Της Simone de Trier Εκείνη κάθεται στη μπάρα και πίνει μόνη της, για πρώτη φορά στη ζωή της. Όσο και να αισθάνεται μια χειραφετημένη και αυτόνομη ύπαρξη δεν μπόρεσε ποτέ πριν να απολαύσει το ποτό της με συντροφιά την εαυτή της. Και γιατί να το κάνει απόψε; Καλή ερώτηση. Γιατί έτσι!!! Αυτή είναι η απάντηση.
0 Comments
από τη Ναταλία Διονυσιώτη Θέλω να σου γράψω ένα γράμμα. Θα 'θελα να έχει μέσα όλα τα γράμματα. Όλα τα σ' αγαπώ και όλα τα γιατί. Όλες τις λύπες και τις χαρές. Μα πιο πολύ όλες τις συγγνώμες που σου δίνω κάθε μέρα, αλλά εσύ δεν το ξέρεις.
από την Χριστίνα Μανωλακάκη Το χέρι μου περιηγήθηκε στο εσωτερικό της τσάντας, και συνάντησε το κραγιόν, το πορτοφόλι, τις σκόρπιες σερβιέτες, τις τσαλακωμένες αποδείξεις, τα πάντα ίσως, εκτός από τα γυαλιά ηλίου που έψαχνα. Ο ήλιος ζέσταινε απαλά την πλάτη μου κι έτσι δεν μπορούσα να νιώσω τον ελάχιστο εκνευρισμό. Αλκυονίδες μέρες στη Ναυαρίνου, με τους φίλους μου να έχουν αργήσει κι εγώ να μην έχω τσιγάρα. Προσπαθούσα να το κόψω, οπότε δεν ήθελα να αγοράσω πακέτο. Τους περίμενα πώς και πώς για μία τράκα. Μόλις βρήκα και φόρεσα τα γυαλιά ηλίου μου άρχισα να κοιτάω γύρω μου περισσότερο. Με αυτά ένιωθα πως καμουφλάρω το περίεργο βλέμμα μου, ώστε να μπορώ να περιεργαστώ τους υπόλοιπους θαμώνες άφοβα. Τότε την εντόπισα. Ήταν γυρισμένη πλάτη και με κόσμο γύρω της, μια μεγάλη παρέα, αλλά τα λεπτά, ίσια κι εξαιρετικά άσπρα πόδια της βγάζανε μάτι. Τουλάχιστον για εμένα ήταν σαν να βλέπω κίτρινο γιλέκο στο σκοτάδι. Πήρα την απόφαση να πάω να τη χαιρετήσω. Ένα μικρό ρίσκο για εμένα.
από την Simone de Trier Πρέπει να ήταν περασμένες δώδεκα, της φάνηκε ότι άκουσε κάπου μακριά την καμπάνα μιας εκκλησίας. Εκείνη είχε μείνει μόνη της στα γραφεία, η τελευταία συνεργασία τράβηξε ως αργά και το πανό δε θα γραφόταν μόνο του. Κατά τις έντεκα που έφυγε η συντρόφισσα, αφού είχαν λύσει τα πρακτικά της αυριανής συγκέντρωσης και ξανασυζήτησαν το ζήτημα της συνείδησης στο Κεφάλαιο, άρχισε να ετοιμάζει το χώρο. Μεθοδικά τράβηξε τις καρέκλες στις άκρες του δωματίου, άπλωσε παλιές αφίσες στο πάτωμα και από πάνω, διαγώνια, μια μεγάλη λευκή λινάτσα. Άνοιξε τα παράθυρα διάπλατα, μαζί με τους ήχους της πόλης έμπαινε και λίγη ψύχρα, «Δεν πειράζει», σκέφτηκε, «Άνοιξη είναι, τουλάχιστον να μη μαστουρώσω με την μπογιά πάλι». Ξημέρωνε 9 Μάη και με αφορμή κάποια εστία πολέμου σε κάποια ξεχασμένη γωνιά της γης είχαν φιλειρηνική συγκέντρωση, ή αντιπολεμική; Α ναι, πλέον το λέγανε αντιιμπεριαλιστική τέλος πάντων ενάντια στον πόλεμο διαδήλωναν «το ρόδο όπως και να το πεις ρόδο παραμένει».
