από την Χριστίνα Μ. άτυπο 1ο Μέρος της ιστορίας: http://eggefaliko.weebly.com/brain-farts--arts/7802308 Πολλοί από τη γεμάτη πλαγιά, έκαναν το δρομολόγιο, προς την πρωτεύουσα τοy μεγάλου έθνους σε αναζήτηση εργασίας, αφήνοντας για κάποιους μήνες την κοινότητα. Οπότε η διαδρομή έως το κέντρο της πόλης της ήταν γνωστή. Με πρόφαση την αναζήτηση εργασίας, η Λένα ήθελε να δει από κοντά τον κόσμο της πόλης. Οι άνθρωποι της κοινότητας την είχανε δασκαλέψει για τα πόστα εργασίας που θα ζήταγε, που θα έβρισκε κατάλυμα και τα λοιπά. Είχε όμως και ένα εναλλακτικό σχέδιο στο κεφάλι της. Ίσως να έσπαγε τη νόρμα της πόλης και να έβρισκε το μπελά της, αλλά δεν πίστευε πώς αυτό το ενδεχόμενο ήταν ιδιαίτερα πιθανό. Επίσης δεν μπορούσε ποτέ να καταπιέσει την περιέργεια της. Η Λένα είχε αποφασίσει πως θα επιχειρούσε να δει την παιδική της φίλη, που κάποτε θεωρούσε αδερφή της. Η Κλειώ είχε κόψει κάθε επικοινωνία μαζί της για πάνω από ένα χρόνο, χωρίς να δώσει κάποια εξήγηση.
Όσο εύκολο της ήταν όμως να βρει το κέντρο της πόλης, τις εργατικές κατοικίες και τους Συστάτες, τόσο δύσκολο ήταν να βρει κάποια συγκεκριμένη διεύθυνση. Τα κτήρια της πρωτεύουσας δεν χωριζόταν σε χρωματιστά τετράγωνα, εκτός από τις εργατικές πολυκατοικίες, που ξεχώριζαν από τον μεγάλο και άχαρο όγκο τους. Ήξερε πώς άμα ρώταγε για οδηγίες θα έβρισκε πολλούς πρόθυμους να την βοηθήσουν, αλλά από την κοινότητα της είχανε επισημάνει πολλές φορές πώς άμα ρώταγε θα έπρεπε να πληρώσει ένα αντίτιμο. Και τα χρήματα που είχε η Λένα ήταν ελάχιστα. Η κούραση των ποδιών της, το ιδρωμένο της σβέρκο και το ξεραμένο στόμα την έκαναν να θέλει να κλάψει, χαμένη εντελώς σε μια μεγαλούπολη, χωρίς κανέναν να τη βοηθήσει. «Πρέπει να χαλαρώσεις», είπε κάποιος στην Λένα, για να συμπληρώσει «πάρε ένα πακέτο τσιγάρα κάνναβης ». Κοίταξε τον άντρα που της μίλαγε, ήταν χαμογελαστός, αλλά δεν φαινόταν καθόλου ευδιάθετος ή χαλαρός, βρισκόταν σε μια περίεργη ένταση, ενώ κράταγε το χέρι του απλωμένο προς τη Λένα καθώς της προσέφερε ένα πακέτο «Αιώνιο Χαμόγελο». «Όχι ευχαριστώ», έκανε και πήγε να απομακρυνθεί, άλλα ένας άντρας της έκοψε το δρόμο. «Η δεσποινίς θέλει ψυχαγωγία ποιοτική, τι τραγούδι να παίξω; », τη ρώτησε αυτός κρατώντας μια κιθάρα, ενώ την κοίταγε επίσης επίμονα στα μάτια. Η Λένα είχε περιτριγυριστεί ξαφνικά από ένα τσούρμο ανθρώπων, που όλοι της προσέφεραν κάποια υπηρεσία, κάποιο προϊόν «Να φυλάξω τα χρήματα των δικών σου, μη τα χάσεις ή στα κλέψουν!», «Ειδικότητα μου η εύρεση κατοικίας στους νεοφερμένους», «Συστάτης! Για να βρεις εργασία» ,«Πριν νοικοκυρευτείς, αξίζεις μια μπύρα! », «Πρέπει να αγοράσεις καινούργια ρούχα τώρα που ήρθες στην πόλη», «Και να κόψεις τα μαλλιά σου!» Ο θόρυβος αυξανόταν και όσα όχι και να έλεγε η Λένα, είτε εμφανιζόταν διαρκώς νέα άτομα, με νέες προτάσεις, είτε κάποιοι της επαναλάμβαναν απλά ξανά και ξανά την πρόταση τους «Κορίτσι μου η πόλη θέλει καλοπέραση, θα σε πάω στο καλύτερο κλαμπ», «Άρωμα λυκίσκου σε τιμή ευκαιρίας», «Εισιτήριο για θέατρο», «Όμορφα κορίτσια και αγόρια στη διάθεση σου για να μη σε πολυζαλίζει το φλερτ και ο