοιο απλά με άλλον αριθμό. - Όποιος προλάβει, χαζογέλασε κοιτώντας τον. Το χιούμορ είναι πάντα υποκειμενικό. Τουλάχιστον η συζήτηση κύλησε όμορφα. Ήθελε να την ξαναδεί και πίστευε ότι και εκείνη ήθελε. Αυτό του έδειξε τουλάχιστον. Έφυγε ήρεμος αλλά και με έναν μικρό ενθουσιασμό. Ο ήλιος τον χτύπησε κατακούτελα αλλά δεν παραπονέθηκε. Δεν είχε νόημα άλλωστε. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Στο χέρι του είναι να κάνει τις επιλογές που θα φέρουν κάτι καλύτερο ακόμη και όταν όλα πάνε στραβά...
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|