από τη Χριστίνα Μανωλακάκη Στο ράδιο μία φωνή λέει κάτι για ζώδια - εκείνη συνεχίζει να ακούει τον ίδιο σταθμό απρόθυμα, φοβούμενη πως αν τυχόν εγκαταλείψει τώρα τη θέση της, θα καούν τα κρεμμύδια. Με την πρώτη ευκαιρία όμως, απομακρύνεται από το τηγάνι και αλλάζει συχνότητα. Ικανοποιημένη μόλις πετυχαίνει τις γνώριμες μελωδίες του Μιχάλη Καλκάνη και το Mosaic, επιστρέφει και πάλι στις μαγειρικές της. Νιώθει και αυτή σαν μωσαικό, ένα ψηφιδωτό γεμάτο αντιθέσεις, που προσπαθεί μέσα από αυτές να φανερώσει μια εικόνα συνοχής και αρμονίας. Στο σκεύος της ήδη συνωστίζονται κρεμμύδια, ρύζι, μανιτάρια και σκόρδο. Έχει ήδη προβεί σε μια παρέκκλιση από τη συνταγή, μιας και θα έπρεπε να έχει αφαιρέσει τα δύο τελευταία συστατικά, και να τα κρατήσει στην άκρη μέχρι το τέλος.
Σήμερα θα φάει ριζότο. Σήμερα επίσης, είναι μία από εκείνες τις μέρες που θα ήθελε να πιστεύει πως τα άστρα της επιφυλάσσουν ένα σίγουρο μέλλον, και πως με λίγη μελέτη θα μπορούσε να έχει έναν χάρτη για τα μελλούμενα της ζωής της. Αν ήταν έτσι, απλά θα περίμενε αυτήν τη συμπαντική σύμπτωση που θα της χάριζε αυτό(ν) που ποθούσε. Υπήρχε βέβαια και ένα κομμάτι της που απεχθανόταν αυτές τις σκέψεις της - την έκαναν να νιώθει διάφανη, πως έχανε το χρώμα της, όπως το ρύζι μπροστά της. «Την Πηνελόπη ποτέ δεν τη συμπάθησε. Ίσως γιατί όλες οι γυναίκες, κάποια φορά στη ζωή τους, συγκρίνανε τον εαυτό τους με την Πηνελόπη». Την είχε υπογραμμίσει αυτή τη φράση στο βιβλίο «Η γυναίκα φωλιά», της νικαραγουανής ποιήτριας Γιοκόντα Μπέλι. Ίσως πρόκειται για μια μυθολογία που φαίνεται να κυνηγά όλες τις γυναίκες του κόσμου. Τουλάχιστον όσες δεν έχουν κατορθώσει να αποτινάξουν από πάνω τους ακόμη, την ομηρική δυστυχία, την αβεβαιότητα για τη δική τους θέση στον κόσμο. Και η ίδια διατηρούσε, μαζί με τον έρωτα και το φόβο πώς κάθε σχέση με άντρα, ίσως καταλήξει σε μια παράδοση άνευ όρων από πλευρά της. Συνεχίζοντας τις χημείες στην κουζίνα της, ρίχνει ένα ποτήρι λευκό κρασί στο τηγάνι της. Η νέα μυρωδιά φτάνει στα ρουθούνια μαζί με τη σκέψη πώς κάποια γυναίκα μοιράζεται τον ίδιο αστρολογικό χάρτη με την Πηνελόπη. Κι αν είναι αυτή; Ζήτω που κάηκε...! Τρίβει τη γραβιέρα με τα πιπέρια πάνω στο ρύζι, τα μανιτάρια, τα κρεμμύδια και το σκόρδο, και ύστερα ρίχνει γενναιόδωρα βούτυρο και ανακατεύει με την πορτοκαλί κουτάλα της. Τώρα μένει να αφήσει την παρασκευή πάνω στο μάτι, ώστε να δέσουν όλες οι γεύσεις με την ησυχία τους. Θα επιστρέψει σε μερικά λεπτά να απομακρύνει το τηγάνι. Στο χρόνο που μένει θα σερβίρει λίγο σαββατιανό στον εαυτό της και θα γυρίσει στο βιβλίο της. Ξεφυλλίζει το επόμενο κεφάλαιο, αυτό του Μαρτίου, που συνοδεύεται, όπως και κάθε μήνας του βιβλίου της Εσκίβελ, με μια συνταγή στην αρχή του - εν προκειμένω: ορτύκια με ροδοπέταλα. Εκεί λοιπόν, στο τρίτο κεφάλαιο του «Σα νερό για ζεστή σοκολάτα» διαβάζει τις λέξεις της Λάουρα Εσκίβελ με προσοχή, και διαπιστώνει να συναντιούνται ξανά το πάθος, η λαγνεία, οι γεύσεις και τα αστέρια. Τώρα που βλέπει τυπωμένη τη λέξη “Αστέρια” διαπιστώνει πώς με μια μόνο μικρή αλλαγή στον τόνο, καταλήγει κανείς στην Αστερία. Όπως τόσες άλλες γυναικείες μορφές της μυθολογίας, έτσι και αυτή είχε κυνηγηθεί από τον Δία - και εκείνη για να ξεφύγει τον βιασμό θα μεταμορφωνόταν σε περδίκι. Η Λάουρα Εκσίβελ θα ήξερε τα αστέρια ως estrellas. Δε θα αρκούσε η μεταφορά ενός τόνου για να σκεφτεί εκείνη τη γυναίκα, που σαν ορτύκι πέταξε για να πέσει στη θάλασσα και να γίνει γη, να μετασχηματιστεί στο νησί Ορτυγία. Προσθέτει λίγο κρασί στο ποτήρι της. Θα μπορούσε και εκείνη να πετάξει, να φύγει, να τα πιάσει όλα από την αρχή και να αποφασίσει σε μια μικρή κοσμογονία. Οι Ορτυγίες είναι εφικτές. Ήθελε να πιστεύει όμως και σε "Αστερίες" που δε χρειάστηκε να απαρνηθούν τη φύση τους για να επιβιώσουν, που ερωτεύτηκαν, χώρισαν, ξαναερωτεύτηκαν και ξαναχώρισαν. Που πέταξαν μακριά όχι για τη ζωή τους, μα για μια νέα δόση μαγείας. Οι Πηνελόπες, οι Αστερίες και εγώ, συλλογίστηκε, δικαιούμαστε τον έρωτα. Δεν τον ήξερε στην πραγματικότητα αυτόν που περίμενε. Θυμόταν καλά όμως πως όταν την είχε κοιτάξει, την είχε κάνει να αισθανθεί σα να εξατμίζεται το κρασί από μέσα της, να ξεμεθάει και να ξαναμεθάει σε δευτερόλεπτα. Μπορούσε να ανακαλέσει τη χροιά της φωνής του όταν τη ρώταγε τι προτιμάει εκείνη, την ανάσα του στο λαιμό της, την πεισματική άρνησή του να την αφήσει να τον δαγκώνει. Δε χρειαζόταν ενημέρωση απ’ τα αστέρια. Θα το ρίσκαρε. «Τον έρωτα πρέπει να τον επινοήσουμε απ΄την αρχή, γνωστό αυτό», είχε γράψει ο Ρεμπώ. Και εκείνη ήξερε πώς ήταν πρόθυμη να αρχίσει εκ νέου το πείραμα της επινόησης. Δεν ακολουθούσε άλλωστε ποτέ - κατά γράμμα - τις έτοιμες συνταγές.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|