by Κώστας Θεοχάρης Ο Mr. B. στερέωσε την γεροντίστικη τραγιάσκα του, ξερόβηξε και κοίταξε τη σερβιτόρα. Ήταν ψηλή, σγουρομάλλα, καστανή με μεγάλα μάτια, στενά και παχιά χείλη, μεγάλο μπούστο και μία νότα αρρενωπότητας στη στάση και στις κινήσεις της. Χαμογελούσε πίσω απ’ το μπλοκάκι. Ο Mr. B. έπιασε τον εαυτό του να νιώθει αόριστα νευρικός και εξεπλάγη που μπορούσε ακόμα να νιώθει έτσι αόριστα νευρικός μετά απ’ όλο αυτόν τον καιρό. Ο χρόνος δεν του είχε μάθει τίποτα. Γέλασε στραβά κοιτάζοντας τη σερβιτόρα στα μάτια και σε αδέξια αλλά γεμάτα αυτοπεποίθηση γερμανικά έκανε την παραγγελία του. Το χαμόγελο της γυναίκας έγινε πλατύτερο καθώς σημείωνε το ρόφημα με τη στέβια στο μπλοκάκι της και απομακρυνόταν. Ίσως τελικά κάτι να είχε μάθει – να μετουσιώνει τη νευρικότητα σε μία αφοπλιστική, αλήτικη γοητεία. Μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια. Ίσως πάλι το ραντεβού του να ήταν η αιτία του αδιόρατου αλλά παρόντος άγχους του. Ξεφύλλισε το μπλοκάκι του μέχρι να βρει τον μισοτελειωμένο του στίχο. Τον είχε γράψει με το που είχε ξυπνήσει, νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως, γύρω στις πέντε και μισή, με ένα φρένιασμα που του θύμισε τις νεανικές του εμπνεύσεις. Προσπαθώντας όμως να τοποθετήσει στο χαρτί τα θραύσματα κάποιου ονείρου, απογοητεύτηκε με τον εαυτό του. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το χτυποκάρδι του δεν θύμιζε σε τίποτα τα νιάτα του, μια εποχή όπου όλα προσγειώνονταν στο κεφάλι του τόσο αβίαστα, με την αυτοπεποίθηση κάποιου που αράζει στον ίσκιο μιας ετοιμόγεννης βελανιδιάς και περιμένει τους καρπούς να βρέξουν. Όχι, αυτό που ένιωθε τώρα ήταν το αγκομαχητό μίας γέρικης ατμομηχανής. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήταν άσχημο στιχάκι. Καθώς καθόταν στο μικρό βερολινέζικο καφέ και περίμενε τον σύντροφό του, έσβησε μερικές λέξεις που του φαίνονταν αδέξιες και βελτίωσε κάποιες από τις ρίμες. Ελλειπτικό, καπάτσο και χωρίς την παραμικρή υποψία ηθικού διδάγματος. Ακριβώς όπως του άρεσε. Θυμήθηκε τον Μπάροουζ που έκοβε τυχαίες λέξεις από εφημερίδες και περιοδικά και τις μαγείρευε στο πάτωμα μέχρι να προκύψουν απ’ το τυχαίο πάντρεμα οι συνδυασμοί και οι ειρωνείες που θα ζήλευε μία Σφίγγα. Αφηρημένα, χωρίς να το καταλαβαίνει άρχισε να σκαρώνει μία μελωδία για το στίχο του, δοκιμάζοντας μικρές παραλλαγές στις καταλήξεις και στο ρυθμό. Θα μπορούσε να είναι ένα μισοαξιοπρεπές ρέγγε κομμάτι. Έπιασε τον εαυτό του να σιγοτραγουδάει, όμως αρκετά δυνατά ώστε να ακούγεται. Έπαψε με το που το κατάλαβε αυτό. Ακόμα και με αυτή τη βραχνάδα στη φωνή του, ακόμα και στην αξιοπρεπή χαύνωση ενός μισοξεχασμένου καφέ στο δυτικό Βερολίνο, αυτή η χροιά ήταν αναγνωρίσιμη. Ο ήχος της κούπας που ακουμπούσε στο τραπέζι τον έβγαλε απ’ το ονειροπόλημα. «Ντάνκε σουν», είπε τονίζοντας υπερβολικά το πομπώδες «ου» στο «σουν», σαν να πάσχιζε να προφέρει τα umlaut για πρώτη φορά. «Μπίτε σουν», απάντησε η σερβιτόρα με τον ίδιο γελοίο επιτονισμό. