της Χριστίνας Μανωλακάκη Βρέθηκα μπλεγμένος σε αυτή την ιστορία από έρωτα. Τέρψη, Λήδα ή Ναυσικά; Τώρα αυτές είναι οι επιλογές μου. Αυτές και ίσως και το όνομα της μάνας μου, εάν το πιέσω, φαντάζομαι… Ψάχνουμε όνομα για το παιδί, παιδί που δεν είναι δικό μου, αλλά θα γίνει. Κατά μια έννοια, τις ώρες που υπερισχύει ο ρομαντισμός έναντι του κυνισμού, είναι ήδη. Και τι θα πει, λέει μια φωνή μέσα μου, πού το σπέρμα δεν είναι δικό μου; Ο άλλος ούτε που το ξέρει, ούτε που θα το μάθει ποτέ. Ένα αποτυχημένο γαμήσι της μίας βραδιάς, χωρίς προφυλάξεις. Και εγώ γνώρισα τη Ντίνα την επόμενη, την επόμενη ακριβώς. Είχε μαύρους κύκλους ακόμα από το ξενύχτι και μακιγιάζ στα μάτια της που δεν είχε βγάλει καλά. Ήμασταν σε μεγάλη παρέα όμως και ίσα που μιλήσαμε. Για κανά μήνα την πετύχαινα συνέχεια, τόσο που απορούσα πως δεν την είχα γνωρίσει νωρίτερα. Αρχίσαμε να βγαίνουμε ενώ είχε ήδη καταλάβει πώς ήταν έγκυος. Δε μου το έκρυψε στιγμή και μάλιστα απορούσε πως ήθελα να είμαι μαζί της ενώ εγκυμονούσε. Αλλά το δέχτηκε. Η Ντίνα το είχε πάρει πάνω της όμως από την αρχή, δεν ένιωσα πίεση και θα ακουστώ μαλάκας, αλλά ούτε τώρα νιώθω. Η πόρτα είναι εκεί και δεν αισθάνομαι το βάρος της δήλωσης, που έκανα, πως θα το μεγαλώσουμε μαζί. Νομίζω ούτε εκείνη όμως. Ίσως για αυτό δε νιώθω πίεση ή ίσως για αυτό, δεν έχω κατασταλάξει ακόμα, αν θεωρώ όντως και εγώ τον εαυτό μου μαλάκα. Και περνάνε οι μέρες, η Ντίνα αγοράζει πράγματα, πάει γιατρό, μιλάει με φίλες που έχουν ήδη παιδιά. Εγώ είμαι κάπως θεατής σε όλο αυτό. Ακόμα και στην επιλογή ονόματος είπα μόνο ένα «ε, όχι και Τέρψη»… Μου λέει κάποια στιγμή ένας φίλος, ο Βασίλης, «η μάνα σου τι λέει για όλα αυτά;» Αμέσως σκέφτομαι την κυρά-Βάσια με τα βαμμένα ξανθά μαλλιά της, να κόβει τα φασολάκια πάνω από μια λεκάνη. Ήταν ήρεμη, ειλικρινά ήρεμη όταν της το είπα. Μάλλον ο φίλος δεν το καλοβλέπει το πράγμα όμως, θέλει να πει κάτι, αλλά διστάζει, υποθέτω. Λέω από μέσα μου, θα πιστεύει πως η κυρά-Βάσια, που πάντα μας φώναζε και μας επέστρεφε στην τάξη, πώς μου τα έχει σούρει όλα, οπότε, λέω, την επικαλείται να μην τα πει ο ίδιος. «Τι να πει;» αποκρίνομαι, αλλά η φωνή μου σκόπιμα άχρωμη, δεν υποδηλώνει τη στάση της μάνας μου. Ο Βασίλης με κοιτάει, δε μιλάει και μου λέει δειλά στην αρχή, αλλά ξεθαρρεύει γρήγορα «Ρε σύ, όχι πως είναι το ίδιο σκηνικό ή κάτι, αλλά όλη η φάση που θυμίζει το «Σπιρτόκουτο» και τη σκηνή που φωνάζουν «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;;;» Μόνο που εδώ είναι: «Τι θα κάνεις με τη Ντίνα, Κωστάκη;;»». Με βλέπει χαλαρό, γελάμε. «Η Ντίνα φίλε, το έχει λύσει μέσα της» αποκρίνομαι «δε με χρειάζεται… και ίσως είναι αυτό ακριβώς που με χαλάει. Και όλοι σας έχετε αποτάξει ξαφνικά, μου φαίνεται τα «πρέπει» και την χριστιανική ηθική, που ειλικρινά είναι λες και μένει μόνο το τι θέλω εγώ. Και αυτό σε κάτι τέτοια είναι το χειρότερο. Γιατί δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι θέλω.» Ο φίλος με κοιτάει με παράπονο, δε μιλάει για λίγο, μόνο πίνει την μπύρα του από το μπουκάλι. «Πώς να τολμήσει ρε, να σου πει κάποιος τι να κάνεις σε κάτι τέτοιο;» Κοιτάζω κάτω, πίνω τη μπύρα μου και με ύφος αδέσποτου και λέω: «ναι ρε Βασίλη, αλλά το χρειάζομαι, χρειάζομαι να μου πει κάποιος κάτι - ξέχωρα πως η απόφαση θα είναι δική μου». «Κώστα, εμένα η μάνα μου με πρήζει να βρω γυναίκα και να κάνω παιδιά και όλο επαναλαμβάνει το «τα παιδιά είναι ευτυχία, δώρο θεού» και τέτοια, αλλά αυτά όλοι μας τα έχουμε ακούσει, έτσι