της Χριστίνας Μανωλακάκη Δες το σαν παιχνίδι μνήμης -
Πρώτα θέλω να μου πεις αν θυμάσαι το στίχο που έγραφα σε περιθώρια σελίδων και πίσω από φωτογραφίες μας... «Καπνίσαμε –θυμήσου– ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ –ξεχνώ πάνω σε τι– κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.» Έλα λοιπόν να δούμε μέχρι που το' χεις. από την Ναταλία Διονυσιώτη Μαρασμός
Ήθελα να ριζώνω. Να έχω ρίζες παχιές σαν εκείνη τη λεμονιά που είχε η γιαγιά και τώρα έχει μαραθεί. Ακόμη και τα μόνιμα χάνονται. Φθείρονται, σαπίζουν και μετά εξαφανίζονται στο άπειρο του χρόνου. Πώς να χωρέσει η μονιμότητα σε τόσες στιγμές εφήμερες; Πώς να τις ελέγξεις τις στιγμές; από την Simone de Trier Ήταν μια γαμημένη χρονιά, ήταν μια γαμημένη χρονιά για όλους, αλλά ειδικά για Εκείνη. Μέσα στη γενική «ευθυμία» της καραντίνας, της επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης και της μοναξιάς ήρθαν να προστεθούν τα προσωπικά της δεινά. Σαφώς δευτερευούσης σημασίας, τα οποία όμως δυσχέραιναν έτι περεταίρω τη μίζερη ύπαρξη της. Γιατί έτσι έβλεπε την ύπαρξη της Εκείνη, μίζερη, ήταν σε όλα της υπερβολική, μια drama queen, όμως στην προκειμένη μπορεί να είχε και δίκιο. Σε ένα χρόνο ήρθαν τα πάνω κάτω, άλλαξε η ζωή της και έφυγε από την μικροαστική βολή της. Αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με τους δαίμονες της, ενώ παράλληλα οι εκκρεμότητες σωρεύονται εκθετικά και με ρυθμό ανεξέλεγκτο. Πιο συγκεκριμένα: μέσα στον προηγούμενο χρόνο αναγκάστηκε να θάψει, μια σχέση, μια δουλειά, κάποιες φιλίες και κυρίως το παλιό της «εγώ», το είχε σκοτώσει πολύ νωρίτερα αλλά δεν το ήξερε και χωρίς να έχει προλάβει να επανεφεύρει την εαυτή της. Μετά τη συμβολική, αλλά αιματηρή, σφαγή βγήκε στο δρόμο με ένα αίσθημα ανακούφισης ωστόσο αποπροσανατολισμένη, ψελλίζοντας στίχους του Ρεμπώ “Έτσι λοιπόν θα περιφέρομαι, σαν ανήλικο, παίζοντας στις πύλες του παραδείσου, λησμονώντας κάθε συμφορά;”.
από τη Ναταλία Διονυσιώτη Μη μιλάς για έρωτες. Δεν έχει νόημα κανένα. Η έγνοια μας είναι πως θα ζήσουμε. Δεν υπάρχουν πια μεταφορές. Μόνο κυριολεξίες. Η αποξένωση πήρε σάρκα και οστά. Τώρα μόνο μετράμε αποστάσεις. Χαμόγελα δεν βλέπω πια συχνά. Και οι χειραψίες, ανύπαρκτες. Οι αγκαλιές, τα φιλιά, ίσως είν' και αμαρτίες.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΗ τις ΜΕΡΕΣ της «ΕΛΠΙΔΑΣ»Από την Ωμέγα Η στάχτη έπεσε, συνοδεύοντας τις νιφάδες στην κάθοδο τους προς την άσφαλτο. Η νεαρή γυναίκα κούνησε νευρικά το πόδι της, ανυπομονώντας να αφήσει το κρύο και να φτάσει επιτέλους στο τέλος της ουράς. Η πολυκοσμία έξω από το σούπερ μάρκετ δημιουργούσε μία βαβούρα που έφερνε σε χαρούμενο πανικό. Το χιόνι που κάλυπτε συνήθως τους θορύβους, βρισκόταν εδώ ηττημένο κάτω από γαλότσες, μπότες και σημάδια από λάστιχα αμαξιών. Η Νιόβη με τα μακριά μαύρα μαλλιά έβγαλε λίγο ακόμα καπνό από μέσα της. Έμοιαζε με το τοπίο, τους διαρκώς τρομοκρατημένος μεσοαστούς και τα τζάκια που έκαιγαν ασταμάτητα.
από την Simon de Trier -Εκείνη ελαφρώς μεθυσμένη, περισσότερο από τα φιλιά του παρά από το φτηνό κρασί που κατανάλωναν για ώρες. Πόσο κλισέ φράση, όταν την άκουγε, της θύμιζε Άρλεκιν και γυναίκες που μαραζώνουν περιμένοντας τον αιώνιο πρίγκηπα, ως ελαφρώς παραλλαγμένες ηρωίδες του Μπέκετ.