έρωτας!», «Τσιγάρα κάνναβης για να χαλαρώσεις», «χάρτης της πόλης», «εισιτήριο λεωφορείου », «υπηρεσία: φίλος για μια ώρα σε τιμή ευκαιρίας» Η Λένα είχε ιδρώσει και είχε σαστίσει μπροστά σε αυτήν την λαοθάλασσα, προσπαθούσε να ξεφύγει, ανεπιτυχώς όμως, καθώς ο κόσμος την ακολουθούσε, μην αφήνοντας την να πάρει καθαρό αέρα και να συνεχίσει την αναζήτηση της ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ αρχικά και του ουρανοξύστη που έμενε η Κλειώ στη συνέχεια. Μια γυναίκεια φωνή ακούστηκε τότε, έντονη και σταθερή που κάλυψε για λίγο την βαβούρα. «Το κορίτσι με έχει ήδη πληρώσει, φύγετε, σκορπιστείτε». Η βαβούρα συνεχίστηκε, στις προτάσεις που έκαναν έως τώρα προστέθηκαν απλώς και άλλες εκφράσεις: «Ψέματα!» φώναξε κάποιος άντρας «Λες ψέματα» «Όλο ροζ μπούρδες μας είσαι!» «Έχω και την απόδειξη! Σκορπιστείτε τώρα παλιό σκουλήκια» «Παλιο-πουτάνα» ακούστηκε μια άλλη φωνή «Λες ψέματα!» είπε ξανά ο άντρας «να δούμε την απόδειξη!» Η Λένα είχε σαστίσει, αλλά η μεγάλη γυναίκα που είχε ισχυριστεί πώς η Λένα την είχε πληρώσει, έμοιαζε αγέρωχη. «Η δεσποινίς πάει στον μωβ ουρανοξύστη, χρειάζεται ειλικρινά να συνεχίσω;» Επικράτησε σιωπή και το πλήθος διαλύθηκε σε μια στιγμή. «Λοιπόν», είπε η γυναίκα στη Λένα «εκεί δεν θες να πας;» «Θέλω να πάω σε αύτη τη διεύθυνση», έκανε η Λένα, και έδειξε το όνομα ενός δρόμου και έναν αριθμό, γραμμένο σε ένα χαρτί. «Ναι», είπε κάπως στοργικά η γυναίκα, «εκεί είναι ο μωβ ουρανοξύστης, δεν το ήξερες;» «Εσείς πώς ξέρατε που θέλω να πάω; Δεν το είπα σε κανέναν» «Θα σου πω, μονάχα εάν μου πεις τι σκοπεύεις να κάνεις εκεί », απάντησε η γυναίκα ψύχραιμα. Η Λένα την κοίταξε, προσπάθησε να την μελετήσει, αλλά παρά το χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας της, δεν ήξερε τι συμπεράσματα να βγάλει: η γυναίκα ήταν απροσδιόριστης ηλικίας.. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε έναν κότσο και φορούσε ένα ροζ στενό φόρεμα. Ήταν εξαιρετικά μικροκαμωμένη, παρέμενε όμως μια επιβλητική παρουσία, με τα μεγάλα καστανά της μάτια και τα σχεδόν ανύπαρκτα φρύδια της. Είχε ζωγραφίσει τα λεπτά χείλη της με τόνο του ροζ, ώστε να ταιριάζει με το φόρεμα της. «Μένει εκεί η Κλειώ, είναι παιδική μου φίλη» «Παιδική φίλη;» «Η μητέρα μου ήταν εσωτερική στο σπίτι της, ήταν η γκουβερνάντα της, μαζί μας θήλαζε» «Η μητέρα σου είναι ακόμα στο προσωπικό του σπιτιού;» ρώτησε η γυναίκα «Δεν έχω λεφτά», έκανε η Λένα, «πρέπει να συνεχίσω το δρόμο μου» «Θα σε πάω εγώ, δεν είναι ιδιαίτερα μακριά, αλλά δεν μπορούμε να πάμε πριν τις 6, καταλαβαίνεις…» «Γιατί όχι;», έκανε η Λένα «Είναι κανόνες ευπρέπειας, πρέπει να τους ακολουθούμε, δεν νομίζεις; Αλλιώς θα γίνουμε σαν τα ζώα. Για αυτό, νομίζω αργήσαμε κιόλας, είναι η ώρα να συστηθούμε, εγώ είμαι η Μαρί, εσύ;» «Λένα» «Και είσαι από την Κοιλάδα Λένα;» «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» «Το ότι είσαι από την Κοιλάδα φαίνεται από τα ρούχα σου και τους τρόπους σου. Δεν είσαι παιδί της πόλης, ούτε όμως και του αγρού, στο ενδιάμεσο είναι μόνο η Κοιλάδα, σχεδόν δηλαδή», είπε ενώ έδειχνε ένα παγκάκι να πάνε να κάτσουν. «Και το ότι θέλω