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον και καθώς η κοπέλα απομακρυνόταν, ο Mr. B. ήξερε ότι κουνούσε τον κώλο της λίγο παραπάνω απ’ ό,τι πριν. Αρχικά ένιωσε αδρεναλίνη να αναφλέγει τα μήλα των δαχτύλων του, αλλά αμέσως γείωσε τον εαυτό του με έναν αναστεναγμό. Στερέωσε ξανά την τραγιάσκα του, παρ’ όλο που αυτή δεν είχε μετακινηθεί στο σκαλπ του από την τελευταία φορά που είχε κάνει αυτή την κίνηση, σαν η σταθερότητά της να ήταν κάτι που τον απασχολούσε βαθιά, και άγγιξε επίσης φευγαλέα τα μαύρα του γυαλιά. Τι ώρα ήταν; Υπήρχε ένα παλιό ρολόι στον τοίχο, που πιθανότατα είχαν προσπαθήσει να το κάνουν να φαίνεται πιο παλιό απ’ ό,τι όντως ήταν, προσθέτοντας μερικές έξτρα γρατζουνιές. Ο Mr. B. φαντάστηκε τη σερβιτόρα να το ραίνει κάθε πρωί με φρέσκια σκόνη. Όντας πλέον ρετρό ο ίδιος, είχε χάσει την εκτίμησή του για το ρετρό. Καλό ήταν αυτό που έπαιρνε φωτιά στο παρόν, το σύγκαιρο. Το ρολόι έγραφε 8:05. Πέντε λεπτά καθυστέρηση. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, ήχησε το καμπανάκι της πόρτας και αυτός που περίμενε ο Mr. B. μπήκε στο καφέ και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. Ο Mr. B. δεν τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, αλλά βάλθηκε να ανακατεύει υπομονετικά το ρόφημά του ενώ με μία κίνηση του μικρού δαχτύλου έκλεισε το μπλοκάκι του, αφήνοντας τους στίχους του να ξεκουραστούν. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα ευχάριστης έντασης μέχρι τελικά να πει: «Γεια χαρά», με υπερβολικά βαθιά φωνή και ψεύτικη προφορά Κόκνεϊ (Μόκνεϊ, την έλεγαν κάποιοι). Γύρισε επιτέλους να κοιτάξει το σύντροφό του, κατευθείαν στα μάτια. Ο νεοφερμένος ήταν ένας επιβλητικός Γερμανικός ποιμενικός, μαύρος και καφέ, αλλά περισσότερο μαύρος, με αφύσικα μακρύ λαιμό και έκφραση ανάμεσα στο αδιάφορο και το τεταμένο. Φορούσε ένα μαύρο κολλάρο που δεν θα ξεχώριζε απ’ το δέρμα του, αν δεν κρεμόταν από αυτό ένα μικροσκοπικό ασημένιο διαμάντι. Σαν απάντηση στον περιπαικτικό χαιρετισμό του Mr. B., απλά ένευσε ανεπαίσθητα – τα δικά του μάτια δεν είχαν μετακινηθεί από το πρόσωπο του ανθρώπου απέναντί του. «Ωραίο κολιέ», συνέχισε ο Mr. B. στον ίδιο τόνο, σαν να ήταν περήφανος που είχε βρει την ακριβώς πιο ακατάλληλη στιγμή και τον πιο δύσκολο συνδαιτημόνα για small talk. Ο ποιμενικός μίλησε για πρώτη φορά: «Προσωπικά δε με τρελαίνει, αλλά δεν μου δόθηκαν και πολλές επιλογές». Τη φράση την πρόφερε με ένα γρύλισμα. Ο Mr. B. χαμογέλασε αλλά έδειχνε πιο σοβαρός από πριν και από εκείνη τη στιγμή δεν πήρε ξανά το βλέμμα του από τον συνομιλητή του.