-Εκείνος μεθυσμένος, πολύ. Η προηγούμενη αποχή από το αλκοόλ είχε ελαττώσει τις αντοχές του και τα μάγια που του έκανε τις έκαμψαν εντελώς. Ήταν μάγισσα, το είχε καταλάβει, δυστυχώς όχι από την αρχή. Άνηκε στο τάγμα του φιδιού, όπως όλες τους από την Λίλιθ κι εντεύθεν. Τα αναγνώριζε αυτά, άλλωστε ήταν Ασασίνος πράκτορας του Χάους. Λίγη ώρα πριν, σε μία άλλη ζωή της Χριστίνας Μανωλακάκη Προσεγγίζω τη μπάρα, στριμώχνοντας το σώμα μου ανάμεσα σε άλλα. Δεν καπνίζει κανείς πια μέσα. Εδώ που κάποτε το πάτωμα ήταν και τασάκι και οι πεταμένες γόπες θεωρούνταν αναπόσπαστο κομμάτι του ντεκόρ. Γύρω μου κόσμος χορεύει, διακριτικά, με εγκράτεια. Οι περισσότεροι κρατάνε ακίνητοι ένα ποτήρι αλκοόλ ασφυχτικά κοντά τους, σαν προέκταση του σώματος τους. Μία μάζα ανθρώπων που αρκείται στον αριθμό της, πάει όπου πάνε κι άλλοι και απλά υπάρχει. Να πει πως βγήκε.
της Χριστίνας Μανωλακάκη Ήταν στο εξοχικό ενός φίλου και γιορτάζαμε γενέθλια, είχαμε ψήσει, είχαμε κόψει μπράουνις αντί τούρτας και είχαμε πιεί για να μεθύσουμε. Δεν είχε πάει αργά, μα πέσαμε πτώματα για ύπνο, εγώ ανάμεσα σε δύο, στον καναπέ της κουζίνας, με τον έναν να αναπνέει λες και αργοπεθαίνει από το στόμα και έναν άλλο που ροχάλιζε σε δυνατά ντεσιμπέλ. Μαζί και ένας επίμονος ήχος από το ψυγείο. Και κάπως έτσι αποκοιμήθηκα, χαρούμενη.
της Χριστίνας Μανωλακάκη «Η οθόνη γέμισε με drugs και όπλα, είχαμε μεταφερθεί σε μια φαβέλα και ο νεαρός πρωταγωνιστής όπλιζε τη φωτογραφική του μηχανή», είπε, διατηρώντας τον αισθησιακό της τόνο, η ραδιοφωνική παραγωγός.
Τη λένε Κατερίνα και είναι σαρανταενός. Στον αέρα ακούγεται το “El negro del blanco” και εκείνη αφήνεται στο να ανατρέξει νοερά σε όλες τις δουλειές που έχει κάνει από πιτσιρίκα έως σήμερα: έχει κάνει σερβιτόρα σε καφέ, γραμματέας, ρισεπιονίστ, έχει περπατήσει μίλια σε παραλίες δίνοντας δωρεάν δείγματα αντηλιακών στους παραθεριστές, σερβιτόρα σε μπαρ, dj στο ίδιο μαγαζί τις Παρασκευές, έχει γράψει αρθράκια, έχει περάσει από διαφημιστική, έμεινε για λίγο σε κάποιο περιοδικό να έχει τις «γυναικείες» στήλες, διεκδίκησε τις κινηματογραφικές κριτικές. της Ιλιρίντα Μουσαράι Η Αλεξάνδρα βίωνε την σεξουαλικότητά της σαν ένα roller coaster που ανεβοκατέβαινε μαζί με τα κιλά της. Είχε εντοπίσει τον χ αριθμό κιλών, τον αδίστακτο χ αριθμό που όταν το έπιανε ή το πέρναγε οι αλλαγές ήταν αισθητές στο σώμα της, τις έβλεπε στον καθρέφτη, τις ένιωθε στο σουτιέν της που πλέον την σαλαμοποιούσε, στο τζιν που δεν κούμπωνε.
της Βασιλικής Συρογιάννη Τη θυμάμαι να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και να καπνίζει. Ήταν ημίγυμνη και το ελάχιστο φως που περνούσε από τις γρίλιες ήταν αρκετό για να παρατηρήσω σημάδια στο κορμί της που προηγουμένως δεν είχα καν προσέξει.