να πάω στους Μωβ Ουρανοξύστες;» «Στον Μωβ Ουρανοξύστη, στην πόλη είναι ένας μόνος, και σχεδόν φαίνεται από εδώ», είπε και σήκωσε το χέρι της και έδειξε προς μια κατεύθυνση, χωρίς όμως η Λένα να μπορεί τον να εντοπίσει. «Λοιπόν», είπε η Μαρί, «η δουλειά μου είναι να προσφέρω υπηρεσίες, όπως όλων αυτών που είδες, μόνο που εγώ το κάνω περισσότερο καιρό και είναι η μόνιμη εργασία μου» έκανε και έκαστε στο παγκάκι και η Λένα έκατσε δίπλα της. «Οι άλλοι το κάνουν αυτό ως εργασία;» «Λοιπόν, πώς να το πω απλά», έκανε η Μαρί «είναι παρίες. Είναι άτομα που περισσεύουν. Δεν έχουν μισθοδότη και άρα είναι περιττοί για την πόλη, αλλά δεν μπορούν και να φύγουν!» «Γιατί όχι;» «Βλέπεις κανένας δεν θέλει να είναι παρίας, όσο υπάρχουν αυτοί θυμίζουν στους υπόλοιπους πώς υπάρχει και κάτι χειρότερο, κάποιος πιο κάτω και από τον πιο φθηνό εργάτη εργοστασίου. Οι παρίες είναι περιττοί και αυτό τους καθιστά πολύτιμους. Παράδοξο ε; Όσο υπάρχουν ο εργάτης δεν θα απεργήσει, δεν θα παραιτηθεί γιατί μπορεί να καταλήξει σαν το σκουλήκι που τον ενοχλεί όταν πηγαίνει στη δουλειά και επίσης ξέρει πώς με τόσα απόβλητα ο μισθοδότης του μπορεί να τον αντικαταστήσει πανεύκολα.» «Ναι αλλά γιατί οι ίδιοι οι παρίες δεν φεύγουν;» «Χωρίς τους παρίες η πρωτεύουσα τους Μεγάλου Έθνους θα ήταν τελείως διαφορετική», μονολόγησε η Μαρί «Δεν ξέρω πώς θα ήταν, αλλά θα ήταν διαφορετική. Όποτε είναι εκλογές τους δίνονται μισθοί ψηφοφόρου και όταν γίνεται πόλεμος τους δίνεται μισθός πολεμιστή. Και πάνε και χάνονται δεκάδες για την πρωτεύουσα μας, που τους ποδοπατάει με κάθε ευκαιρία». «Ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν φεύγουν», είπε η Λένα. «Χρειάζεται να πληρώσεις αντίτιμο εξόδου όταν είσαι παρίας και να απολογηθείς στην πόλη για την ύπαρξη σου. Αλλά… αλλά δεν είναι εύκολο. Είναι οι πρώτοι που ξοδεύουν τα λεφτά τους στον τζόγο, την πορνεία και το αλκοόλ. Και επίσης που να πάνε;» «Εσύ μπορείς να φύγεις;», ρώτησε η Λένα «Εδώ και πολλά χρόνια», απάντησε η Μαρί «βλέπεις ενώ και εγώ προσφέρω υπηρεσίες, τις προσφέρω σε ανθρώπους πολύτιμους στην Πρωτεύουσα. Οι τιμές μου είναι εξαιρετικά υψηλές». «Εμένα γιατί με βοηθάς;» «Σε χρησιμοποιώ βασικά. Στην παρούσα φάση το να σε βοηθήσω με συμφέρει». Η Μαρί έδειξε το κινητό της στη Λένα. Είχε μια φωτογραφία της στην οθόνη της. «Η κυρία Κλειώ είναι πολύτιμή και η σχέση μαζί της σε κάνει και σένα τρόπον τινά πολύτιμη». «Σε έχει προσλάβει η Κλειώ;» «Όχι. Παρακολουθώ στενά τα μέλη της υψηλής κοινωνίας. Και έτσι ξέρω τι θέλουν, ενίοτε πριν από τους ίδιους. Ας πούμε τώρα είναι ένας άνθρωπος μου ήδη στον μωβ ουρανοξύστη και ρωτάει την Κλειώ τι να κάνουμε μαζί σου, η απάντηση μπορεί να είναι από το να σε συνοδεύσουμε έως εκεί, μέχρι να σε παρατήσουμε ή να σε σκοτώσουμε. Κατάλαβες… δεν ξέρουμε ακόμα… Περιμένουμε εντολές». Η Λένα ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, έκανε να σηκωθεί, μα μια αντρική παλάμη την κράτησε κάτω, γύρισε το κεφάλι της και τον είδε «Ηρέμησε», είπε αυτός «ζωντανή σε θέλει» Η Μαρί σηκώθηκε, «πάμε λοιπόν!», είπε ευδιάθετα.
0 Comments
Leave a Reply. |
Categories
All
|