by Μάριος Κολοβός (guest) “Είχε τελειώσει έτσι; Αυτό δεν λέγαμε;” Ίσως το σκοτάδι να είχε διαταράξει τη λογική και τις σκέψεις του Λούκας. Γύρω του μόνο δέντρα και θάμνοι καθώς περπατούσε για να επιστρέψει σπίτι του. Το πάρτι του Μέισον είχε τελειώσει εδώ και καμιά ώρα, αλλά σαν καλός φίλος που ήταν τον βοήθησε να μαζέψουν. Βέβαια άλλο να επιστρέφεις στις δύο και άλλο στις τρεις στο σπίτι σου. Φαίνονταν όλα τρομακτικά, αλλά τουλάχιστον σκεφτόταν πως το μικρό δασάκι και το σχολείο αποτελούσαν τα μοναδικά εμπόδια για το σπίτι του. Αν και το σχολείο ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό εμπόδιο. Το τέρας που ο καθένας το περιέγραφε διαφορετικά, βέβαια, είχε χαθεί για πάνω από μια βδομάδα οπότε μάλλον θα ήταν ασφαλής. Μετά την αιφνίδια εξαφάνιση του καθηγητή Φον Λίνμπεργκ πριν μια βδομάδα δεν είχε συμβεί τίποτα. Ο καθηγητής ήταν ένας αυστηρός ψυχάκιας που κακομεταχειριζόταν όλα τα παιδιά στην τάξη, από τον πιο καλό στον πιο κακό μαθητή. Η κοινωνία του μικρού προαστίου Λάουτσβιλ, όμως, το επέτρεπε. “Να δέρνεις τα παιδιά για να μαθαίνουν καλύτερα τον σκληρό κόσμο. Να τα αναγκάζεις να μαθαίνουν.” Αλήθεια πόσο ηλίθιο μότο ήταν αυτό; Το δάσος τελείωσε και βρέθηκε να κοιτάζει το σχολείο αποσβολωμένος. Δεκατρείς συμμαθητές του και αλλά πέντε παιδιά είχαν πεθάνει μέσα σε έναν χρόνο. Όλοι τους μέσα στο σχολείο υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Απέφευγε εδώ και πολύ καιρό να περνάει από αυτόν τον δρόμο για το σπίτι του για αυτόν τον λόγο. Καμιά φορά όταν πήγαινε το πρωί στην τάξη, πριν κλείσει οριστικά το σχολείο για την ασφάλεια των παιδιών, θυμόταν τις εικόνες του πτώματος της Τρίσα. Πέντε μαχαιριές στο στέρνο, μια μεγάλη τρύπα στον αριστερό της ώμο, ο λαιμός της είχε βρεθεί τόσο πίσω με συνέπεια να έχει σχεδόν αποκοπεί από το σώμα της και συνολικά στεκόταν πάνω σε μια κατασκευή με καρφιά η οποία βρισκόταν στο κέντρο του χολ για πολλές ώρες. Ήταν ο άτυχος μαθητής που βρέθηκε εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα πρώτος μπαίνοντας από μια σχισμή στο έδαφος την οποία χρησιμοποιούσαν όταν έφταναν πριν ανοίξει το σχολείο. Αυτή τη φριχτή εικόνα την έβλεπε έξω από την κεντρική πόρτα. Βέβαια είχε ακούσει πόσο φριχτές ήταν και οι άλλες δολοφονίες. Τον φίλο του, Πολ, τον βρήκαν μέσα σε καυτό λάδι με σημάδια μάχης στο σώμα του. Ο καημένος θα προσπαθούσε να βγει, αλλά ο δολοφόνος δεν τον άφηνε. Για να βρουν ολόκληρο τον Κέιν από την άλλη έπρεπε να μπουν και να ψάξουν σε όλες τις τάξεις αφού είχε χωριστεί σε δεκαεννιά κομμάτια. Το πτώμα της Λάουρα είχε χωθεί μέσα στο ντουλαπάκι της κολλητής της, Κίρα. Κι όταν το άνοιξε όλοι είδανε ένα φριχτό ανθρώπινο γλυπτό με τα πόδια και τα χέρια αναστραμμένα και κολλημένα με δυνατό συρραπτικό. Το συρραπτικό μάλιστα το είχε χρησιμοποιήσει για να της σφραγίσει και το