της Αιμιλίας Βήλου Στην ταινία του Woody Allen «Midnight in Paris» ο ήρωας, νοσταλγός της χρυσής δεκαετίας του ’20, γίνεται κάθε βράδυ αθέλητος χρονοταξιδιώτης, με προορισμό αρχικά την αγαπημένη του δεκαετία και τα επόμενα βράδια άλλες σημαντικές εποχές, Belle Epoque, Αναγέννηση κοκ. Μέσα από αυτή την περιπέτεια διαπιστώνει πως οι σύγχρονοι κάθε εποχής αντιλαμβάνονται το παρόν ως ελάχιστα ικανοποιητικό και κοιτούν προς το παρελθόν με λαχτάρα, η σκηνή εντός του Moulin Rouge όπου ο Toulouse-Lautrec, ο Gauguin και ο Degas αναπολούν την Αναγέννηση είναι χαρακτηριστική. Στα καθ’ ημάς αντικαθιστούμε τον ψυχαναλυτικό φακό του Woody Allen με εξομολογητικούς στίχους, οπότε όταν ο Ν. Πορτοκάλογλου έγραφε «Χούντα δε θυμάμαι μα ούτε Ελευθερία / της Μεταπολίτευσης καημένη γενιά» μάλλον συνομιλούσε με τον απολογισμό του Τζίμη «Είμαστε η αδικημένη / γενιά του εξήντα / δίχως κατοχή και πείνα / χωρίς ρετσίνα». Εγώ ανήκω στην επόμενη γενιά: στη γενιά που είδε τις βάτες, αλλά δεν τις φόρεσε κι εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Θεά της μόδας γι’ αυτό. Στη γενιά που φόρεσε πάμπερς, αλλά δεν τα διακίνησε. Στη γενιά που το ΠΑΣΟΚ πέρασε από το «Έξω οι Βάσεις» στο «Ευχαριστούμε τους Αμερικάνους» και ξύρισε το μουστάκι. Στη γενιά που είδε με έκπληξη την ΑΕΚ από τα πέτρινα χρόνια των 80s να γίνεται πρωταθλήτρια.
Εμείς δε ζήσαμε τις μεγαλειώδεις πορείες του Πολυτεχνείου, τις παρακολουθήσαμε μέσα από τα μάτια των μεγαλύτερων ή από την τηλεόραση. Είχε ήδη κατακτηθεί να εορτάζεται στα σχολεία η επέτειος της εξέγερσης, οπότε δε χρειάστηκε να διεκδικηθεί εκ νέου η συμμετοχή των μαθητών/μαθητριών στην πορεία με αποχή. Κάθε χρόνο τραγουδούσαμε το «Ακορντεόν», απαγγέλαμε κομμάτια από τον «Επιτάφιο» και παρακολουθούσαμε το τανκ να εισβάλει ξανά και ξανά και ξανά στο Πολυτεχνείο. Αυτό το απαίσιο, κακοφωτισμένο, κοκκώδες φιλμ με την υπαινικτική ωμότητα, αντίφαση εν τοις όροις, που με στοιχειώνει έως σήμερα. Και ενώ η εθνεγερσία του ’21 επενδυόταν με πιο λαμπρά χρώματα, η Αντίσταση στον Άξονα (όχι η ΕΑΜική, η άλλη) αναδεικνυόταν ως η υπέρτατη θυσία, η εξέγερση του Πολυτεχνείου έμοιαζε με μια μετεφηβική τρέλα. Ενώ η γενιά του Πολυτεχνείου ανέλαβε τα ηνία της χώρας, σε γενεακό επίπεδο, η ίδια η ουσία της εξέγερσης, δηλαδή το αποκορύφωμα μιας επταετούς αντίστασης έμενε εκτός κάδρου. Οι παππούδες μας διηγούνταν ανδραγαθήματα από το Αλβανικό μέτωπο, περιέγραφαν την πείνα της Αθήνας και σπανιότερα, αντάρτικες ιστορίες. Οι γονείς μας είχαν, τουλάχιστον, περάσει από το Πολυτεχνείο και φυσικά διακινούσαν στις παρέες δίσκους του Μίκη και βιβλία του Μ. Λουντέμη, ένας θεός ξέρει γιατί είχαν απαγορεύσει τον Μ. Λουντέμη. Οι μεγαλύτεροι/ες στην παρέα περιέγραφαν την πολιτικοποιημένη ατμόσφαιρα των ‘80s, οι μικρότεροι/ες βγήκαν στο δρόμο το ’08 «για τον Αλέξη» κι εμείς οι late30s και 40something κοιτάμε προς τα πάνω και προς τα κάτω, χωρίς τίποτα ηρωικό να μας συνδέει με την Ιστορία. Όμως, ένα περίεργο πράγμα, δεν είμαστε νοσταλγοί του ένδοξου παρελθόντος, ούτε φθονούμε την απειρότητα των δυνατοτήτων των νεότερων. Μιας και είμαστε τελευταία δείγματα, η τελευταίοι μιας γενιάς που είχε ή που έστω αντιλαμβανόταν την έννοια του συλλογικού στόχου εντός ενός ολοκληρωτικού πλαισίου, τώρα το κάθε υποκείμενο κατασκευάζει το πλαίσιο πάλης που το εκφράζει. Όλο αυτό ειπωμένο χωρίς αξιολογικό πρόσημο. Μάλλον είμαστε η γενιά που για κάποι@ απο εμάς τα είπε όλα ο Διονύσης «Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον / στο μέλλον που φτιάχνετε όπως θέλετε / αφού η ιστορία σας ανήκει / σαρώστε το λοιπόν αν επιμένετε / … / Μένω μονάχος στο παρόν μου / να σώσω οτιδήποτε αν σώζεται».
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|