by Χριστίνα Μ. Κάθε δεύτερη σκέψη, η ενόχληση από τα παπούτσια. Τα νιώθω να με πιέζουν και σχεδόν με καίνε. Για μικρές αποστάσεις όμως δεν μπορώ τα μέσα, και η μηχανή φέτος για πρώτη φορά με προδίδει. Έτσι τελευταία πάω παντού με τα πόδια και φτάνω αργοπορημένος. Βέβαια σε αυτό δεν φταίνε τα παπούτσια. Φταίει που στο μόνο που έμοιασα με το παππού μου είναι πως δεν αφήνω τίποτα αδιάβαστο. Έτσι και πέσει το μάτι μου σε κανά φυλλάδιο, διαφήμιση, αφίσα ή σύνθημα σε τοίχο πρέπει να το διαβάσω. Μόνο τις εφημερίδες τελευταία απαξιώ, γιατί σπάνια θυμάμαι να πάρω τα γυαλιά μου και μετά η όλη φάση με κουράζει. Και κάπως έτσι βρέθηκα να διαβάζω λέξεις σε κόκκινο χρώμα, πάνω στον τοίχο : "Το σ' αγαπώ θα έπρεπε να είναι στις εξαιρέσεις. Να μην έχει ούτε μέλλοντα, ούτε χρόνους παρελθοντικούς, παρά έναν αέναο ενεστώτα...". Απορώ με κάτι τέτοια. Άλλοτε βγάζουν απόλυτο νόημα και με το που τα δεις σκέφτεσαι κάποιον και άλλοτε απορείς τι μαλάκας έκατσε και τα έγραψε. Ή ακόμα χειρότερα εστιάζεις σε ένα ορθογραφικό ή απλά τα προσπερνάς. Αρχίζω τους υπολογισμούς, μόλις έναν μήνα πριν θα σκεφτόμουν την Ελένη, πριν δεκατρείς την Κατερίνα και πιο πριν την Αγγελική. Ή μήπως την Κωνσταντίνα; Τέλος πάντως μετά πάει πολύ μακριά η μπάλα. Το σ' αγαπώ όμως έχει και αόριστο και παρατατικό και τα πάντα. Απλά τώρα δεν ξέρω να σου πω εάν για αυτές είχε και ποτέ ενεστώτα. Ας μη γίνομαι κυνικός, είχε... υποθέτω.
Φτάνω Ακαδημίας, στο ύψος της "Έλλης" και κάνω βιαστικά να δω τι παίζει. Μια γυναικεία φιγούρα στέκεται ευθύς μπροστά από τις αφίσες, μα καθώς πλησιάζω για να τις δω και εγώ εκείνη απομακρύνεται. Και για κλάσματα του δευτερολέπτου την πιάνει το μάτι μου. Κοντό ξανθό μαλλί και αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Κάτασπρο δέρμα. Σάστισμα. Τι κάνω; Καταλήγω να κάνω μερικά βήματα προς το μέρος της, πάει άλλωστε στην κατεύθυνση που θα πήγαινα και εγώ, αλλά είναι βιαστική και δεν μπορώ να την φτάσω χωρίς να φανεί πως την ακολουθώ. Μια δικαιολογία χρειάζομαι, μια πρόφαση. Τελικά μιλάω δυνατά, ελπίζοντας να ανταποκριθεί. "Συγγνώμη, η Ριβιέρα πού είναι;" Σταματά, γυρίζει, με κοιτά. "Στο σινεμά πας ή εκεί γύρω;" "Στο σινεμά" "Έχει ανοίξει;" "Σύντομα. Απλά απ' έξω με περιμένουν κάτι φίλοι" Βλέπω την απουσία ενδιαφέροντος στο βλέμμα της. Μαλακία. "Α. Ναι από εδώ είναι, απλά δεν είμαι καλή στις οδηγίες, θα σου δείξω" Περπατάμε για λίγο σιωπηλοί. "Άρα σου αρέσει το σινεμά;". Με κοιτά κάπως παραξενεμένη και πριν προλάβει να αλλάξει η ανάσα προσθέτω "Ήθελες αμέσως να μάθεις αν ξεκίνησαν οι προβολές". Χαμογελάς. Πάλι καλά. "Ναι, μου αρέσει, αλλά δεν πηγαίνω συχνά" Το σ' αγαπώ έχει και μέλλοντα. Αλλά όχι εδώ. Φτάνουμε Μπενάκη και μου δίνει τις τελευταίες οδηγίες. Προσφέρεται να με πάει έως εκεί, αλλά δεν υπάρχει λόγος. Αποχαιρετιόμαστε. Ακουμπάω στις πόρτες του σινεμά. Μυρίζει κάποιο λουλούδι. Τελικά έφτασα πριν τους μαλάκες. Όλο στην γκρίνια, λες και είναι κανείς μας συνεπής. Φτάνουν μετά από κανά τέταρτο. Ο Λευτέρης λέει έγραφε κάτι στίχους. Γι' αυτό άργησε. Και ο Κώστας γιατί του είπε ο Λευτέρης να φέρει την κιθάρα, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει. Σωριαζόμαστε κάτω με μπύρες και αρχίζουμε να κοιτάμε τους στίχους του Λευτέρη, Είναι κάκιστοι. Το ρίχνουμε στην πλάκα. Αυτή η φάση δεν θα με ξενερώσει ποτέ. Κωστάκης, Λευτέρης, μπύρες και κακή, δική μας μουσική. Αυτό είναι αγάπη. Σε έναν χρόνο και αέναο.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|