της Χριστίνας Μανωλακάκη Πήγε στο ψυγείο του και τράβηξε ένα χαρτάκι από το ημερολόγιο του – έβγαλε το Σάββατο, 3 Οκτώβρη - κοίταξε από τη πίσω μεριά του, είχε μια συνταγή για «τούρτα παγωτό χειμωνιάτικη». Αν είχα κονιάκ, θα το έπινα, σκέφτηκε, καθώς το βλέμμα του εξέτασε βιαστικά τις οδηγίες και τα υλικά της συνταγής. Ύστερα τράβηξε και άλλο χαρτάκι – αυτό της Κυριακής, 4 Οκτώβρη – πίσω βρισκόταν αυτή τη φορά, γραμμένη μια συνταγή για ρεβυθοκεφτέδες. Πήρε τα δύο χαρτάκια στο δεξί του χέρι, πράγμα που τον έκανε να προσέξει πόσο είχε μακρύνει το νύχι του αντίχειρα του, όλα τα νύχια του, για την ακρίβεια. Αδυσώπητα που περνάει ο καιρός, συλλογίστηκε, και μετέφερε τα δύο κομμένα χαρτάκια από το ημερολόγιο του στο συρτάρι του κομοδίνου του.
της Χριστίνας Μανωλακάκη Βρέθηκα μπλεγμένος σε αυτή την ιστορία από έρωτα.
Τέρψη, Λήδα ή Ναυσικά; Τώρα αυτές είναι οι επιλογές μου. Αυτές και ίσως και το όνομα της μάνας μου, εάν το πιέσω, φαντάζομαι… Ψάχνουμε όνομα για το παιδί, παιδί που δεν είναι δικό μου, αλλά θα γίνει. Κατά μια έννοια, τις ώρες που υπερισχύει ο ρομαντισμός έναντι του κυνισμού, είναι ήδη. Και τι θα πει, λέει μια φωνή μέσα μου, πού το σπέρμα δεν είναι δικό μου; Ο άλλος ούτε που το ξέρει, ούτε που θα το μάθει ποτέ. της Χριστίνας Μανωλακάκη Ζήτησε να μάθει το όνομα της κι όχι πως το γράφει. Μετά από καιρό η Έλη του είπε: «Αν είμαστε συνοδοιπόροι έλα να πάμε μαζί έως την θάλασα, θέλω να μαζέψουμε κοχύλια και ηλιαχτίδες, θέλω να ψάξουμε στα σύνεφα τις μορφές μας, θέλω να με νιώσεις μέσα στο αύριο, θέλω μαζί σου να πάρω ανάσες και η γλώσα που μιλάμε να έχει νόημα - όχι πόζα ... Για αυτό σου λέω, έλα να την πάρουμε σαν πάπλωμα, να την τινάξουμε καλά, να πέσουν κάτω οι στάχτες και η σκόνη. Και ύστερα να κοιμηθούμε γυμνοί πάνω στην άμο. Λέγε με Έλη. Θα σε λέω Γιάνη.»
της Ιλιρίντα Μουσαράι Στα 23 χρόνια της ζωής μου, συνειδητοποίησα κάτι που μέχρι πρότινος μου φαινόταν απίστευτο. Πίστευα ότι δεν μπορείς να ξεχάσεις ανθρώπους που συναναστράφηκες μαζί τους, πως δεν μπορούν να ξεθωριάσουν οι ζωηρές λεπτομέρειες μικρών και μεγάλων γεγονότων, πως δεν μπορείς να ξεχάσεις νευρικά γέλια, καυστικά αστεία και περιπέτειες. Όλη η ύπαρξη μου χωρούσε στο μυαλό μου, κάθε συμβάν κάθε άνθρωπος δονούνταν με εκτυφλωτικά χρώματα στους διαδρόμους της μνήμης μου. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ξεχνάω. Το συνειδητοποίησα στις συζητήσεις με τις φίλες μου που ‘μαστε μαζί από το λύκειο. Δεν θυμάμαι πια καθηγητές-τριες, δεν θυμάμαι συμμαθητές-τριες δεν θυμάμαι συζητήσεις μας και αναρωτιέμαι πόση μεγάλη ζωή μπορεί να έχω ζήσει μέχρι τώρα για να μην μου χωράει; Να είναι καλά και οι φίλες μας που μέσα στην συλλογική τους μνήμη κάπως υπάρχουμε πιο ακέραιοι.
της Χριστίνας Μανωλακάκη Δώσ' μου ένα φιλί για καληνύχτα.
Πάρε το κύμα από πάνω μου και ρίξε ένα σεντόνι. της Ιλιρίντα Μουσαράι Φέτος ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελα να πάω κάπου διακοπές. Ήθελα μόνο να φύγω από την Αθήνα χωρίς να με ενδιαφέρει το που. Δεν ετοίμασα λεπτομερές πλάνο διακοπών, σκαρφίστηκα ένα πρόχειρο πλάνο για να ξεφύγω από την ελκτική της ακτίνα.
|
Categories
All
|