Τελικά, ο ποιμενικός τοποθέτησε έναν μικρό αλλά φουσκωμένο φάκελο πάνω στο τραπέζι και με την πατούσα του τον έσυρε αργά αργά προς την άλλη πλευρά μέχρι που χτύπησε ελαφρά στην κούπα με το ρόφημα του Mr. B. Εκείνος πήρε το φάκελο και τον περιεργάστηκε σοβαρά και ελαφρώς παραξενεμένα. Ρούφηξε μία γουλιά από την κούπα του, ένιωσε αμέσως μεγαλύτερη ενέργεια. Η στέβια ήταν ο καινούριος εθισμός του. «Αυτό είναι;» έκανε. «Είναι σίγουρα το σωστό, έτσι;» Παρ’ όλη τη μακρόχρονη συναναστροφή του με το είδος, ο Mr. B. ποτέ δεν κατείχε εις βάθος όλες τις αποχρώσεις της σκυλίσιας επικοινωνίας. Αλλά το συγκεκριμένο βλέμμα που του έριξε ο ποιμενικός κουβαλούσε αδιάψευστο βιτριόλι. Το βλέφαρο του Mr. B. – αυτό που κάλυπτε το γαλάζιο μάτι – πετάρισε για ένα τέταρτο του δευτερολέπτου. «Είναι το σωστό λοιπόν», συμπέρανε. «Μη σας ξεγελάει το μέγεθος», αποκρίθηκε ο ποιμενικός με επαγγελματισμό. «Έχουμε αναπτύξει μία νέα τεχνική συμπύκνωσης των πληροφοριών έτσι ώστε το απαραίτητο περιεχόμενο ενός πακέτου να χωράει σε έναν φάκελο που προορίζεται κανονικά για μία μικρή ευχετήρια κάρτα». «Εντυπωσιακό», αποκρίθηκε ο Mr. B., περιεργαζόμενος το φακελάκι. Έμοιαζε όντως απολύτως άκακο, σαν να περιείχε την ερωτική ποίηση ενός δεκατριάχρονου που μετρούσε ακόμα τις εκσπερματώσεις του. Ο σκύλος δεν απάντησε στη φιλοφρόνηση. Μία καινούρια μικρή σιωπή. Τώρα έσπασε πρώτος ο Mr. B.: «Και μπορείς να με διαφωτίσεις λίγο σχετικά με το περιεχόμενο πριν τον ανοίξω με την ησυχία μου στο ξενοδοχείο;» Ο ποιμενικός έδειξε μονομιάς ανήσυχος και εκνευρισμένος. Κοίταξε τριγύρω. Οι λιγοστοί πελάτες δεν έμοιαζαν να ασχολούνται ούτε στο ελάχιστο με το τραπέζι τους και η σερβιτόρα έπλενε πιάτα πίσω από τον πάγκο, πλήρως απορροφημένη κατά τα φαινόμενα. Έπειτα κοίταξε ξανά τον Mr. B., σαν να κοίταζε ένα σκανταλιάρικο ζιζάνιο. «Προφανώς δεν μπορώ να σας πω από τώρα τα πάντα», είπε. «Πρέπει να δείτε μόνος σας, έτσι δουλεύει το πράγμα». «Πες μου τα λιγότερο σημαντικά», αντέτεινε ο Mr. B. Κοιτούσε τον σκύλο, παρακλητικά σχεδόν, σχεδόν κουταβίσια. Τα εξήντα εφτά του χρόνια συρρικνώνονταν σαν βεντάλια κάθε φορά που κοιτούσε κάποιον έτσι. Ο ποιμενικός άφησε έναν κατά προσέγγιση αναστεναγμό. Έπειτα είπε: «Προβλέψεις του καιρού για το επόμενο εικοσαήμερο. Αεροπορικά πρώτης θέσης για Λονδίνο, Γένοβα, Μόναχο, Θεσσαλονίκη, Ιερουσαλήμ. Νυχτερινά εισιτήρια τρένου για Μπρατισλάβα. Τα αποτελέσματα των μεγάλων τελικών σε ποδόσφαιρο και χάντμπολ για την επόμενη βδομάδα. Ένα εισιτήριο θεωρείου για το “Cats” σε ένα μήνα στη Νέα Υόρκη. Το καινούριο σινγκλ της Σία, αδημοσίευτο ακόμη. Και μερικά χαϊκού». Ο Mr. B. άκουγε με προσοχή και στο τέλος ρουθούνισε. Είχε όντως εντυπωσιαστεί. «Καθόλου άσχημα», αποκρίθηκε. Και το επανέλαβε, μισή οκτάβα κάτω. Άρχισε να ψάχνει στην τσέπη του παλτού του, για λίγο φάνηκε στον ποιμενικό πως το είχε χάσει, αλλά τελικά να το, ένα ασημένιο διαμάντι, λίγο μεγαλύτερο απ’ αυτό που φορούσε στο κολλάρο του ο ποιμενικός, προσγειώθηκε στο κέντρο του τραπεζιού. Αστραπιαία, ο σκύλος το μάζεψε με την πατούσα του και το εξαφάνισε. Έπειτα κοίταξε τον Mr. B. κατευθείαν στα μάτια, πιο έντονα και πιο ανεξιχνίαστα απ’ ό,τι είχε κάνει