by Χριστίνα Μανωλακάκη «Πάντα προσμένω την επιστροφή στο σπίτι, χωρίς να σημαίνει πως κάποιος ή κάτι με περιμένει εκεί. Είναι και μόνο η κίνηση που κάνω να βγάλω τα παπούτσια μου που με γεμίζει ικανοποίηση. Κάθομαι και χαλαρώνω έπειτα, κατεβάζω και καμία δύο μπυρίτσες, βλέπω καμία ταινία, περνάει η ώρα. Μόνο ο ύπνος με δυσκολεύει και δεν εμπιστεύομαι να παίρνω χάπια για να κοιμάμαι. Έτσι κατέληξα στο να περπατώ κάθε βράδυ ως τη λεωφόρο και να – με ακούς Ελένη; » «Ναι, σε ακούω, πες μου»
«Να… πάω και παίρνω το τελευταίο δρομολόγιο του Β5 και κάθομαι μερικές, όχι πολλές στάσεις, κατεβαίνω ύστερα και περπατάω την επιστροφή. Μετά χρειάζεται μόνο να χαλαρώσω τη ζώνη του παντελονιού μου και κοιμάμαι σα μωρό παιδί. Θυμάσαι πως πάντα μου άρεσαν τα λεωφορεία, έτσι; Νιώθω οικεία ακόμα και με ένα τσούρμο αγνώστων γύρω μου… Όχι σα τα αεροδρόμια που χωρίς βαλίτσα μοιάζεις παράξενος και αταίριαστος ή σα σε πλοίο το καλοκαίρι που χωρίς καπέλο φαίνεσαι δυστυχής. Χθες δε κατόρθωσα όμως να ηρεμήσω ούτε εκεί. Χθες είδα μια που σου έμοιαζε. Στην αρχή την κοίταγα διακριτικά, αν και με κάποια στοργή. Αυτή και πάλι φοβήθηκε. Δεν είμαι πια και κανένας ωραίος να μου πεις, αλλά όχι και έτσι. Τη κοίταζα, τη κοίταζα πολλή ώρα. Τόση που μαζί με την ζήλια ένιωσα και έναν άλλο πόνο, σαν αυτό της προδοσίας, όταν πήρε τηλέφωνο κάποιον άλλον άντρα. Το κατάλαβα, τον πήρε γιατί την έκανα να νιώθει αμήχανα, αλλά δε μπορούσα να σταματήσω να κοιτάω, γαμώτο! Σου έμοιαζε τρομαχτικά Ελένη, όπως ήσουν άλλοτε τουλάχιστον, από τη κορφή ως τα νύχια. Μέχρι και τα ακροδάχτυλα σας μου μοιάζανε παρόμοια. Τη πλησίασα, μέσα στο σχεδόν άδειο λεωφορείο και έγειρα προς το μέρος της, δε την ακουμπούσα, αλλά και πάλι έτρεμε, ήταν ίσως δεκαπέντε, δεκαέξι…» [...] «Ναι και μετά τι της έκανες;» «Δε της έκανα κάτι. » [...] «Ελένη! Πρέπει να με πιστέψεις! Μονάχα της τραγούδησα! Με πιστεύεις έτσι; Εγώ... εγώ μονάχα της τραγούδα. Προσπάθησα τουλάχιστον… δε θυμόμουν καλά τι έλεγε το τραγούδι, και έτσι απλά της μουρμούριζα. Ήθελα να της πω το αγαπημένο μας από Καζαντζίδη. Χα! Έμοιαζε να υποφέρει. Πάτησε το κουμπί να κατέβει και εγώ σκεφτόμουν μόνο να τελειώσω το τραγούδι ενώ τη κοιτώ στα μάτια. Μα δε με κοίταγε καθόλου, είχε γείρει το κεφάλι της χάμω και κοίταζε μόνο κάτω. Εκνευρίστηκα εκεί, λέω ούτε σε σκουπίδι έτσι, μου έφυγε κάθε τρυφερότητα και θύμωσα που της αφιέρωσα τόσο χρόνο. … Δώσε μου ένα λεπτό, να θυμηθώ τι έγινε ύστερα» «Εντάξει…» «Λοιπόν με ακούς ακόμα;» «Εδώ είμαι ναι…» «Κατέβηκα μαζί της, την ακολούθησα κάποια ώρα. Δε θα της έκανα κακό, ήθελα μόνο να αποχαιρετήσω τα μάτια της, τα δικά σου τα μάτια βασικά… αλλά δε κοίταγε! Της φώναξα, της είπα πως δεν θα της έκανα κακό, μα είχε πεισμώσει και δε σήκωνε το κεφάλι…» «Εμένα γιατί με πήρες;» «Δεν έμαθα ποτέ αν παντρεύτηκες, αν έκανες παιδιά, αν, αν, αν! Τι γίνεσαι ρε γαμώτο!» «Έχεις καταλάβει πως πρόκειται απλά για συνωνυμία έτσι; Εμένα δεν με έχεις γνωρίσει ποτέ…» «Το ξέρω…» «Πες μου όμως, όταν σήκωσε ο άντρας μου το τηλέφωνο είπε πως έκλαιγες και έλεγες πώς είναι επείγον… η κοπέλα από το λεωφορείο είναι καλά ή …; » «Καλά είναι. Δε την πείραξα.» « Και κάτι ακόμα, το δικό μου τηλέφωνο που το βρήκες;» […] «Πες μου γλυκέ μου, από περιέργεια ρωτάω» «Κάλεσα τυχαία κάτι νούμερα και ζήταγα για την Ελένη, εσύ ήσουν η πρώτη Ελένη που βρήκα… Ώρες το προσπαθούσα, ένας θεός ξέρει γιατί…» «Μάλιστα… καληνύχτα Θωμά» «Καληνύχτα Ελένη… καμιά μέρα να σε ξαναπάρω;» «Αν σου πω όχι θα το σεβαστείς;» «Έτσι νομίζω» «Μπορείς να με καλείς, όχι όμως ξημερώματα, παίρνε απόγευμα» «Ευχαριστώ, το εκτιμώ ξέρεις που...» «Καληνύχτα Θωμά» «Καληνύχτα Ελένη»
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|