στόμα. Ο μόνος που είχε επιζήσει από το φρικτό τέρας ήταν ο Μάρτιν. Οι περιγραφές του, όμως, δεν βοήθησαν. Τον περιέγραψε σαν έναν γίγαντα με τεράστια φτερά, σκούρα όψη και δυο κεφάλια. Η αστυνομία το πήρε σαν πλάκα και τον διαολόστειλαν, αλλά αυτό είδε. Ήταν σίγουροι όλοι. Παιδιά λυκείου ήταν, δεν θα μπορούσαν να κάνουν ηλίθιες πλάκες για αυτό το θέμα. Ίσως ήταν λάθος που κοντοστάθηκε και θυμήθηκε όλα αυτά. Οι γονείς του κιόλας θα ανησυχούσαν. Αν και ο τρόμος είχε καταλαγιάσει, δεν είχε εξαφανιστεί. Εκτός αυτού ήδη είχαν βρεθεί κάποιοι αντιγραφείς που είχαν διαπράξει παρόμοια εγκλήματα σε άλλες πόλεις της Αμερικής. Τι θα γινόταν αν κάποιος το αντέγραφε και εδώ; Στην ίδια τοποθεσία που όλα ξεκίνησαν. Το μεγαλειώδες κτήριο πλέον απομακρυνόταν πίσω του. Ο Λούκας το κοίταξε για λίγο και συνέχισε τη διαδρομή του. Ξαφνικά, όμως, βήματα ακούστηκαν στην επόμενη στροφή. Για λίγο σταμάτησαν και σταμάτησε κι ο ίδιος να προχωράει. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο κάτω από το φως που προσέφερε μια λάμπα από πάνω. Μόνο που τα βήματα ξαναξεκίνησαν, αλλά αυτή τη φορά πιο γρήγορα. Έτρεχε. Και σαν να μην έφτανε αυτό εμφανίστηκε απροειδοποίητα μπροστά του. Ήταν όντως γίγαντας, αλλά το σώμα του αποτελούνταν από νεκροκεφαλές, τα πόδια του φαίνονταν σαπισμένα, ενώ τα χέρια του είχαν οπλές και τρίχωμα αλόγου. Έτρεξε προς τα πίσω μπας και γλιτώσει μέσα στο δάσος. Δεν προλάβαινε. Η μόνη του διέξοδος ήταν η σχισμή. Μπήκε μέσα, αλλά δεν έβρισκε πουθενά να κρυφτεί. Το τέρας πίσω του σκαρφάλωνε γρήγορα. Έτσι, όπως κοιτούσε γύρω-γύρω είδε την πόρτα του σχολείου ανοιχτή. Αφού βρέθηκε μέσα στο χολ, θυμήθηκε πως ο επιστάτης άφηνε ένα δεύτερο ζευγάρι με κλειδιά στο πρώτο συρτάρι στη γραμματεία. Προλάβαινε. Έτρεξε και άνοιξε το συρτάρι. Εκεί ήταν. Βγήκε και κλείδωσε την πόρτα με το τέρας να μένει έξω. Μετά από λίγη ώρα που στεκόταν χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Θα ήταν ασφαλής αν έμενε μέσα. Οι γονείς του θα ανησυχούσαν, αλλά το πρωί που θα τον έβρισκαν όλα θα γίνονταν ξανά όπως πριν. Έφυγε από την πόρτα για να μην φαίνεται, ανέβηκε στον δεύτερο όροφο και μπήκε στην τάξη που συνήθως έκαναν γεωγραφία. Έμεινε με σβηστά τα φώτα έτσι ώστε να μην μπορέσει να τον εντοπίσει το τέρας σε περίπτωση που ήταν ακόμα εκεί γύρω. Άλλωστε, τα παράθυρα ήταν αρκετά εύκολο να σπάσουν. Στην πίσω δεξιά γωνία που βρισκόταν, συνήθως έβαζαν την υδρόγειο μόνο που το τελευταίο μάθημα διακόπηκε βιαίως και το σχολείο άδειασε όταν βρήκαν το πτώμα ενός τελειόφοιτου. Το έγκλημα είχε γίνει μόλις δέκα λεπτά πριν. Τώρα η υδρόγειος έστεκε ακόμα δίπλα στην έδρα. Εδώ ήταν που έκαναν συνήθως και μάθημα μουσικής. Οι νότες ενός παραδοσιακού αμερικάνικου τραγουδιού για παιδιά ήταν ακόμα γραμμένες. Πάντα τα μισούσε. Τα περισσότερα ήταν θρησκευτικές βλακείες. Rise and