μέχρι τότε. Ο Mr. B. ανταπέδωσε. «Φαντάζομαι πως αυτά είναι όλα, για τώρα», είπε. «Auf widersehen». Η απάντηση του σκύλου ήταν ένα γρύλισμα. Προφανώς ευχόταν να μην χρειαστεί ποτέ ξανά να έχει δοσοληψίες με ανθρώπους. Τίναξε την καρέκλα μισό μέτρο πιο πίσω, οι πατούσες του προσγειώθηκαν στο πάτωμα και το κουδούνι της πόρτας ανήγγειλε την αποχώρησή του, που πέρασε εξίσου απαρατήρητη με τον ερχομό του από τους θαμώνες του καφέ. Ο Mr. B. έμεινε και πάλι μόνος, κοιτάζοντας για λίγο το κενό, παίζοντας με την αγκράφα που κρατούσε σφραγισμένο το φακελάκι, οι σκέψεις του ένα θολωμένο παρμπρίζ αυτοκινήτου που το γρατζουνίζουν κάθε τόσο υαλοκαθαριστήρες. Τελικά σηκώθηκε και πήγε στον πάγκο για να πληρώσει τη σερβιτόρα. Άφησε φιλοδώρημα διπλάσιο απ’ την τιμή του ροφήματος. Ήξερε ότι ήταν ινκόγκνιτο, αλλά τέτοιες παρορμητικές φανφάρες τις επέτρεπε ενίοτε στον εαυτό του. Η σερβιτόρα χαμογέλασε πλατιά, αλλά κάπως πιο αφηρημένα από πριν, έπειτα βάλθηκε να πλένει ξανά τα πιάτα. Ο Mr. B. βγήκε από το μαγαζί. Περπάτησε για λίγο μόνος του. Ο πρωινός ουρανός ήταν καθαρός αλλά οι δρόμοι ήταν ακόμα υγροί από τη χθεσινοβραδινή βροχή. Μερικά κλαμπ έκλειναν ακόμη, οι τελευταίοι πελάτες αντάλλασσαν τηλέφωνα και φέισμπουκ στα πεζοδρόμια. Οι περισσότεροι περαστικοί δεν τον κοιτούσαν. Κάποια στιγμή του φάνηκε ότι ένας σαραντάρης με τραγί και καφετιά κάπα άρχισε να τον κοιτάει επίμονα, αλλά εκείνος δεν του ανταπέδωσε το βλέμμα κι έτσι προσπεράστηκαν. Για περίπου είκοσι δευτερόλεπτα, στάθηκε δίπλα σε ένα γωνιακό φούρνο και άφησε τα ρουθούνια του να γεμίσουν από τη μυρωδιά του ψωμιού και του καφέ. Αλλά με το που απομακρύνθηκε λίγο, και η παιδική σχεδόν έκσταση που τον είχαν γεμίσει οι οσμές ξεθώριασε, συνειδητοποίησε ότι ήταν ένας ξένος. Το Βερολίνο δεν του ανήκε πια, τον είχε αφήσει πίσω. Καθώς πλησίαζε την περιοχή όπου άλλοτε υψωνόταν το Τείχος, τα μάτια του στάθηκαν σε ένα αλσάκι. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, αλλά κάτι τον έσπρωχνε να πιστέψει πως ήταν το ίδιο. Άρχισε να περπατάει πάνω στο νωπό γρασίδι, ενώ αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να εντοπίσει ακριβώς το σημείο. Όταν την είδε, ήταν σίγουρος – μία παχιά βελανιδιά έριχνε τον βαρύ της ίσκιο στην περιφέρειά της. Έπρεπε να ήταν η ίδια. Είχαν έρθει τότε δύο ή τρεις φορές με τον Τζίμυ, με ακουστικές κιθάρες και μπύρες και είχαν καθίσει στη σκιά για ώρες, ενώ δεκάδες, εκατοντάδες μελωδίες ξεπηδούσαν από τις χορδές των οργάνων τους και τις φωνές τους. Αρκετές ακόμη στριφογύριζαν απλώς, ασχημάτιστες, στα όρια του συνειδητού τους. Ήταν όντως το ίδιο δέντρο; O Mr. B. το θυμόταν κάπως πιο πράσινο, πιο ψηλό, πιο ζωντανό. Πλησίασε λίγο ακόμα και άγγιξε τον κορμό. Ένιωθε το φακελάκι να καίει στην τσέπη του. Κι όμως, ήταν στιγμές σαν εκείνες κάτω απ’ τη βελανιδιά, στο Βερολίνο, όταν ήταν ακόμη το δικό του Βερολίνο, που ένιωθε πραγματικά σαν βασιλιάς του κόσμου. https://www.youtube.com/watch?v=emW2aq3R8QE https://www.youtube.com/watch?v=n22ImOPXOnw
1 Comment
K.Velkou
22/9/2015 22:33:04
Γλαφυρό και ταξιδιάρικο! Με κάνει να θέλω να επισπεύσω το επικείμενο ταξίδι μου στο Βερολίνο :)
Reply
Leave a Reply. |
Categories
All
|