δεν είναι; Τώρα τι να σου πω; Η Ντίνα καλή κοπέλα φαίνεται, αλλά κοπέλα που βγαίνετε τόσο στο παρελθόν δε θα την έπαιρνες καν σε διακοπές… εγώ θα είχα φύγει με το καλημέρα, εσύ έκατσες, φρικάρεις τώρα που δεν έχεις φρικάρει;» «Φρικάρω που δεν έχω φρικάρει», επανέλαβα. Πάλι σιωπή. Σκέφτομαι πάλι τη μάνα μου, ήρεμη να ετοιμάζει τα φασολάκια της, καθιστή. «Κωνσταντίνε μου, απλά είμαι τόσο νέα για γιαγιά!», μου είχε πει με ένα χαμόγελο, «ούτε η Μέρλιν τέτοιο ξανθό». Είχα κοιτάξει τα βαμμένα μαλλιά της με αγάπη και είχα νιώσει μια τεράστια ανακούφιση που καλοδέχτηκε το νέο. Μόλις είχα βγει από το πατρικό μου όμως είχα σκεφτεί «άρα εγώ τώρα κάνω οικογένεια;» με ελαφρύ πανικό. «Φίλε», κάνω στον Βασίλη, «πρέπει να την κάνω, μου έχει ζητήσει και η Ντίνα να της πάω στην επιστροφή κάτι σουβλάκια, μην την αφήσω και ξεροσταλιάζει» Ο Βασίλης σηκώνεται με παίρνει αγκαλιά και εκεί που πλησιάζουν τα κεφάλια μας, μου κάνει «δε θα είσαι μαλάκας ο, τι και να κάνεις». Του χαμογέλασα. Ήξερα πώς δεν είχε άδικο. Ακόμα και η Ντίνα έτσι θα το έβλεπε. Όλοι. Μα υπάρχει αυτή η χαραμάδα, που νομίζεις πως βλέπεις το μέλλον και κάπως έκανα εικόνα να είμαι με τη Ντίνα και να ακούγονται παιδικά γέλια. Εικόνα που έπιανα τον εαυτό μου να μη με χαλάει, να μη χαλάει καθόλου. Και από την άλλη σκεφτόμουν πόσο πιο σκληρό θα ήταν να φύγω μετά, μετά από ένα χρόνο, δύο… Έφτασα στο σουβλατζίδικο, στάθηκα στην σειρά, πλησίασα την ταμειακή. Η μηχανή είχε πάνω κάτι φωτογραφίες με παιδιά, κολλημένες με σελοτέιπ. Είπα την παραγγελία μου σε έναν καραφλό, χοντρό άντρα με μούσια, που φορούσε μια λαδωμένη ποδιά και φαινόταν να βαριέται απίστευτα. Αφού σημείωσε σε ένα μπλοκάκι τα σουβλάκια και ανταλλάξανε χέρια τα χρήματα, γύρισα και του είπα «δικά σας;», δείχνοντας μια φωτογραφία από κάτι απόκριες. Χαμογέλασε αμέσως. «Ναι, είναι πέντε και οχτώ – η σοφερίνα είναι η Κατερίνα και ο πειρατής μου, ο Γιώργος» «Να τα χαίρεστε» απάντησα «Ευχαριστώ» αποκρίθηκε ικανοποιημένος εκείνος. «Εσείς έχετε παιδιά ή όχι ακόμα;» «Όχι ακόμα», απάντησα, πήρα τη σακούλα και γύρισα στης Ντίνας. Η Ντίνα με υποδέχτηκε με μια αγκαλιά. «Ο σουβλατζής έχει παιδιά - δύο» της ξεφουρνίζω. «Και τι με αυτό;», ρωτάει η Ντίνα «Με ρώτησε αν έχω και εγώ» της κάνω και βλέπω τη Ντίνα να κοκαλώνει, εγώ συνεχίζω, «του είπα ναι, ένα κοριτσάκι» Η Ντίνα παίρνει τη σακούλα στα χέρια της. Την παγωμένη έκφραση της αντικαθιστά ένα ήπιο χαμόγελο. «Κώστα», μου κάνει «μακάρι να είσαι εδώ και μετά τη γέννα, αλλά το παιδί δεν σημαίνει πώς θα είναι δικό σου». «Όχι πως δε σε αγαπώ ή κάτι.» Σαστίζω «μα το είχαμε συζητήσει – πώς θα το μεγαλώσουμε μαζί» «Είχαμε πει πώς σε εμπιστεύομαι να είσαι μαζί με το παιδί μου, αν συνεχίσουμε να βλεπόμαστε. Αυτό. Σε αγαπώ, αλλά δεν ξέρω για το υπόλοιπο, όχι ακόμα…» Έχετε γυρίσει ποτέ νόμισμα για να αποφασίσετε τι θα κάνετε; Εγώ το γύρισα, τη στιγμή που ήταν στον αέρα αποφάσισα και μετά έπεσε η άλλη όψη. Αυτή που είχα απορρίψει. Βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο, η Ντίνα με ακολούθησε. «Μην μελαγχολείς», μου κάνει «δε χάνεις κάτι στην ουσία». Νιώθω το σώμα της να με αγκαλιάζει, όσο της είμαι πλάτη και κοιτάζω αφηρημένα τις γύρω βεράντες. Αισθάνομαι τα ζεστά της χέρια, την κοιλιά της. Δεν την ακούω όμως – σκέφτομαι μόνο πώς μετά από το κοριτσάκι της, μπορούμε να κάνουμε και ένα δικό μας παιδί. Φωτογραφία του Kyle Lamothe, με τίτλο "Georgian Man On Balcony"
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|