shine And give God the glory, glory Children of the Lord Δεν μπορούσε να το σκέφτεται αυτό το τραγούδι να παίζει στο κεφάλι του. Μετά από λίγη ώρα, όμως, συνειδητοποίησε ότι το τραγούδι ακουγόταν από τα μεγάφωνα που συνήθως χρησιμοποιούνταν για ανακοινώσεις. Ήταν μέσα. Σηκώθηκε από την καρέκλα και κρύφτηκε για λίγο στην μικρή αποθήκη που είχε η τάξη μέχρι τη στιγμή που το τραγούδι τελείωσε. Θα περίμενε μέχρι να εντοπίσει πού βρίσκεται και μετά θα έτρεχε έξω. -Δίνουμε στον φόβο τη μορφή που εμείς θέλουμε, ακούστηκε από τα μεγάφωνα. Τα πόδια του έτρεμαν, αλλά πλέον πήρε την πληροφορία του. Ήταν στη γραμματεία. Έφυγε γρήγορα από την αποθήκη και βγήκε στον διάδρομο. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν άκρως φρικιαστικό. Ο Μέισον ήταν νεκρός με το πρόσωπό του να λείπει. Στον τοίχο υπήρχε γραμμένο με αίμα ένα μήνυμα: “Tili Tili Bom”. Το είχε ακούσει αυτό το ρώσικο νανούρισμα από τον παππού του που έμενε εκεί μέχρι και τον θάνατό του. Θυμόταν πόσο ανατριχιαστικό ήταν. Είχε παραλύσει από το φόβο του και μετακινούταν με δυσκολία. Ξαφνικά άκουσε βήματα από την ανατολική σκάλα. Κάποιος ερχόταν. Έτρεξε με όση δύναμη είχε μέχρι τη Δυτική σκάλα. Λίγο πριν κατέβει, κοίταξε πίσω του για να δει αν θα προφτάσει. Το μόνο που είδε, όμως, ήταν ο καθηγητής Φον Λίνμπεργκ με ένα μαχαίρι στα πλευρά του. -Μην πας από εκεί, είπε πολύ σιγά με όση δύναμη του είχε μείνει. Κοίταξε στην σκάλα και είδε το τέρας να ανεβαίνει σιγά-σιγά και να τραγουδάει. Tili Tili Bom Can you hear someone next to you? Huddled in a corner With a penetrating gaze Το στόμα του ήταν μεγάλο, γεμάτο δόντια και χαμογελούσε. Ο Λούκας άρχισε να τρέχει από την άλλη μεριά. Όλα τελείωσαν, όμως, όταν ένιωσε ένα χέρι να τον σφίγγει στον λαιμό και να τον πιάνει. -Λούκας, δεν νομίζω να πίστευες πως είσαι ανώτερος από τους άλλους. Τον άφησε κι ο Λούκας άρχισε να τρέχει μέχρι που είδε τον μέχρι πρόσφατα αγνοούμενο καθηγητή του να είναι νεκρός. Η πλάτη του ήταν καμμένη και γεμάτη με χαρακιές. -Είμαι πίσω σου. Ήθελα να το δεις αυτό πριν σε σκοτώσω. Μια δυνατή κραυγή ακούστηκε και μετά τίποτα. Μόνο ένιωθε. Το στήθος του είχε απαλλαγεί από τα ρούχα του και το τέρας είχε ένα πυρωμένο σίδερο με το οποίο κάτι έγραφε πάνω του. Ο Λούκας συνειδητοποίησε πως η γλώσσα του ήταν κομμένη και το στόμα του σφραγισμένο με ειδική κόλλα. Την είχε καταπιεί; Βέβαια δεν είχε σημασία. Το τέρας συνέχιζε τη δουλειά του και λίγο αργότερα σταμάτησαν τα πάντα. Την επόμενη μέρα ο επιστάτης που άνοιξε αντίκρισε ένα φριχτό γλυπτό με τα σώματα των τριών άτυχων ανθρώπων. Πάνω-πάνω το σώμα του Λούκας στο οποίο ήταν γραμμένο και το όνομα του λεγόμενου “γλυπτού”. Από κάτω υπήρχε και μια σημείωση. ΦΟΒΟΣ
Η ΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΕΓΩ ΘΕΛΩ
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|